«Με τον Ντιέγκο πάω στην άκρη του κόσμου, με τον Μαραντόνα δεν κάνω ούτε βήμα». Αυτά είναι τα λόγια του προσωπικού του γυμναστή και φίλου του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, όταν ήταν παίκτης της Νάπολι.
Πριν από ένα χρόνο ο Ντιεγκίτο άφησε την τελευταία του πνοή, την Πέμπτη 25 Νοεμβρίου του 2020, "σκορπίζοντας" δάκρυα θλίψης σε όλους του φίλους του ποδοσφαίρου αλλά και του παγκόσμιου αθλητισμού.
Ντιέγκο ή Μαραντόνα. Θεός ή θνητός. Αυτά είναι και τα δύο διλήμματα που απασχόλησαν πολλούς ανθρώπους του παγκόσμιου αθλητισμού, αλλά και απλούς οπαδούς.
Ξεκίνησε ως Ντιέγκο...
Σε ηλικία μόλις 15 ετών ο Αργεντινός άσος υπογράφει στην Αρχεντίνος Τζούνιορς. Το συμβόλαιο του περιλάμβανε και ένα σπίτι στην πρωτεύουσα της χώρας, στο Μπουένος Άιρες. Αυτό ήταν τότε και το πρώτο μέλημα που είχε στο μυαλό του. Να βρει ένα σπίτι για την οικογένεια του. Να τους πάρει επιτέλους από την παράγκα του Φιορίτο.
Στην ηλικία εκείνη ο Ντιέγκο φρόντιζε την 7μελη οικογένειά του. Ένα βάρη φορτίο για ένα νεαρό παιδί. Αλλά δεν τον ανάγκασαν, μόνος του το επέλεξε, δείχνοντας το δυναμικό χαρακτήρα που είχε από μικρή ηλικία.
Η Ευρώπη "δημιούργησε" τον Μαραντόνα
Το ταξίδι που έκανε για την Ευρώπη το 1982, για να φορέσει τη φανέλα της Μπαρτσελόνα, ήταν η αρχή της "περσόνας" του Μαραντόνα.
Τα δύο χρόνια στη Βαρκελώνη για πολλούς είναι ασήμαντα για τον μύθο γύρω από το όνομά του, αλλά εκεί έγινε η αρχή του κακού. Εκεί δοκίμασε για πρώτη φορά την "άσπρη σκόνη".
Η μετακίνησή του δύο χρόνια αργότερα στην πόλη που λατρεύτηκε σαν θεός, έμελλε να είναι η "ανύψωσή" του και η "καταστροφή" του. Ο ίδιος στα λόγια του προσωπικού του γυμναστή - στην αρχή του κειμένου - του απάντησε: «Αν δεν ήταν ο Μαραντόνα ο Ντιέγκο δεν θα ήταν εδώ τώρα».
Η Νάπολι ήταν ο ιδανικός προορισμός
Στην νότια Ιταλία τότε και ειδικά στη Νάπολι έψαχναν τον άνθρωπο που θα τους βγάλει από τη μιζέρια και θα σταματήσει μια για πάντα τα ρατσιστικά και υβριστικά συνθήματα που ακούγονταν για εκείνους τότε. Ο Μαραντόνα, όπως αποδείχτηκε, ήταν ο ιδανικός άνθρωπος. Ένα φτωχοπαίδι που έχει ζήσει τις κακουχίες της ζωής ταυτίστηκε πλήρως με την πόλη και το λαό της. Αυτή υπερβολική αγάπη όμως τον οδήγησε σε δρόμους δύσβατου,ς όπως έδειξε και η ιστορία.
«Παράδεισος και φυλακή μαζί»
Τις σεζόν 1986 και 1987 ο Μαραντόνα έζησε στιγμές που κανένας ποδοσφαιριστής δεν μπορούσε, μέχρι εκείνη την εποχή, να ονειρευτεί. Κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο με τη χώρα και έβαλε στον ποδοσφαιρικό χάρτη την ασήμαντη τότε Νάπολι με την κατάκτηση του πρωταθλήματος Ιταλίας.
Ο κόσμος παραληρούσε στο πέρασμα του. Δημοσιογράφοι έτρεχαν για μια του δήλωση, οπαδοί για ένα αυτόγραφο ή έστω ένα άγγιγμα από το "Θεό" του ποδοσφαίρου. Ο ίδιος είχε δηλώσει τότε: «Δεν είχα ονειρευτεί πότε πώς θα ζούσα τέτοιες στιγμές στη ζωή μου. Ευχαριστώ το Θεό».
