Τα όσα εξαγγέλθηκαν τις προηγούμενες ημέρες για την εξάλειψη της βίας από τους αθλητικούς χώρους, δεν προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση. Ακόμη και στους ανυποψίαστους οι οποίοι ασχολούνται επιδερμικά με το ποδόσφαιρο. Και δεν προκάλεσαν αίσθηση για τον απλούστατο λόγο ότι τα μέτρα μοιάζουν με ξαναζεσταμένη σούπα. Απλώς αυτή τη φορά έβαλαν περισσότερα καρυκεύματα. Λόγω των γιορτών και των κοινωνικών συναθροίσεων, μπήκε αρκετές φορές ως θέμα συζήτησης το «πού βαδίζει η βία στους αθλητικούς χώρους;»
Στο ερώτημα που δεν μπόρεσα να απαντήσω ήταν «γιατί τα τελευταία 15 χρόνια δεν εφαρμόστηκαν οι υπάρχοντες νόμοι;». Νόμοι υπήρχαν, όπως και κάμερες στους αθλητικούς χώρους. Κανείς όμως, ούτε φυσικά και η σημερινή κυβέρνηση, δεν έβαλε ως θέμα το γιατί δεν εφαρμόστηκε το μέτρο της βιντεοσκόπησης των κερκίδων κατά τη διάρκεια των αγώνων. Ούτε ψέλλισαν τη δυσφορία τους. Από εκεί ξεκινάει η δυσπιστία του κόσμου για την αποτελεσματικότητα των νέων μέτρων. Υπάρχει και μία άλλη μερίδα του κόσμου που πιστεύει ότι όλα γίνονται για επικοινωνιακούς λόγους από την κυβέρνηση, ώστε να πεισθεί η αθλητική κοινωνία ότι δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Αρα το ζήτημα που μπαίνει είναι η εφαρμογή των μέτρων, καθώς πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο της αδράνειας ή της αλλά καρτ εφαρμογής τους.
Το ποδόσφαιρο της Τουρκίας ήρθε προσφάτως στην επικαιρότητα, λόγω του ξυλοδαρμού διαιτητή από ιδιοκτήτη ομάδας. Καμία έκπληξη, καθώς και στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου υπάρχουν παρόμοια γεγονότα.
Ο πρώην πλέον πρόεδρος της Ανκαραγκουτσού, Φαρούκ Κοτζά, μπήκε στον αγωνιστικό χώρο και γρονθοκόπησε τον διεθνή τούρκο διαιτητή, Χαλίλ Ουμούτ Μελέρ. Ο Κοτζά, είναι ένας από τους πλουσιότερους παράγοντες της τουρκικής Super League, έχει κατορθώσει να μετατρέψει έναν άσημο σύλλογο στον πέμπτο δημοφιλέστερο στη χώρα, πίσω από τους τρεις «μεγάλους» της Κωνσταντινούπολης και την πρωταθλήτρια, Τραμπζονσπόρ. Και ο Μελέρ ανήκει στην κατηγορία των «ελίτ» διαιτητών της UEFA.
To Πρωτάθλημα της Τουρκίας είχε πολλές εντάσεις τον τελευταίο καιρό, γιατί οι παράγοντες δυναμίτιζαν το κλίμα με δηλώσεις σε βάρος των διαιτητών.
Ο Κοτζά είχε δηλώσει σε τηλεοπτική του συνέντευξη, έπειτα από ήττα της ομάδας του, ότι οι διαιτητές «θα αντιμετωπίσουν αντιδράσεις που δεν έχουν, καν, φανταστεί». Σχεδόν όλα τα club συνήθιζαν να στοχοποιούν αξιωματούχους των αγώνων που κατά τη γνώμη τους έκαναν σε βάρος τους λάθη.
Και δεν ήταν μόνο αυτό. Οι Τούρκοι παράγοντες ακολουθούσα τη συνταγή των Ελλήνων συναδέλφων τους.
Η Γαλατασαράι δημοσιοποίησε τους αγώνες που αδικήθηκε η ομάδα από τους διαιτητές και τα media, αναλόγως με την «απόχρωση» τους έψαχναν όλο το παρελθόν των διαιτητών και επένδυαν σε θεωρίες συνομωσίας προς τέρψιν των οπαδών.
Υπάρχει όμως μία μεγάλη διαφορά που έχει να κάνει με τον τρόπο που αντέδρασαν οι γείτονες μετά τον ξυλοδαρμό του διαιτητή.
Ο δράστης πρόεδρος συνελήφθη επί τόπου, μαζί με άλλα δυο στελέχη της Ανκαραγκουτσού.
Η τουρκική αστυνομία τον μετέφερε στο νοσοκομείο γιατί ισχυρίστηκε ότι δεν ένιωθε καλά και να τον έθεσε υπό περιορισμό στο δωμάτιο όπου νοσηλεύτηκε. Κι όλα αυτά παρότι ο Φαρούκ Κοτζά είναι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στη χώρα, πρώην βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος, ιδρυτικό μέλος του και παλιός φίλος του προέδρου της Τουρκίας. Σύμφωνα με τουρκικά media, πρόσφατα του είχε παραχωρήσει το σπίτι στο οποίο διέμενε, προτού εγκατασταθεί στο προεδρικό μέγαρο.
Η Ανκαραγκουτσού δεν έψαξε για δικαιολογίες και ελαφρυντικά. Το ίδιο βράδυ εξέδωσε ανακοίνωση, με την οποία απολογήθηκε για την απαράδεκτη συμπεριφορά του προέδρου της. Επίσης οι αντίπαλοί της δεν έσπευσαν να την κατηγορήσουν, ούτε διαμαρτυρήθηκαν για την προσωρινή διακοπή του τουρκικού Πρωταθλήματος, που θα επηρεάσει και εκείνους. Επειδή αντιλήφθηκαν αυτό που σοφά ανέφερε στην ανακοίνωσή της η τουρκική ομοσπονδία. Ότι «οι ανεύθυνες δηλώσεις προέδρων συλλόγων, διευθυντών, προπονητών και τηλεοπτικών σχολιαστών που στοχοποιούν τους διαιτητές, άνοιξαν το δρόμο για αυτήν την άθλια επίθεση».
Η άνθρωποι του Τουρκικού ποδοσφαίρου έδειξαν τα πρέποντα αντανακλαστικά, προκειμένου να προστατεύσουν την τιμή του ποδοσφαίρου τους, καθώς εκτός των άλλων διεκδικούν και το Euro 2023. Δεν λογάριασαν το οικονομικό μέγεθος και τις υψηλές γνωριμίες του δράστη γιατί πάνω απ’ όλα αξία έχει το ποδοσφαιρικό προϊόν. Στην Ελλάδα όμως;