Τις
τελευταίες ημέρες δεν ακούμε τίποτε
άλλο εκτός από νέα μέτρα που λαμβάνονται
για την ανάσχεση της εξάπλωσης του
κορωνοϊού.
Το
δεύτερο κύμα της πανδημίας είναι εδώ
και εμφανίζεται τόσο απειλητικό που να
υποχρεώνει όλες της χώρες της Ευρώπης
να προετοιμάζονται για να μην πιαστούν
στον ύπνο, όπως έγινε με πολλές από αυτές
κατά την πρώτη φάση της πανδημίας.
Τότε
που η συνέπεια ήταν να καταρρεύσουν
συστήματα υγείας, να υποχρεωθούν οι
γιατροί να επιλέγουν ποιον θα σώσουν
και ποιον θα αφήσουν να πεθάνει, να
παρακολουθούμε τηλεοπτικά τις εκατόμβες
νεκρών.
Μπορεί
όλες οι χώρες να ξορκίζουν την πιθανότητα
νέων γενικών lockdown,
όμως,
τα περισσότερα από τα μέτρα που ήδη
υποχρεώνονται να λάβουν δείχνουν πόσο
τους φοβίζει το μέγεθος του προβλήματος
και πόσο πιθανή θεωρούν την ανάγκη λήψης
ακραίων περιοριστικών μέτρων.
Η
Γαλλία έχει απαγορεύσει την κυκλοφορία
σε εννέα πόλεις, μεταξύ των οποίων και
το Παρίσι, από τις 9 το βράδυ ως τις έξι
το πρωϊ και για τέσσερις εβδομάδες.
Στη
Μαδρίτη επιβλήθηκε κατάσταση έκτακτης
ανάγκης για 15 ημέρες.
Στην
Ολλανδία έκλεισαν όλα τα μπαρ, τα
εστιατόρια και οι καφετέριες για τέσσερις
εβδομάδες. Το ίδιο, πάνω-κάτω, συμβαίνει
και στο Βέλγιο.
Στην
Ιταλία είναι υποχρεωτική η χρήση μάσκας
σε εξωτερικούς χώρους σε όλη τη χώρα.
Παρόμοια
μέτρα υπάρχουν σε όλες τις χώρες της
Ευρώπης, οι οποίες, επίσης, άλλες σε
μικρότερο και άλλες σε μεγαλύτερο βαθμό,
επιβάλλουν (ή απευθύνουν ισχυρές
συστάσεις) την τηλεργασία στους
εργαζόμενους.
Η
κατάσταση είναι ανησυχητική και στη
χώρα μας. Βλέπουμε τον αριθμό των
κρουσμάτων να αυξάνεται, η σοβαρή νόσηση
και οι αυξημένοι κίνδυνοι να μην αφορούν
μόνο τις μεγάλες ηλικίες αλλά και τις
νεώτερες, τα κρούσματα να είναι κάθε
μέρα και περισσότερα στα σχολεία και
στον ερασιτεχνικό αθλητισμό.
Το
σύστημα υγείας έχει αρχίσει να δέχεται
πίεση και ο στόχος είναι -όσο ανοίγουν
και νέες ΜΕΘ, αυξάνονται οι κλίνες- να
αντέξει.
Αυτό,
όμως, είναι ένα στοίχημα. Δεν είναι μια
κατάσταση για την οποία η -οποιαδήποτε-
κυβέρνηση μπορεί να εγγυηθεί ότι μπορεί
να ανταποκριθεί, όσο μεγάλος κι αν είναι
ο αριθμός των βαριά νοσούντων και εχόντων
την ανάγκη της διασηλήνωσης.
Γι'
αυτό το ζήτημα, σε ό,τι αφορά στο ιατρικό
σκέλος, είναι πώς θα μειώσουμε τις
πιθανότητες ακραίας επιβάρυνσης του
συστήματος υγείας.
Πώς
θα διαχειριστεί το εθνικό σύστημα υγείας
και τα κρούσματα covid
και
τους χρονίως πάσχοντες (ευπαθείς ομάδες),
μακριά από τις δομές του, ώστε να
περιορίσει τη μετάδοση της νόσου.
Ο
ψηφιακός μετασχηματισμός και η
εξ
αποστάσεως διαχείριση ασθενών
Το
ξέρουμε καλά, από την πρώτη φάση της
πανδημίας, ότι η πρόσβαση στις πρωτοβάθμιες
μονάδες υγείας δεν θα είναι εύκολη,
σχεδόν θα αποκλείεται. Για την συντριπτική
πλειοψηφία των ασθενών.
Η
χώρα μας έκανε το τελευταίο εξάμηνο όχι
απλώς βήματα αλλά άλματα στον ψηφιακό
μετασχηματισμό της.
Είναι,
όμως, έτοιμη να διαχειριστεί εξ αποστάσεως
τα ύποπτα κρούσματα, τις ευπαθείς ομάδες;
Είμαστε
έτοιμοι, όταν δεν θα μπορεί -και πάλι-
ούτε ένα ύποπτο κρούσμα covid,
ούτε
ένας διαβητικός, υπερτασικός, καρδιοπαθής,
να επισκεφτεί το γιατρό του, να μπορεί
μέσα από ψηφιακές διαδικασίες να
επικοινωνήσει μαζί του και να λάβει
οδηγίες, να νιώσει, αν και εγκλωβισμένος
στο σπίτι, την ίδια ασφάλεια που θα
ένιωθε αν μπορούσε να πάει στο ιατρείο;
Για
να το θέσω πιο απλά: θα μπορεί ο κάθε
πολίτης, όπως ψηφιακά, πλέον, μέσα από
έναν υπολογιστή ή ένα κινητό τηλέφωνο,
καθισμένος στο σαλόνι του σπιτιού του,
ζητάει και λαμβάνει σε ένα λεπτό το
όποιο πιστοποιητικό ή δημόσιο έγγραφο,
να έχει με τον ίδιο τρόπο και ιατρικές
υπηρεσίες;
Ειδικά
-αλλά όχι μόνο- σε περιόδους όπως αυτή
που ζούμε, με τον κορωνοϊό και τα λιγότερο
ή περισσότερο αυστηρά μέτρα, εξαιτίας
των οποίων αφαιρείται από τους πολίτες
ακόμη και η δυνατότητα της εκ του σύνεγγυς
επικοινωνίας με τον γιατρό τους, ή η
πρόσβασή τους στα νοσοκομεία;