του Θάνου Μπούζα
Ο ΠΑΟΚ κοντράρεται στη Δανία με την Μίντλαντ, μια ομάδα σχετικά νέα, χωρίς παράδοση και πολλούς τίτλους που ωστόσο τα τελευταία χρόνια έχει δυναμώσει και αναπτυχθεί ποδοσφαιρικά σημαντικά.
Αν είχαμε τον ΠΑΟΚ του 2018 πιστεύουμε ότι δεν θα είχε πρόβλημα. Επειδή όμως η ομάδα τις τελευταίες εβδομάδες άρχισε να βρίσκει τα πατήματά της , είναι σχεδόν άγνωστο το πως θα αντιδράσει απέναντι σε μια τέτοια πρόκληση. Σίγουρα το κίνητρο είναι τεράστιο. Το να προκριθείς στους 16 οποιασδήποτε ευρωπαϊκής οργάνωσης μετά από πολύ καιρό προσφέρει πολυποίκιλα ευεργετήματα τα οποία θα απολαύσει άμεσα η ομάδα του Δικεφάλου , οι οπαδοί της και η διοίκησή της.
Κατ’ αρχήν το πιο απτό είναι η οικονομική εισροή ενός σημαντικού κεφαλαίου από την πρόκριση που θα έχει ως συνεπακόλουθο το ευρωπαϊκό πριμ, τα τηλεοπτικά αλλά επιτέλους και τα εισιτήρια των αγώνων.
Το δεύτερο είναι η σημαντική άνοδος όχι μόνο στην Εθνική βαθμολογία αλλά και στην Ευρωπαϊκή βαθμολογία των ομάδων. Αυτό συνεπάγεται ότι στο μέλλον ο ΠΑΟΚ θα έχει πιο εύκολες κληρώσεις.
Φυσικά το μεγαλύτερο μπόνους της πρόκρισης αποκομίζουν οι φίλαθλοι οι οποίοι θα απολαμβάνουν ενίσχυση της ψυχολογίας τους, του γοήτρου ενώ θα διατηρήσουν τον ευρωπαϊκό στόχο μέσα στον Μάρτιο.
Βέβαια τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα. Η Μίντλαντ θα αντιμετωπίσει τον ΠΑΟΚ όπως περίπου τον αντιμετώπισε η ΑΕΚ στο πρώτο παιχνίδι της Τούμπας. Αυτός είναι ο τρόπος παιχνιδιού της. Δεν επιθυμεί την κυριαρχία αλλά την πίεση ψηλά προκειμένου να εκμεταλλευτεί τα λάθη του αντιπάλου. Ο Δικέφαλος στον πρώτο γύρο έδειξε ότι είναι επιρρεπής σ’ αυτά τα λάθη. Στα τελευταία 10 παιχνίδια έχει βελτιωθεί σε αυτό τον τομέα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε χρειάζεται πολύ δουλειά ακόμη. Απέναντί του είχε ομάδες Ελληνικές.
Σήμερα θα έχει μια πολύ πιο δυνατή, επιθετική στην πίεσή της ομάδα στην οποία πρέπει να ανταπεξέλεθει με καλή κυκλοφορία αλλά να μη διστάσει να απομακρύνει τη μπάλα όταν αυτό δεν του βγαίνει. Η έλλειψη του Κούρτιτς είναι ένα επιπλέον πρόβλημα κυρίως όμως στον εκτελεστικό τομέα , όπως έχει αποδείξει. Στον οργανωτικό και στην κυκλοφορία της μπάλας ο Σβαμπ δεν υπολείπεται σημαντικά. Ένα άλλο ζήτημα είναι αν θα ξεκινήσει -λογικά – ο Μπίσεσβαρ ή ο Μιτρίτσα.
Ο πρώτος μπορεί να δημιουργήσει φάσεις από του πουθενά, να κρατήσει και να κυκλοφορήσει τη μπάλα ενώ απασχολεί ένα και δυο αντιπάλους. Ο δεύτερος διανύει περίοδο φόρμας. Είναι «μανούλα» στον ανοιχτό χώρο και μπορεί να τρέξει την αντίπαλη άμυνα. Η δεύτερη επιλογή του Λουτσέσκου είναι Σίντκλεϊ η Βιερίνια. Ο πρώτος είναι πιο ταχυδυναμικός, ο δεύτερος έμπειρος με μακρινή μπαλιά και δυνατό σουτ. Θεωρούμε ότι σε δύσκολο και βρεγμένο τερέν θα πρέπει α μπουν παίκτες που αντέχουν και στη συνέχεια, αν χρειαστεί να εισέρθουν τα μεγάλα όπλα.
Υ.Γ. Ο ΠΑΟΚ που ελέγχει την ΕΠΟ αθώωσε τον Ματίγια για να παίξει την Κυριακή. Ή μήπως δεν είναι έτσι;