Το να αποδεχθείς ότι η ψυχική σου υγεία χωλαίνει και να βρεις τη δύναμη να αντιμετωπίσεις τους δαίμονες σου δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Ο Τρόι Ντίνι λάτρεψε από μικρός τη στρογγυλή θεά και κατάφερε να κάνει το όνειρο του πραγματικότητα παίζοντας στην Premier League αλλά το χαμόγελο σχηματιζόταν δύσκολα στα χείλη του. Η παιδική του ηλικία στιγματίστηκε από μια «εγκληματική» πατρική φιγούρα, την ενδοοικογενειακή βία και την αγωνία της μητέρας του να επιβιώσει.
Χτύπησε άνθρωπο, μπήκε στη φυλακή και βρήκε παρηγοριά στο ποτό. Μια αναγκαστική συνάντηση με έναν ειδικό ψυχικής υγείας, του άνοιξε τα μάτια και του έμαθε πως να συγχωρέσει και να αγαπήσει τον άνθρωπο που βλέπει στον καθρέφτη καθημερινά. Εξακολουθεί να έχει μέρες κατάθλιψης αλλά πλέον, γνωρίζει καλά ότι δεν είναι σημάδι αδυναμίας γιατί απλά έχει και εκείνος είναι άνθρωπος και έχει το δικαίωμα να μην είναι καλά.
Ο κακοποιητικός πατέρας που φάνταζε Σούπερμαν
Άρχισε να κλωτσά το τόπι σε μικρή ηλικία. Έπαιζε καθημερινά στις αλάνες της γειτονιάς με άλλα παιδιά είτε μικρότερα είτε μεγαλύτερα χωρίς φόβο αλλά με αυτοπεποίθηση. Μια μέρα, όντας στα έξι του χρόνια, έπαιζε ποδόσφαιρο με παιδιά που ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερα του και σε μια μονομαχία έπεσε στο έδαφος. Η αντίδραση του έκανε εντύπωση στη μητέρα του και εκνεύρισε τον πατέρα του. Τα μάτια του γέμισαν με δάκρυα και όταν σηκώθηκε, έτρεξε στην αγκαλιά της μαμάς του. Εκείνη τον ηρέμησε αλλά για κακή του τύχη ο μπαμπάς του ήταν μπροστά στο συμβάν και του τόνισε ότι οι άνδρες δεν κλαίνε και δεν θα έπρεπε να αφήνει κανένα να τον βλέπει να δακρύζει.
Ο πατέρας του, Πάουλ Άντονι Μπούρκε, ήταν ένας σκληρός άνθρωπος και του άρεσε να μοιάζει άτρωτος και ανίκητος. Ο Τρόι τον θαύμαζε για πολλά χρόνια. Όπως έχει παραδεχθεί σε συνέντευξη του ήταν ο βασιλιάς του μέχρι που κατάλαβε ότι ήταν εγκληματίας. «Όταν ήμουν παιδί, ήταν ο βασιλιάς μου, ο υπερήρωάς μου, ο Σούπερμαν, ο Γκοτζίλα και ο Μπάτμαν, όλα σε ένα. Ήταν ο τύπος που τα έφτιαχνε όλα. Ήταν ψηλός, μυώδης, η ζωή και η ψυχή κάθε πάρτι. Αλλά ήταν επίσης… καλά, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να το θέσω: ήταν εγκληματίας».
Μπαινόβγαινε στη φυλακή, έπινε, πήγαινε με άλλες γυναίκες, μάλωνε με όλους. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος πολλών. Δεν ντρεπόταν για τις πράξεις του και μάλιστα, ήταν εξαιρετικά εφευρετικός στις δικαιολογίες. Όταν ένα βράδυ πάλευε μαζί με τους αστυνομικούς έξω από το σπίτι και μπροστά στα μάτια των παιδιών του, τούς είχε πει ότι απλά έπαιζε με τους φίλους του ενώ πάντα φρόντισε να στέλνει καρτ ποστάλ από διάφορα μέρη του κόσμου όταν βρισκόταν πίσω από της φυλακής τα σίδερα.
Η μητέρα - ήρωας
Η μαμά του έκανε υπομονή για πολλά χρόνια. Φρόντισε να κρύβει την αλήθεια από τα παιδιά της και δούλευε σα σκυλί για να μη τους λείψει τίποτα. Έκανε δύο και τρεις δουλειές για να έχουν χρήματα και ένα πιάτο φαγητό στο τραπέζι. Έμαθε στα παιδιά της να είναι πειθαρχημένα, να πηγαίνουν στο σχολείο, να σέβονται τους ανθρώπους, να μην εκμεταλλεύονται τους άλλους και να κερδίζουν καθετί με τον ιδρώτα τους.
Έβλεπε τον άνδρα της να μη δίνει σημασία στην οικογένεια που δημιουργήσαν και απλά έκανε υπομονή πιστεύοντας ότι κάτι κάποτε μπορεί να άλλαζε. Ώσπου μια μέρα, ο κόμπος έφτασε στο χτένι, πήρε τα παιδιά της και έφυγε. Και επειδή ο Πάουλ ήταν ένας άνδρας που είχε ένα όνομα στην περιοχή για όλους τους λάθους λόγους, δεν ήθελε να είναι κοντά του. Βρήκε ένα σπίτι σε ένα ασφαλές σημείο και πίστευε ότι θα έκανε μια νέα αρχή.
Εκείνος, όμως, μετά από λίγες ημέρες και απίστευτο πρέσινγκ στα παιδιά, έμαθε που ήταν το νέο τους σπίτι και πήγε για… επίσκεψη. Το ανδρόγυνο συζήτησε ξανά τους λόγους που τους οδήγησαν στο χωρισμό αλλά ο Πάουλ μη μπορώντας να δεχθεί ότι τον παράτησε, σήκωσε το χέρι του και τη χτύπησε. Κάθε φορά που η μητέρα του Τρόι αρνιόταν να γυρίσει πίσω, εκείνος τη γρονθοκοπούσε. Ευτυχώς, ένας γείτονας κατάλαβε τι γινόταν εντός των τειχών και κάλεσε την αστυνομία. Η γυναίκα σώθηκε και εκείνος επέστρεψε στη φυλακή.
Δεν τη ενόχλησε όταν βγήκε. Ήθελε απλά να έχει επαφές με τα παιδιά του. Όταν ο Τρόι ήταν 23 ετών, ζήτησε να τον πάει στο νοσοκομείο γιατί ένιωθε άρρωστος. Ο γιατρός μετά από πολλές εξετάσεις, του ανακοίνωσε ότι έχει καρκίνο στον οισοφάγο. Ο πατέρας του έδειξε να μην το υπολογίζει και ζήτησε να τον πάει στην παμπ για να δει τους φίλους του.
Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν είχε αποκαλύψει σε κανέναν για την ασθένεια του και όταν τις τελευταίες δύο εβδομάδες χρειάστηκε να νοσηλευτεί, δεν πήγε στο νοσοκομείο. Ήθελε να μείνει στο σπίτι του και πριν «φύγει» είχε 10 λεπτά με τα αγαπημένα του πρόσωπα. Όταν ο Τρόι μπήκε στο δωμάτιο έκανε την πιο αληθινή κουβέντα μαζί του, όπως έχει αποκαλύψει, και μάλιστα, ο Πάουλ είχε ζητήσει από τον γιο του να τον συγχωρέσει. Ένιωθε ανακούφιση και ταυτόχρονα, τύψεις που δε στάθηκε όσο θα ήθελα δίπλα του.
Κατέληξε στη φυλακή
Όταν ο μπαμπάς του διαγνώσθηκε με καρκίνο, ο Τρόι έπεσε ψυχολογικά. Μπορεί να γνώριζε το κακό που είχε προκαλέσει στην οικογένεια του αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να έχει συναισθήματα για εκείνον. Ήταν ο πατέρας του και θα έφευγε από τη ζωή σύντομα. Δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει και κατέληξε στη φυλακή. Βγήκε έξω με τους φίλους του, ήπιε πολύ, συγκρούστηκε με ένα άτομο και το κλώτσησε στο πρόσωπο έξω από το μαγαζί. Η αστυνομία επενέβη και τον έστειλε στη φυλακή για 10 μήνες. Ένιωσε τόσο άσχημα αφού έκανε το αντίθετο από αυτά που του είχε μάθει η μητέρα του. Την έκανε να ντρέπεται για εκείνον.
Η φυλακή λειτούργησε ευεργετικά για εκείνον. Τον ανάγκασαν να κάνει αποτοξίνωση από το αλκοόλ, το οποίο είχε αρχίσει κρυφά για να μπορεί να ξεχνά ό,τι συνέβαινε στο σπίτι του, και να συναντά έναν σύμβουλο. Στην αρχή απλά έμοιαζε με στρείδι που δύσκολα θα άνοιγε. Δυσκολευόταν να δεχθεί ότι θα μπορούσε η ψυχοθεραπεία να τον βοηθήσει.
Κάποια στιγμή το πήρε απόφαση και αποφάσισε να δοκιμάσει. Άρχισε να μιλά για ό,τι τον προβλημάτιζε και όσο περνούσαν οι συνεδρίες ένιωθε πιο ελεύθερος. Η καρδιά του είχε ανοίξει, το μυαλό του επανέφερε όλες τις κακές μήνες και ο ψυχολόγος φρόντιζε να δίνει τις κατάλληλες απαντήσεις σε κάθε του ερώτηση. Το ταξίδι προς την αγάπη και την αποδοχή του εαυτού του είχε αρχίσει και ο Τρόι έδειχνε να συνεργάζεται ευχάριστα.
Ο άσος της Μπέρμιγχαμ συνεχίσει ακόμη τις συνεδρίες και έχει αποδεχθεί ότι δεν είναι κακό να είσαι αδύναμος μερικές φορές. Αναγνώρισε τα λάθη του, ζήτησε συγγνώμη από τους ανθρώπους που πλήγωσε και είναι ευγνώμων για όσα έχει πετύχει στη ζωή του και, κυρίως, ευχαριστεί καθημερινά το Θεό για όσους έμειναν δίπλα του. Ξέρει καλά ότι δεν ήταν εύκολα για εκείνους να «σβήσουν» τα λάθη του και να τον αγαπήσουν ξανά αλλά είναι χαρούμενος που έμειναν κοντά του και φροντίζει καθημερινά να τους αποδεικνύει ότι πήραν τη σωστή απόφαση. Είναι ο εαυτός του και με τους σωστούς ανθρώπους δίπλα του.