«Όλοι εναντίον ενός: Γιατί η Τουρκία υποχώρησε στη διαμάχη για τo φυσικό αέριο με την Ελλάδα» είναι ο τίτλος ανάλυσης στο Fοcus, την οποία υπογράφει ο Ρόναλντ Μαϊνάρντους, διευθυντής του παραρτήματος του Ιδρύματος Φρίντριχ Νάουμαν των Φιλελευθέρων στην Κωνσταντινούπολη: «Eίναι μια νίκη της διπλωματίας: Οι διαξιφισμοί στο νοτιοανατολικό άκρο των αντιμαχόμενων νατοϊκών εταίρων προκάλεσαν υψηλή ένταση επί μήνες. Τώρα Τουρκία και Ελλάδα θέλουν να δώσουν μια ευκαιρία στην πολιτική. Οι διαπραγματευτές και από τις δύο πλευρές θέλουν να συναντηθούν στην Κωνσταντινούπολη για διερευνητικές επαφές. Είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα προς τη χαλάρωση. Αλλά όχι κάτι παραπάνω. Έχουν ξαναγίνει επανειλημμένως διμερείς διαβουλεύσεις μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας. Ειδικοί λένε ότι θα είναι ο 61ος γύρος συνομιλιών (...)».
Στη συνέχεια ο Ρ. Μαϊνάρντους παρατηρεί: «Το ότι Ελλάδα και Τουρκία προσέρχονται ξανά σε διάλογο, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην καγκελάριο Μέρκελ. Η Άγκελα Μέρκελ ανέδειξε τη διαμεσολάβηση μεταξύ Μητσοτάκη και Ερντογάν σε υπόθεση ηγετών (…) Η χρονική συγκυρία της επιτυχίας δεν είναι τυχαία. Συνδέεται με την έκτακτη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ. Το θέμα της Τουρκίας θα βρίσκεται στο επίκεντρο της ημερήσιας διάταξης». Η ευρωπαϊκή διπλωματία, αναφέρει η ανάλυση, υπό τον επικεφαλής της Ζοζέπ Μπορέλ υπογράμμισε για ακόμη μια φορά «την πλήρη αλληλεγγύη σε Ελλάδα και Κύπρο», ενώ στα τέλη Αυγούστου έθεσε «τελεσίγραφο» για τις έρευνες για φυσικό αέριο και απείλησε την Άγκυρα με κυρώσεις. Όπως σημειώνει η ανάλυση: «Όλα αυτά είχαν αποτέλεσμα. Η Άγκυρα ανακοίνωσε την απόσυρση του Oruc Reis από τις θαλάσσιες περιοχές κοντά στα ελληνικά νησιά. Το αποφασιστικό πρώτο βήμα προς την αποκλιμάκωση έγινε. Ταυτόχρονα, το συμβιβαστικό λεξιλόγιο αντικατέστησε τη στρατιωτική ρητορική».
Οι ΗΠΑ επιστρέφουν διπλωματικά στην Ανατολική Μεσόγειο
«Υπάρχουν περισσότερες από μία εξηγήσεις για την αλλαγή στάσης της τουρκικής κυβέρνησης. Η εκτεταμένη διπλωματική απομόνωση της Τουρκίας είναι μία από αυτές (…) Σπάνια η Άγκυρα ήταν ήταν τόσο μόνη πολιτικά όσο σε αυτό το ζήτημα. Oι οικονομικοί παράγοντες παίζουν επίσης ρόλο (…) Άλλος αποφασιστικός παράγοντας είναι η πίεση των ΗΠΑ, όπως αναφέρει ο ειδικός Αμπερίν Ζαμάν στο ειδησεογραφικό δίκτυο Al Monitor», σημειώνει η ανάλυση και συνεχίζει: «Η Ουάσιγκτον εμφανίστηκε συγκρατημένη στην Αν. Μεσόγειο -τουλάχιστον δημόσια- αφήνοντας το πολιτικό πεδίο σε άλλους, κυρίως στην καγκελάριο Μέρκελ. Στο απόγειο της ελληνοτουρκικής κρίσης, οι ΗΠΑ επιστρέφουν με διπλωματικές τυμπανοκρουσίες (…) Στην Κύπρο ο Μάικ Πομπέο εξέφρασε την ανησυχία του για την τουρκική προσέγγιση στη διαμάχη για το φυσικό αέριο και πήρε καταφανώς θέση υπέρ της Ελλάδας. Η Ουάσιγκτον είχε προηγουμένως άρει το εμπάργκο όπλων, το οποίο ίσχυε εδώ και χρόνια κατά της Κύπρου. Η νέα συμμαχία των ΗΠΑ με Αθήνα και Λευκωσία συνοδεύεται από αναφορές στον τουρκικό τύπο ότι η Ουάσινγκτον εξετάζει το ενδεχόμενο διάλυσης της αεροπορικής της βάσης στο Iντσιρλίκ και τη μετεγκατάσταση των μονάδων που βρίσκονται εκεί σε Ελλάδα και Κύπρο.»
