Υπό κανονικές συνθήκες, η νίκη του Άρη επί του Παναθηναϊκού στο ΟΑΚΑ, συνιστά είδηση, καθώς πέρασαν 13 χρόνια από το τελευταίο διπλό των «κιτρινόμαυρων». Επειδή βρισκόμαστε, όμως, στο 2020, είδηση θα ήταν αν οι Θεσσαλονικείς δεν επικρατoύσαν του αντιπάλου τους.
Θα ήταν αφύσικο, από κάθε άποψη, αν ο Άρης δεν έφευγε νικητής από το Ολυμπιακό Στάδιο. Ωστόσο, οι παίκτες του Άκη Μάντζιου προσπάθησαν να κάνουν τη ζωή τους δυσκολότερη, σεβόμενοι περισσότερο απ' ό,τι άρμοζε το σύνολο του Ντάνι Πογιάτος.
Στο πρώτο ημίχρονο, οι φιλοξενούμενοι προσάρμοσαν το παιχνίδι στα μέτρα τους, συγκεντρώθηκαν στην επίτευξη γκολ και το κατάφεραν, χωρίς να πιεστούν ιδιαίτερα. Οι πάντες, εντός και εκτός γηπέδου, έβλεπαν ότι η πίεση βάραινε -υπέρμετρα- τους παίκτες της αθηναϊκής ομάδας, οι οποίοι ήθελαν έναν... τσακ, για την ολική κατάρρευση.
Παρόλα αυτά, ο Άρης λες και είχε διάθεση να χαριστεί τη... χαριστική βολή και έπαιζε με τη φωτιά σε όλο το δεύτερο ημίχρονο. Η τακτική της παραχώρησης κατοχής και γηπέδου είναι κατανοητή ως έναν βαθμό. Κι όμως σε αυτόν τον Παναθηναϊκό δεν υπάρχει λόγος ούτε για φόβο, ούτε για αίσθημα κατωτερότητας. Ανά πάσα στιγμή, οι Θεσσαλονικείς κινδύνευαν να δώσουν δικαίωμα αμφισβήτησης της υπεροχής τους και απορρόφησαν το άγχος των γηπεδούχων, αντί να κρατήσουν και να κυκλοφορήσουν μπάλα, πατώντας στην περιοχή του Διούδη. Γκάμα, Γκαρσία, Τζέγκο και Σάσα δεν πήραν μπάλα στα πόδια του, με αποτέλεσμα οι ίδιοι και οι συμπαίκτες τους να αναλωθούν σε τεστ των αμυντικών τους αντοχών.
Έστω και με την ψυχή στο στόμα, έφυγε με τους τρεις βαθμούς, γιατί επέβαλε την τακτική του για μισό παιχνίδι. Και απέναντι στον προβληματικό Παναθηναϊκό αποδείχθηκε αρκετή, γιατί το τριφύλλι έχει να λύσει ουκ ολίγα εσωτερικά ζητήματα, τα οποία ήταν γνωστά και πριν τη σέντρα. Η βάση, για την επανέναρξη του Πρωταθλήματος, είναι οι 10 βαθμοί και κυρίως το γεγονός ότι ο Αρης γίνεται ομάδα, αποκτά αγωνιστική συνείδηση και ο κάθε ποδοσφαιριστής αρχίζει να αντιλαμβάνεται τι πρέπει να κάνει στο χορτάρι.