Όταν η κυβέρνηση έφερνε στην Βουλή την τροπολογία για την πολυϊδιοκτησία, ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης είχε μιλήσει διαπιστωτικά για το ελληνικό ποδόσφαιρο, εντοπίζοντας μια άνευ προηγουμένου εχθροπάθεια.
Υποτίθεται ότι η κυβερνητική παρέμβαση θα δημιουργούσε συνθήκες κατευνασμού. Όμως η εχθροπάθεια αντί να υποχωρήσει, επεκτάθηκε. Όταν τα μεγάλα συμφέροντα συγκρούονται, τότε όλα οδηγούνται προς την έκρηξη. Ειδικά στη χώρα μας που κυριαρχεί η αντίληψη «ή γάμος ή κηδεία».
Με αυτόν τον τρόπο φτάσαμε στο να μην μπορούν οι δικαστές του CAS να κατανοήσουν πως αλλάζει ο νόμος μέσα σε μια νύχτα, πως γίνεται μια ομάδα να καταδικάζεται σε υποβιβασμό χωρίς να δικαστεί από αθλητικό δικαστήριο και πως τα ελληνικά δικαιοδοτικά όργανα αντιλαμβάνονται το έννομο συμφέρον.
Την ίδια στιγμή η κοινή γνώμη προσπαθεί να καταλάβει γιατί να δικάζονται πειθαρχικά τώρα, υποθέσεις του 2013 και του 2015. Οι πρωτοφανείς καθυστερήσεις των ποδοσφαιρικών δικαιοδοτικών οργάνων δεν δημιουργούν απλά την αίσθηση της ανισονομίας. Καταγράφονται ως ανεκδοτολογικό υλικό.
Η επιλογή τακτικών δικαστών και εν ενεργεία εισαγγελέων στην ποδοσφαιρική δικαιοσύνη ήταν ένα πρώτο βήμα. Όμως όσο δεν δικάζουν στους φυσικούς τους χώρους, όσο αμείβονται από την ΕΠΟ και όσο επιλέγονται από ποδοσφαιροπαράγοντες, άλλο τόσο θα αμφισβητείται η ευθυκρισία τους. Η νέα ηγεσία του Αρείου Πάγου έχει ένα καθήκον: Να στείλει στον αδόξαστο τα παραμάγαζα της ποδοσφαιρικής δικαιοσύνης και να αναλάβει η ίδια αυτό το ζήτημα που είναι μείζονος κοινωνικού ενδιαφέροντος.