Είναι εξαιρετικά ευέλικτος λόγω της ικανότητας του να χρησιμοποιεί και τα δύο πόδια και ιδιαίτερα αποτελεσματικός σε διάφορες επιθετικές καταστάσεις. Κάποιες φορές παραβλέπει την καλή θέση των συμπαικτών του λόγω της έντονης επιθυμίας του να σκοράρει και παίρνει τη φάση πάνω του.
Είναι γρήγορος και δυνατός. Δε διστάζει να δοκιμάσει το πόδι του και παρότι το δεξί είναι το καλό του και το αριστερό μπορεί να κάνει τη ζημιά. Είναι άσος στο ένας εναντίον ενός, κρατά μπάλα και διευκολύνει τον εαυτό του και τους συμπαίκτες του.
Ο Σέρζε Γκνάμπρι είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση ποδοσφαιριστή και μπορεί να γίνει ο άσος στο μανίκι κάθε προπονητή.
Θεωρεί ότι το ποδόσφαιρο είναι το πιο σημαντικό ασήμαντο πράγμα στη ζωή και έχει αφιερώσει κάθε λεπτό της σε αυτό. Ο Βενγκέρ αποτέλεσε ένα δάσκαλο για εκείνον, όπως και ο Μερτεζάκερ. Ο τραυματισμός του σε νεαρή ηλικία ήταν ένα χαστούκι που τον ενεργοποίησε και τον ανάγκασε να δει την αλήθεια και να γνωρίσει τον εαυτό του.
Οι δύο ταυτότητες και ο «τεμπέλης»
Ο πατέρας του κατάγεται από την Ακτή Ελεφαντοστού και μετακόμισε ως νέος στη Γερμανία αναζητώντας καλύτερες προοπτικές για τη ζωή του. Εκεί γνώρισε τη μητέρα του Γκνάμπρι και δημιούργησαν μια όμορφη οικογένεια. Ο μπαμπάς του ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος. Απλός και περήφανος για την καταγωγή του. Δεν έχασε την επαφή του με τις ρίζες του ποτέ. Κάθε μέρα μιλούσε με τα αδέρφια και τους συγγενείς του στην πατρίδα τηλεφωνικά και προέτρεπε και τα παιδιά να κάνουν το ίδιο. Μάλιστα, ο Γκάνμπρι θυμάται: «οπότε μιλούσα στο τηλέφωνο του σπιτιού με τη σύντροφό μου, εκείνος έμπαινε στην κρεβατοκάμαρά μου και έλεγε «Σερζ, κλείσε το τηλέφωνο! Θα σου τηλεφωνήσει η θεία σου!».
Η διαμονή στη Γερμανία δεν ήταν εύκολη για τον πατέρα του. Εκτός από τη νοσταλγία και το κενό που ένιωθε μακριά από το «σπίτι» του, φοβόταν τις αντιδράσεις των άλλων ανθρώπων. Από μικρή ηλικία έλεγε στα παιδιά του ότι έπρεπε να κάνουν περισσότερα από όλους τους άλλους λόγω του χρώματος του δέρματος τους. Ο μπαμπάς του, όπως αποκάλυψε σε συνέντευξη, του έλεγε πάντα, «Αν θέλεις να σε αποδεχτούν, πρέπει να τους δείξεις ότι θα δουλέψεις δύο φορές περισσότερο. Δεν μπορείς ποτέ να τους αφήσεις να νομίζουν ότι είσαι τεμπέλης». Ωστόσο, ο Γκνάμπρι μεγάλωσε σε ένα μικρό χωριό έξω από τη Στουτγκάρδη. Οι άνθρωποι ήταν φιλικοί και ευγενικοί μαζί τους. Ποτέ δεν τους έκαναν να νιώσουν διαφορετικοί. Ο πατέρας του ήθελε να τον προετοιμάσει για τον «έξω» κόσμο.
Η πρώτη συνάντηση με Βενγκέρ και η BMW που γυάλιζε
Όντας μόλις 16 κλήθηκε να αφήσει πίσω του τη ζωή του στη Γερμανία και να μεταβεί στο Νησί. Αποχαιρέτησε το χωριό περίπου 6000 κατοίκων, όπου μεγάλωσε, και άνοιξε την πόρτα της Άρσεναλ. Έκανε το ταξίδι αυτό παρέα με τους γονείς του και οι εκπλήξεις άρχισαν αμέσως μετά την προσγείωση. Ένας «περίεργος» τύπος με κοστούμι και μια μαύρη γυαλιστερή BMW τους περίμεναν. Όπως έχει παραδεχθεί ο ίδιος: «Σίγουρα στη Γερμανία έχουμε πολλές BMW αλλά αυτή ήταν τόσο μαύρη και έλαμπε. Κοίταξα τη μαμά μου και της είπα ότι φαίνεται σα να παίζουμε σε ταινία».
