Μεταξύ άλλων, ο καθηγητής εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο γίνονται οι έλεγχοι ντόπινγκ στους αθλητές, ξεκαθαρίζοντας ότι: «Δεν γνωρίζουμε ποιος είναι ο ποδοσφαιριστής, διότι η εξέταση ενός δείγματος είναι άκρως μυστική. Δεν μπορεί να διαρρεύσει και το γνωρίζουν μόνο αυτοί που εξετάζουν το δείγμα. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν γνωρίζουμε ποιος είναι ο ποδοσφαιριστής και αν όντως υπάρχει θετικό δείγμα. Αν δεν έχει ενημερωθεί η ΕΠΟ, δεν σημαίνει επίσης πως δεν υπάρχει θετικό δείγμα. Απλά η διαδικασία είναι πολύπλοκη και εξαρτάται πόσο χρόνο θα διαρκέσει αυτή η εξέταση.
Το δεύτερο δείγμα θα εξεταστεί μόνο και εφόσον το ζητήσει ο αθλητής και εφόσον το πρώτο δείγμα είναι θετικό. Αν δεν το ζητήσει θεωρείται ότι υπάρχει ενοχή και το αποδέχεται».
Παράλληλα, για την διαρροή ονομάτων που προέκυψαν, δήλωσε πως: «Όταν υπάρχει σπίλωσης ενός ονόματος που δεν βρίσκεται μέσα στους ελέγχους ή δεν έχει βγει θετικό, πρέπει σίγουρα να υπάρχει ένα ξεκαθάρισμα. Αλλά σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να γίνονται ανακοινώσεις γιατί ακολουθεί μια συγκεκριμένη διαδικασία.
Εφόσον ο ποιοτικός έλεγχος δείξει ότι υπάρχει θετικό δείγμα, ακόμη και αν είναι ελάχιστη η ποσότητα, το εργαστήριο οφείλει να ενημερώσει άμεσα την Εθνική Ομοσπονδία αλλά και τον ίδιο τον ποδοσφαιριστή. Όταν ενημερώνεται, του δίνεται η δυνατότητα να εξεταστεί το δεύτερο δείγμα με κόστος που επιβαρύνεται ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής.
Αν εξεταστεί και το δεύτερο, ξεκινούν οι διαδικασίες. Η ποινή είναι τα 4 χρόνια, αν όμως αποδειχθεί ο αθλητής δεν είχε πρόθεση, πέφτει 2 χρόνια. Αν πάλι έχει κάνει χρήση κάποιου μολυσμένου τροφίμου, πρέπει ο αθλητής να αποδείξει ότι έκανε τα κατάλληλα βήματα και δεν γνώριζε. Αυτή είναι μια πολύπλοκη διαδικασία».