Δεν άργησε να επανέλθει στα κλασικά του στάνταρ. Χρειάστηκε τέσσερα ημίχρονα στα οποία παρουσιάστηκε αγνώριστος και να καταγράψει δύο εντός έδρας ήττες, για να γίνει ο
Αρης που του πρώτου γύρου.
Οπως και στο δεύτερο ημίχρονο της αναμέτρησης με τον Παναθηναϊκό, έτσι και κόντρα στον Αστέρα, το σύνολο του Μάντζιου εμφάνισε αρκετές από τις αρετές του. Πρέσινγκ σε διάφορα σημεία του γηπέδου, διαρκής κίνηση των μεσοεπιθετικών του και άξονας, ο οποίος απορροφούσε όποια επιθετική ενέργεια επιχειρούσε ο αντίπαλος. Οι πλάγιοι μπακ είχαν ελάχιστη πίεση, αλλά συνέχιζαν να προσέχουν τα νώτα τους και κέντρο άμυνας, το οποίο κρατούσε... αποστάσεις και λειτουργούσε ως το δεύτερο ανάχωμα στα μετόπισθεν.
Ο στατικός Αρης του πρώτου ημιχρόνου με έλλειψη έμπνευσης ακόμη και διάθεσης, για να βάλει γκολ, έδωσε τη θέση του στον Αρη, ο οποίος έπαιξε για τη νίκη, αλλά και για το σκορ πρόκρισης, γιατί μιλάμε για επαναληπτικό στο Κύπελλο.
Ο Γκάμα δεν ένιωθε μόνος, όπως σε άλλα ημίχρονα. Ο Σίλβα ανακάτεψε τους αντιπάλους, αποτέλεσε τον έξτρα παίκτη μπροστά και η είσοδος των Μπερτόγλιο και Μαντσίνι, απλώς, “έδεσε” στην κατάλληλη χρονική στιγμή.
Εάν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η ομάδα της Τρίπολης ήρθε με πολλές αλλαγές. Ακόμη και ο νεανικός Παναθηναϊκός του Μπόλονι έχει να δώσει περισσότερα από τον χθεσινό Αστέρα, γι' αυτό και η σύγκριση δεν είναι απόλυτη.
Το γεγονός είναι ότι οι “κιτρινόμαυροι” εμφάνισαν κομμάτια του εαυτού τους, που είναι πλέον... γνωστά, αλλά εξαφανίστηκαν κόντρα στα πρόσφατα ντέρμπι του Χαριλάου, αποτελεί ενθαρρυντικό δείγμα σταθεροποίησης. Αρκεί να περιοριστούν τα νεκρά διαστήματα, η ανούσια κατοχή και η δυστοκία στη δημιουργία, αλλά και το τελείωμα φάσεων.