Φτάνοντας στα γραφεία του αγγλικού συλλόγου είχε άγχος. Ήξερε ότι πίσω από την κλειστή πόρτα που έβλεπε τον περίμενε ο Αρσέν Βενγκέρ και το βήμα αυτό ήταν η αρχή της καριέρας που ονειρευόταν. Μπαίνοντας στο γραφείο συνάντησε τον έμπειρο προπονητή και πραγματικά εξεπλάγην. Ο Βενγκέρ τον καλωσόρισε σα να ήταν παιδί του, τον αποκάλεσε με το μικρό του όνομα και ο Γκνάμπρι δεν μπορούσε να σταματήσει να χαμογελά. «Καλώς ήρθες, Σερζ, πώς είσαι», μου είπε και δεν μπορούσα να σταματήσω να χαμογελάω. Έλεγα από μέσα μου σταμάτα να χαμογελάς, έχεις γίνει ρεζίλι αλλά απλά δεν μπορούσα. Τα γόνατά μου είχαν κοπεί. Μάλλον δεν είπα πάνω από 10 λέξεις σε όλη τη συνάντηση. Απλώς σκεφτόμουν, Θεέ μου, ο Αρσέν Βενγκέρ ξέρει πραγματικά το όνομά μου».
Ο Γάλλος πέρασε αρκετές ώρες με το νέο μεταγραφικό απόκτημα της ομάδας συζητώντας μαζί του και δίνοντας του συμβουλές. Του εξήγησε ότι ο διάδρομος που χωρίζει το χώρο της ομάδας Νέων από εκείνον της πρώτης είναι μικρός και εκείνος παρακολουθεί τα πάντα. Έτσι, του συνέστησε να δουλεύει σκληρά, να υπακούει τους προπονητές και να βελτιώνεται καθημερινά γιατί «για να φτάσεις στην άλλη πλευρά του διαδρόμου, πρέπει να δουλέψεις διπλά». Ο Γκνάμπρι ένιωθε σα να μιλούσε με τον πατέρα του και δέθηκε άμεσα μαζί του.
Τον άκουγες στο άλλο δωμάτιο να μιλάει γαλλικά και να γελάει όλη τη νύχτα. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς πρέπει να ήταν για εκείνον. Έτσι, όταν έχεις αυτή την εμπειρία να είσαι μετανάστης από τη γενιά του, είναι διαφορετική νοοτροπία. Ένα από τα πράγματα που μου είπαν οι γονείς μου όταν ήμουν νέος ήταν ότι έπρεπε να κάνω πάντα περισσότερα από όλους τους άλλους λόγω του χρώματος του δέρματός μου.
Η επιμονή του πατέρα να ντριμπλάρει, ο Μερτεζάκερ και η απότομη προσγείωση
Έδειξε την αγάπη του για τη στρογγυλή θεά από μικρή ηλικία. Για έξι χρόνια, από τα εννέα ως το 15 του, ο πατέρας του τον πήγαινε στο προπονητικό κέντρο του χωριού, όπου είχε ένα μικρό τεχνητό γήπεδο, και τον έβαζε να κάνει ντρίμπλες στην άκρη της περιοχής, να κόβει προς τα μέσα και να σουτάρει. Του έλεγε ότι αν μάθαινε να το κάνει αυτό σωστά, τόσα είχε το γκολ στο τσεπάκι του. Πολλές φορές έφερε αντιρρήσεις αλλά σήμερα νιώθει ευγνώμων για την υπομονή και την επιμονή του μπαμπά του γιατί η κίνηση αυτή είναι εκείνη που τον χαρακτηρίζει.
Φεύγοντας από τη Γερμανία, άφησε τον πατέρα του πίσω αλλά ένας άλλος «γονιός» βρέθηκε στο διάβα του. Ανοίγοντας την πόρτα της Άρσεναλ βρήκε ένα νέο «αδερφό» να τον συμβουλεύει. Ο Περ Μερτεζάκερ ήταν σκληρός μαζί του και συνεχώς τον προέτρεπε να κάνει υπομονή, να είναι ταπεινός και να δουλεύει. Σε κάθε προπόνηση πήγαινε δίπλα του και του έλεγε: «Σερζ, θυμήσου από πού έρχεσαι! Είσαι από τη Στουτγάρδη! Ταπεινότητα, ταπεινότητα, ταπεινότητα! Σερζ, νομίζεις ότι είσαι ΚΑΛΑ τώρα, ε; Πρέπει να είσαι ταπεινός!».
