Στο ποδόσφαιρο υπήρχαν, υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν διαιτητές που κάνουν μεγάλα λάθη. Λάθη όμως κάνουν και οι προπονητές και οι ποδοσφαιριστές. Ομως δεν στοχοποιούνται τόσο, όσο οι διαιτητές.
Οπότε επόμενο ήταν μετά τον αγώνα του Αρη με τον ΠΑΟΚ να μπει στο στόχαστρο ο Ολλανδός διαιτητής και ο συμπατριώτης του στο VAR και όχι η διαχείριση του αγώνα, για παράδειγμα, από τον Πάμπλο Γκαρσία. Αυτά στην Ελλάδα όπου το ποδόσφαιρο παίζεται εδώ και χρόνια πρώτα στην επικοινωνία και μετά στο γήπεδο, έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Αυτός είναι και ο λόγος που γίνεται μεγάλη κουβέντα για μία απόπειρα δωροδοκίας την οποία κατήγγειλε τρίτος και όχι ο άμεσα ενδιαφερόμενος.
Συγχρόνως πέφτει στην επικοινωνιακή παγίδα και ο ΠΑΟΚ που αποσύρει την εμπιστοσύνη του στον Κλάτενμπεργκ, ακολουθώντας τη γραμμή τού Ολυμπιακού μετά τον αγώνα με τον ΠΑΣ Γιάννινα. Προφανώς γιατί πιστεύει ότι αυτή η πολιτική ίσως αποφέρει μελλοντικά κέρδη. Αντιγράφει όμως τους χειρισμούς μίας ομάδας η οποία προκαλεί απέχθεια στον κόσμο του.
Οτι το ντέρμπι είχε την ατυχία να το διευθύνει ένας διαιτητής ο οποίος ήταν σε κακό φεγγάρι, παρασυρόμενος προφανώς και από τον συμπατριώτη του στο VAR, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Ομως αν αρχίσει μία κουβέντα για το ποια ομάδα αδικήθηκε περισσότερο το σίγουρο είναι ότι θα κρατήσει πολλούς μήνες και άκρη δεν θα βγει, αφού όλα κρίνονται από ποια πλευρά προσεγγίζει κάποιος τις αποφάσεις.
Κλασικό παράδειγμα αν θα έπρεπε να αποβληθεί ο Μπεναλουάν για την απώθηση του Αουγκούστο. Για φάσεις που έγιναν σε προηγούμενους αγώνες ο Κλάτενμπεργκ αξιολόγησε την ένταση ενός χτυπήματος, για παράδειγμα, του Τζόλη στον Σκόνδρα και του Σοάρες στον Ελ Καντουρί ότι δεν δικαιολογούσαν κόκκινη, γιατί «ήταν μικρής έντασης». Πιστεύω ότι αυτή η απάντηση δεν έχει πείσει όλη την κοινωνία του ποδοσφαίρου.
Αρα και για τη φάση με πρωταγωνιστή τον Μπεναλουάν δεν μπορεί να υπάρχει απόλυτη άποψη. Εχω την άποψη ότι η διαιτητές πάντα είναι η εύκολη λύση για τη μετατόπιση των όποιων ευθυνών προκύπτουν από ένα ανάποδο αποτέλεσμα. Δεν έχουν ούτε οπαδούς ούτε επικοινωνιακούς μηχανισμούς. Γι’ αυτό στο ίδιο έργο θεατής ήταν η ελληνική κοινωνία του ποδοσφαίρου και θα συνεχίσει να είναι για πολλά χρόνια. Με τη διαφορά ότι έχει πλέον μεγαλύτερη ενημέρωση, άρα βγάζει και περισσότερο ώριμα συμπεράσματα.