Στα προ πανδημίας επίπεδα επέστρεψε στην Ελλάδα το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, συγκρινόμενο πάντα με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, παραμένοντας ωστόσο σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα διαμορφώθηκε το 2022 στο 68% του μέσου όρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση και είναι το τρίτο χαμηλότερο μετά τη Βουλγαρία και τη Σλοβακία.
Το κρίσιμο ερώτημα, βεβαίως, είναι εάν από αυτό το στοιχείο μπορεί να εξαχθεί η πλήρης εικόνα για την πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας και των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού στην Ελλάδα. Κατ’ αρχάς, πράγματι η παραγωγή και τα εισοδήματα στην Ελλάδα, παρά την έξοδο από τα μνημόνια, δεν επέστρεψαν στα προ οικονομικής κρίσης επίπεδα. Το 2011 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα βρισκόταν στο 75% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ενώ το μακρινό 2007 στο 95%. Η πτώση στην Ελλάδα συνεχίστηκε και μετά το 2018, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να διαμορφώνεται στο 66% του μέσου όρου της Ε.Ε., όσο και το 2019, για να υποχωρήσει περαιτέρω τα χρόνια της πανδημίας, δηλαδή τη διετία 2020-2021. Στο 68% του ευρωπαϊκού μέσου όρου ήταν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2016. Η οικονομική κρίση και στη συνέχεια η πανδημία είχαν άλλωστε ως συνέπεια τη διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων στην Ελλάδα. Ενδεικτικό του παραπάνω είναι ότι ενώ το 2008 τα νοικοκυριά με εισόδημα έως 750 ευρώ αποτελούσαν μόλις το 4,7% του συνόλου, το 2018 το ποσοστό τους έφθανε στο 12,7%.
Η εξήγηση για τη μη επαναφορά στα προ πανδημίας επίπεδα και τη μεγάλη απόκλιση από την Ε.Ε. οφείλεται στο πολύ μεγάλο μέγεθος της λεγόμενης εσωτερικής υποτίμησης που συντελέσθηκε στη χώρα την προηγούμενη δεκαετία, την ώρα μάλιστα που χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης βρίσκονταν σε ανάπτυξη. Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι και άλλες χώρες οι οποίες βρέθηκαν στη δίνη της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας εμφανίζουν πολύ καλύτερες επιδόσεις από την Ελλάδα. Για παράδειγμα, στην Πορτογαλία το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης βρίσκεται στο 77% του μέσου όρου της Ε.Ε. και μάλιστα σε αυτά τα επίπεδα βρισκόταν και τα προηγούμενα χρόνια. Στην Ισπανία διαμορφώθηκε το 2022 στο 85% του μέσου όρου της Ε.Ε., ανακάμπτοντας από την πανδημία και ενώ την προηγούμενη δεκαετία βρισκόταν λίγο πάνω από το 90%.
Αυτό, βεβαίως, που δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε είναι ότι το ΑΕΠ συνολικά και φυσικά και ως κατά κεφαλήν εμφανίζεται χαμηλό στην Ελλάδα λόγω του μεγάλου μεγέθους της φοροδιαφυγής. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία από τις φορολογικές δηλώσεις του 2022 (εισοδήματα του 2021), οικογενειακό εισόδημα έως 5.000 ευρώ τον χρόνο εμφανίζουν συνολικά 2,558 εκατομμύρια φορολογούμενοι (σ.σ. συμπεριλαμβάνονται και οι μηδενικές δηλώσεις). Με άλλα λόγια, σχεδόν το 40% των φορολογουμένων στην Ελλάδα δηλώνει ότι ζει με λιγότερα από 400 ευρώ τον μήνα καθαρά.
Αλλωστε και το γεγονός ότι στο Λουξεμβούργο και στην Ιρλανδία εμφανίζεται το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να είναι κατά 161% και κατά 134% αντιστοίχως πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. σχετίζεται με τις ειδικές συνθήκες σχηματισμού του ΑΕΠ σε αυτές τις δύο χώρες: στο μεν Λουξεμβούργο μεγάλο μέρος του ΑΕΠ παράγεται από ξένους υπηκόους και επομένως ο αριθμητής είναι μεγάλος, αλλά ο παρονομαστής μικρός. Από την άλλη, το υψηλό ΑΕΠ στην Ιρλανδία σχετίζεται με τη δραστηριοποίηση πολυεθνικών κολοσσών και τη μεταφορά στη χώρα δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία έχουν υψηλή προστιθέμενη αξία.
ΠΗΓΗ: moneyreview.gr