Ο έμπειρος αμυντικός ήξερε πόσο γρήγορα αλλάζουν όλα. Γνώριζε καλά πως τη μια μέρα είσαι 15 και ζητάς χρήματα από τους γονείς σου και την άλλη είσαι 18 και βγάζεις περισσότερα χρήματα από όλη την οικογένεια. Δεν ήθελε να πάρουν αέρα τα μυαλά του μικρού αλλά δεν τα κατάφερε και τόσα καλά. Όταν ο Γκνάμπρι βρέθηκε στην πρώτη ομάδα και ο πρώτος μεγάλος μισθός μπήκε στο λογαριασμό του, άρχισε να ξοδεύει σα να μην υπήρχε αύριο. Αγόραζε νεσεσέρ 600 λιτών, αστραφτερά Christian Louboutins και Rolex. H περιττή κατανάλωση προβλημάτισε τους γονείς του, οι οποίοι έκαναν μια κουβέντα μαζί του. Του εξήγησαν ότι η κατάσταση αυτή μπορεί να ήταν προσωρινή, ότι δεν θα έβγαζε πάντα τόσα χρήματα και ότι ήταν αναγκαίο να μείνει προσγειωμένος.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, οι γονείς του επιβεβαιώθηκαν. Όλα κατέρρευσαν όταν τραυματίστηκε στο γόνατο και χρειάστηκε να μείνει εκτός δράσης για περίπου οχτώ μήνες. Ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει και οι δυσάρεστες σκέψεις του χτυπούσαν την πόρτα. Όταν πάτησε ξανά χορτάρι, τα δεδομένα είχαν αλλάξει. Δεν υπήρχε αρκετός χώρος για εκείνον στην πρώτη ομάδα και δόθηκε δανεικός στη Γουέστ Μπρομ.
Τα 15' στη Γουέστ Μπρομ και η όαση της Γερμανίας
Είχε προτάσεις από αρκετές ομάδες αλλά επέλεξε τη Γουέστ Μπρομ γιατί ο προπονητής έδειχνε να τον θέλει. Ωστόσο, φτάνοντας εκεί, κατάλαβε ότι η ομάδα παίζει με ένα διαφορετικό τρόπο και το δικό του στυλ δεν ταίριαζε. Αγωνίσθηκε μόλις 15 λεπτά σε ένα παιχνίδι με την Τσέλσι και έπειτα, για έξι μήνες βρισκόταν στην εξέδρα αμφιβάλλοντας για τον εαυτό του και χωρίς καμία εξήγηση.
Αδυνατούσε να καταλάβει γιατί ο προπονητής τον ήθελε ενώ δεν του έκανε. Όπως τόνισε και ο ίδιος: «Δεν ήμουν τέλειος παίκτης. Ήμουν 19 χρονών. Μάλλον έκανα λάθη στην προπόνηση. Αλλά, ειλικρινά —και είμαι 100% ειλικρινής— έδινα ό,τι μπορούσα. Μπορώ να κοιτάξω τον εαυτό μου στον καθρέφτη σήμερα και να το πω αυτό».
Φυσικά, η απραξία αυτή, έφερε και αρνητικά σχόλια. Πολλά δημοσιεύματα έκριναν τις ικανότητες του, τον αποκαλούσαν «τεμπέλη» και έβρισκαν τα πάντα λάθος στη φυσική του κατάσταση και στην προσπάθεια που έκανε στην προπόνηση. Η λέξη «τεμπέλης» τον θύμωνε. Έβλεπε τους ανθρώπους από τον περίγυρο του να μην απαντούν στις κλήσεις του και σιγά σιγά να εξαφανίζονται.
Η ψυχολογία του και η πίστη στον εαυτό του μειώθηκαν αισθητά. Ήξερε ότι έπρεπε να κάνει κάτι δραστικό που θα τον ωφελούσε και θα του επέτρεπε να κλωτσήσει ξανά τη μπάλα. Το σκέφτηκε αρκετά και επέστρεψε στη Γερμανία. Η θητεία του σε Βέρντερ Βρέμης και Χόφενχαϊμ του άλλαξε τη ζωή. Ο Γκνάμπρι ωρίμασε σαν άνθρωπος. Έμαθε ότι τίποτα στη ζωή δεν είναι δεδομένο και ότι θα πρέπει να μοχθεί καθημερινά για να έχει αυτά που του αξίζουν. Θυμήθηκε τον παλιό καλό του εαυτό και εντός γηπέδου. Αγωνίσθηκε με τη φανέλα της Βέρντερ 27 φορές και σημείωσε 11 γκολ ενώ με εκείνη της Χόφενχαϊμ 26 και βρήκε το δρόμο προς τα δίχτυα 10 φορές.
Η καλή του απόδοση έγινε το εισιτήριο για να κάνει ένα από τα όνειρα του πραγματικότητα. Τράβηξε τα βλέμματα των ανθρώπων της Μπάγερν και οι Βαυαροί κινήθηκαν για την απόκτηση του. Το να φορέσει την κόκκινη στολή αυτή ήταν ένα παιδικό όνειρο, όπως έχει εκμυστηρευτεί: «Το να παίζεις για την Μπάγερν, είναι ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Θυμάμαι όταν ήμουν 9 ετών, ταξιδεύαμε στο Ντόρτμουντ και το Μόναχο για αυτά τα μεγάλα τουρνουά, και μια μέρα παίζαμε έναν αγώνα με την ομάδα νέων της Μπάγερν. Έμπαιναν με εκείνα τα κόκκινα κιτ και κοιτούσαμε όλοι με δέος. Μια μέρα, φίλε. Μια μέρα. Θα φορέσω αυτό το κιτ». Πλέον, μετρά 216 συμμετοχές, 80 γκολ και 50 ασίστ στο Μόναχο.