Τέλος, η ανάλυση υπογραμμίζει ότι «οι εξωτερικοί παράγοντες θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στα ελληνοτουρκικά», εννοώντας το ΝΑΤΟ, την ΕΕ και τη Γερμανία. Ως προς την Σύνοδο Κορυφής αναφέρει κλείνοντας: «Οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων θα πρέπει με μεγάλη επιδεξιότητα να υπερασπιστούν αφενός τα συμφέροντα των κρατών-μελών Ελλάδας και Κύπρου και ταυτόχρονα να μην αποξενώσουν την Τουρκία. Επειδή ένα είναι επίσης σαφές: χωρίς τη συνεργασία της Τουρκίας, η μακροπρόθεσμη αποκλιμάκωση στην περιοχή είναι αδιανόητη.»
SZ: Θα αποσύρει η Κύπρος το βέτο στη Σύνοδο Κορυφής;
Στην κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής αναφέρεται και ρεπορτάζ της Süddeutsche Zeitung εστιάζοντας στο διπλωματικό παρασκήνιο: «Η ατζέντα κυριαρχείται από εκρηκτικά θέματα: ο Μισέλ θέλει να συζητηθούν ενδεχομένως απαραίτητες αλλαγές στις σχέσεις με την Κίνα και την Τουρκία. Θα συζητηθεί επίσης η εκλογική νοθεία στη Λευκορωσία. Ωστόσο το βασικό πρόβλημα παραμένει: Πώς θα πεισθεί η Κύπρος να αποσύρει το βέτο της; Η Κύπρος εμποδίζει εδώ και ένα μήνα τις κυρώσεις σε 40 συνεργούς του Αλεξάντερ Λουκασένκο, επειδή συνδέει το θέμα με την επιβολή νέων κυρώσεων στην Τουρκία». Όπως παρατηρεί το ρεπορτάζ «οι διπλωμάτες διαμαρτύρονται "για αυτή την ομηρία", η οποία κοστίζει την αξιοπιστία της ΕΕ, ειδικά στην ανατολική Ευρώπη, ωστόσο κανείς δεν τολμά να προβλέψει ότι θα σημειωθεί επιτυχία στο δείπνο της Πέμπτης. Η θέση της Κύπρου περιγράφεται "σκληρή", παρά το ταξίδι του Σαρλ Μισέλ στην περιοχή και τις συνομιλίες Μέρκελ-Αναστασιάδη (…) Πολλά θα εξαρτηθούν από τον τόνο της συζήτησης, η οποία πρέπει να διεξαχθεί "ανοιχτά και χωρίς ταμπού", αναφέρει διπλωμάτης: η Κύπρος θα πρέπει έπειτα να νιώθει εμπιστοσύνη ότι μπορεί να βασιστεί σε όλους τους εταίρους σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.»
Το ρεπορτάζ παρατηρεί: «Ωστόσο, στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο θεωρούν επίσης ότι τα βήματα αποκλιμάκωσης στην ανατολική Μεσόγειο, στα οποία συμφώνησε πρόσφατα ο Ερντογάν, θα αντιστρέφονταν αμέσως εάν η ΕΕ επέβαλε περαιτέρω κυρώσεις (…) Οι διπλωμάτες εξηγούν ότι ένας συμβιβασμός είναι πολύ δύσκολος διότι η Κύπρος είναι μια ''single issue country''. H διχοτόμηση του νησιού και οι σχέσεις με την Τουρκία είναι τα μόνα που μετράνε: Σχεδόν με όλες τις χώρες μπορείς να καταλήξεις σε συμφωνία, κάνοντας παραχωρήσεις κάπου αλλού. Αυτό δεν λειτουργεί στην περίπτωση της Κύπρου».
Σύμφωνα με την SZ και «το άλλο ζήτημα, με το οποίο συνδέεται συχνά η Κύπρος είναι δυσάρεστο για την ΕΕ. Πρόκειται για την περίφημη „χρυσή βίζα“, δηλαδή το γεγονός ότι περίπου 2,15 εκατομ. ευρώ αρκούν για να αγοράσει κανείς ιθαγένεια κράτους-μέλους της ΕΕ. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν περιέγραψε πρόσφατα την πρακτική ως απειλή για το κράτος δικαίου στην ΕΕ. Αλλά οι Βρυξέλλες δεν μπορούν εύκολα να σταματήσουν το εμπόριο με τις „χρυσές βίζες“: η απόφαση για το ποιος θα γίνει πολίτης εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος.» Κλείνοντας η SZ παρατηρεί: «Από την πλευρά της κυπριακής κυβέρνησης, υπάρχουν καλοί λόγοι για να επιμείνει σε μια σκληρή γραμμή απέναντι την ΕΕ στη σύγκρουση με την Τουρκία. Η ελπίδα για Επανένωση, για την οποία και οι δύο πλευρές(σσ: ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή) ήταν αρκετά ανοιχτές στο παρελθόν, έχει ξεθωριάσει».
Πηγή: skai.gr, DW