Αρκετά χρόνια αργότερα, όμως, σε μια συνέντευξη του σε μέσο της Αργεντινής είπε για εκείνα τα χρόνια: «Δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι μου, δεν μπορούσα ούτε θέατρο να πάω. Όποτε έβγαινα από το σπίτι μου οι δρόμοι έκλειναν, ακόμη και όταν έβγαινα στο μπαλκόνι μου είχε από κάτω δημοσιογράφους». Η κοκαΐνη για εκείνον ήταν ουσιαστικά η διέξοδός του. Όταν γυρνούσε σπίτι κάτω από την επιρροή των ναρκωτικών δεν μπορούσε να κοιτάξει στα μάτια τις κόρες του, γιατί φοβόταν όπως είχε πει. Η παραδεισένια ζωή που ζούσε ήταν ουσιαστικά κλειδωμένη σε ένα κελί φυλακής.
Το Μουντιάλ 1990
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο 1990 στην Ιταλία ο "Θεός" Μαραντόνα γίνεται ένας προβοκάτορας, ένας εγκληματίας. Ο ημιτελικός ανάμεσα στην Αργεντινή και την Ιταλία στο γήπεδο της Νάπολι, στο Σαν Πάολο, ήταν
για εκείνον μια ευκαιρία ώστε ο κόσμος της νότιας Ιταλίας, στέλνοντας ένα μήνυμα στην αδιαφορία της κυβέρνησης. Οι δηλώσεις δίχασαν τη χώρα. Ο αποκλεισμός της Εθνικής Ιταλίας ήταν το κερασάκι στη τούρτα.
Τα μέσα της χώρας την επόμενη κιόλας μέρα τον αποκαλούσαν "Εωσφόρο". Από αγαπημένο παιδί της διοίκησης έγινε το "μαύρο πρόβατο". Η Καμόρα που τον είχε σκεπάσει τότε κάτω από τις "φτερούγες" της, τον άφησε ξεκρέμαστο απέναντι στην αστυνομία. Η σύλληψη του δεν άργησε. Τα αποθεωτικά συνθήματα έγιναν ύβρεις και οι μαύρες σελίδες στην καριέρα, αλλά και στην ζωή του Ντιέγκο Μαραντόνα άρχισαν να γράφονται.
Η προφητεία
«Αν έπρεπε να φτιαχτεί ένα άγαλμα για την ψυχή του Αργεντίνικου ποδοσφαίρου, αυτό θα έπρεπε να είναι ένα παιδί με βρώμικο πρόσωπο, μια χαίτη μαλλιών που κάνει επανάσταση απέναντι στη χτένα.
Με ευφυή, λαμπερά, απατεωνίστικα μάτια, που σε ξεγελούν και ένα λαμπερό βλέμμα που φαίνεται να υπαινίσσεται ένα γεμάτο γέλιο που δεν καταφέρνει να σχηματιστεί στο στόμα του, γεμάτο από μικρά δόντια που μπορεί να φθαρούν αν φάνε χθεσινό ψωμί.
Το παντελόνι του είναι γεμάτο με ραμμένα μπαλώματα, η φανέλα του με τις ρίγες της Αργεντινής, με πολύ χαμηλό λαιμό και με πολλές τρύπες που τις έχουν φτιάξει τα αόρατα ποντίκια της χρήσης.
Τα γόνατά του γεμάτα με τις κηλίδες πληγών που τις έχει απολυμάνει η μοίρα. Είναι χωρίς παπούτσια ή με παπούτσια των οποίων οι τρύπες στα δάχτυλα των ποδιών υποδηλώνουν ότι έχουν φτιαχτεί με υπερβολική χρήση.
Η στάση του πρέπει να είναι χαρακτηριστική. Πρέπει να φαίνεται σαν να ντριμπλάρει με μια μπάλα από κουρέλια».
Αυτό το κείμενο είναι γραμμένο το 1928 από τον Ουρουγουανό συντάκτη Μποροκότο. Στις 30 Οκτωβρίου 1960 η Ντάλμα Σαλβαδόρα Φράνκο φέρνει στη ζωή ένα αγοράκι και το άγαλμα του Μποροκότο παίρνει σάρκα και οστά. Και ονομάζεται Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα.