Δεν έφταιξε η κακιά η ώρα. Φταίει η κακιά η χώρα. Οχι μόνο για την τραγωδία των Τεμπών, αλλά για χίλιες δυο παθογένειες που ταλαιπωρούν καθημερινά το Ελλαδιστάν.
Με συγχωρείτε, αλλά δεν μπορώ να προσποιηθώ ότι το ξεπέρασα. Με το ζόρι κοιμάμαι δυο-τρεις ώρες και όλη τη μέρα έχω τα μαύρα μου τα χάλια. Δεν έχω πια το θάρρος να ανοίξω την τηλεόραση κι αν προσπαθήσω να δω κάτι άλλο, μήπως και ξεχαστώ, αισθάνομαι τύψεις. Δεν το αντέχω αυτό που έγινε στα Τέμπη. Δεν μπορεί να το σηκώσει ο οργανισμός μου. Δεν γίνεται να μην πονάω, δεν γίνεται να μη θυμώνω, δεν γίνεται να συγχωρήσω.
Προφανώς, δεν βρίσκω διάθεση να ασχοληθώ με οτιδήποτε άλλο, εκτός από όσα είναι υποχρεωτικό να γίνουν στην καθημερινότητα. Δεν έχει νόημα τίποτε ωραίο από όλα τα δευτερεύοντα στη ζωή, δεν μου επιτρέπω καν να ασχοληθώ με κάποιο χόμπι. Ναι, ο άνθρωπος ξεχνάει με το πέρασμα του χρόνου, γιατί αν δεν ξεχνούσε θα ήμασταν όλοι κλεισμένοι στα ψυχιατρεία, αλλά, που να πάρει η ευχή, είναι πάρα πολύ νωρίς για να ξεχάσω.
Με δεδομένη την επίγνωση για την ενοχή όλων των πολιτικών που κυβέρνησαν την Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια και με τη (μάταιη, φοβάμαι) ελπίδα ότι η απόδοση ευθυνών δεν θα περιοροστεί στον σταθμάρχη, προτιμώ να αραδιάσω δυο-τρεις σκέψεις για τις έμμεσες ευθύνες που έχουν οι προβεβλημένοι του δικού μας κλάδου, οι τηλεοπτικοί, κυρίως, μεγαλοδημοσιογράφοι και οι διεθυντάδες ενημέρωσης των μεγάλων καναλιών. Δεν μου χρειάζονται οι παλιότερες αλλεπάλληλες διαμαρτυρίες και καταγγελίες των εργαζόμενων στα τρένα. Μου αρκεί η τελευταία ανακοίνωση της ΔΕΣΚ Σιδηροδρομικών. Στις 7 Φεβρουαρίου 2023 εκδόθηκε. Και μιλούσε για “το δυστύχημα που έρχεται”.
Ευαισθητοποιήθηκε κανείς; Οχι. Ενδιαφέρθηκε κανείς; Οχι. Οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης και το υπουργείο Μεταφορών αδιαφόρησαν. Και τα δελτία ειδήσεων απαξίωσαν να ασχοληθούν, έστω για ένα λεπτό. Δεν “πουλούσε” το θέμα. Δεν θα “έγραφε” νούμερα. Κανείς δεν σκέφτηκε, βέβαια, ότι θα μπορούσαν τα κανάλια να σώσουν ζωές αν έδιναν στο ζήτημα τη διάσταση που του έπρεπε. Αν ΤΟΤΕ έκαναν τα ρεπορτάζ που κάνουν ΤΩΡΑ, για να αποκαλυφθούν εγκαίρως οι άθλιες συνθήκες και τα ανύπαρκτα μέτρα ασφαλείας κάτω από τα οποία κινούνται οι αμαξοστοιχίες.
Κανείς δεν θυμήθηκε ότι η δημοσιογραφία είναι λειτούργημα. Ωραίο να το λες και να βαυκαλίζεσαι ότι είσαι κάποιος σπουδαίος λειτουργός που υπηρετεί την κοινωνία, πολύ δύσκολο, όμως, να το εφαρμόζεις στην πράξη.
Θυμός για τη χώρα αλαλούμ, θυμός για τους πολιτικούς μας, θυμός για τον γενικότερο “ωχαδελφισμό”, θυμός για τις εταιρείες που εμπλέκονται στα τρένα, θυμός και για τον σταθμάρχη. Μέχρι εκεί όμως; Δεν έχει παραπέρα; Εχει και παραέχει. Θυμός και για τη δημοσιογραφία που ασκούν “νούμερα” τα οποία νοιάζονται μόνο για τα νούμερα. Δεν είναι δυνατόν να δίνουν βήμα στον κάθε “μπερδεμένο” για να... βρει ταίρι και στην κάθε “μπερδεμένη” για να πει τον πόνο της γιατί... χώρισε και όχι σε έναν κλάδο εργαζόμενων σε μέσο μαζικής μεταφοράς για να φωνάξει ότι κινδυνεύουν ανθρώπινες ζωές.
Ξέρουν πολύ καλά ότι σ' αυτήν την υπανάπτυκτη ακόμη χώρα, πολλά, μα πάρα πολλά, προβλήματα λύνονται μόνο όταν “βγουν” στην τηλεόραση. Μόνο τότε... τρομάζουν και ενεργοποιούνται οι αρμόδιοι, για να σώσουν το τομάρι τους και να διατηρήσουν την καρέκλα τους. Ενώ το ξέρουν, όμως, στις αγωνιώδεις καταγγελίες των σιδηροδρομικών υπαλλήλων αδιαφόρησαν και σιώπησαν. Δεν τους “ακούμπησε” καθόλου αυτό το “δυστύχημα που έρχεται”. Και σήμερα παριστάνουν, κατόπιν συμφοράς, τους ήρωες της ενημέρωσης και τους σταυροφόρους του εκσυγχρονισμού στον σιδηροδρομικό χώρο. Ντροπή...