Πολλοί είναι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι τα τυχερά παιχνίδια, το να παίζει κάποιος στο online casino και να τζογάρει, είναι ίδιον του ανθρώπου: Είναι στοιχείο της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας, που ανεξαρτήτως συνθηκών και εποχής, γοητεύεται από το ρίσκο και τη μαγεία του και θέλει να αφεθεί στην αδρεναλίνη της τύχης. Πράγματι, αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, είναι πως εδώ και χιλιάδες χρόνια, εξ’ όσων γνωρίζουμε από πηγές που αναφέρονται σε αρχαίους πολιτισμούς, ο άνθρωπος τζογάρει: Αναφορές υπάρχουν και για τους αρχαίους Αιγυπτίους, όμως ειδικά για την ελληνική αρχαιότητα, γνωρίζουμε ότι οι ελεύθεροι πολίτες της κλασσικής Αθήνας, για παράδειγμα, θεωρούσαν το τζογάρισμα με διάφορα τυχερά παιχνίδια, μία πολύ ελκυστική, ενδιαφέρουσα και περιπετειώδη ενασχόληση!
Σύμφωνα με τα δεδομένα της αρχαιολογίας, τυχερά παιχνίδια έπαιζαν ήδη οι Μινωίτες στην Κρήτη. Οι ανασκαφές στο ανάκτορο της Ζάκρου, στην ανατολική ακτή της Κρήτης, αποκάλυψαν, μεταξύ πολλών σπουδαίων ευρημάτων, δώδεκα πλακίδια, που είναι κατασκευασμένα από φαγεντιανή. Το ενδιαφέρον είναι πως πάνω τους, μόνο από τη μία όψη, έχουν χαραγμένους επαναλαμβανόμενους γραπτούς χαρακτήρες – μοιάζουν δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο, με αρχαία τραπουλόχαρτα. Οι μελετητές της μινωικής εποχής θεωρούν ότι την εποχή εκείνη με τα πλακίδια αυτά παιζόταν ένα παιχνίδι παρόμοιο με τη γνωστή σε όλους μας πόκα!
Είναι γεγονός πως κατά την ελληνική αρχαιότητα, οι κοινωνίες πέρασαν από πολλά στάδια: Από τον απόλυτο αυταρχισμό, όταν κυβερνούσαν τύραννοι, έως τη Δημοκρατία της Αθήνας του Περικλή, οι αρχαίοι Έλληνες δοκίμασαν πολλές φορές και σε πολλά επίπεδα τα όριά τους. Φαίνεται, σύμφωνα με τις πηγές και τις παραδόσεις, ότι κατά το 1200 πΧ περίπου, όπου τοποθετείται η πολιορκία της Τροίας από τους Αχαιούς, υπήρχε η έννοια του στοιχήματος και των τυχερών παιχνιδιών. Η μυθολογία αναφέρει πως ένας από τους ήρωες των Ελλήνων, ο Παλαμήδης, εφηύρε τα ζάρια, ενώ βρισκόταν έξω από τα τείχη της Τροίας κατά τη δεκαετή πολιορκία της. Ο Παλαμήδης, γιος του Ναυπλίου και της Κλυμένηςαπό τον οποίο πήρε το όνομά του και το γνωστό κάστρο της πόλης του Ναυπλίου, θεωρούταν σοφός και με μεγάλη επινοητικότητα. Μεταξύ άλλων, σε αυτόν αποδίδεται η επινόηση κάποιων από τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου, η εφεύρεση των φάρων, αλλά και η κατανομή του χρόνου σε ώρες, ημέρες και μήνες. Αυτό που μας ενδιαφέρει κυρίως όμως, είναι πως ο Παλαμήδης θεωρείται και ο εφευρέτης τυχερών και στρατηγικών παιχνιδιών, όπως είναι τα ζάρια από τη μια και η ντάμα από την άλλη.
Αξίζει επίσης να αναφέρουμε, ότι στον τραγωδό Σοφοκλή αποδίδεται μία φράση που δείχνει πόσο βαθιά εντυπωμένη στη συνείδηση των αρχαίων Ελλήνων ήταν η αίσθηση πως τα τυχερά παιχνίδια ήταν πλήρως ενταγμένα στην κοινωνική ζωή. Πρόκειται για τη φράση «αεί γαρ εύπίπτουσιν οι Διός κύβοι», που αποδίδεται ως εξής: «Ο Δίας πάντοτε φέρνει την καλύτερη ζαριά», ενώ η ερμηνεία της έχει να κάνει με το ότι πάντα ο πατέρας των θεών είχε τον τελευταίο λόγο και… μάζευε όλο το χαρτί!
Κυβεία, οστρακίνδα, ορτυγοκοπίες και… το τάβλιον!
Στην κλασσική Αθήνα, για την οποία έχουμε σήμερα τις περισσότερες μαρτυρίες, τα κυβεία, δηλαδή τα ζάρια, ήταν αγαπημένο παιχνίδι, που είχε πιστούς λάτρεις και παιζόταν καθημερινά. Μάλιστα, σύμφωνα με τους μελετητές, παιζόταν πολύ συχνά στο Ιερό της θεάς Αθηνάς της Σκιράδος, που βρισκόταν στην Ιερά Οδό και αποτελούσε γνωστό σημείο συνάντησης για όσους ήθελαν να δοκιμάσουν την τύχη τους και να ανταγωνιστούν τους αντιπάλους τους. Το γεγονός ότι τα κυβεία ήταν τόσο διαδεδομένα εκείνη την εποχή, βοήθησε ώστε να φτάσουν ως τις μέρες μας πολλά χαρακτηριστικά του παιχνιδιού – ακόμα και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούσαν οι παίκτες για τις τυχερές και τις άτυχες ζαριές τους.
Το κυβείο της αρχαίας Ελλάδας έμοιαζε πολύ με το γνωστό μας ζάρι – είχε δηλαδή έξι πλευρές, σε κάθε μία από τις οποίες ήταν χαραγμένα σύμβολα, «τελίτσες», με τον αντίστοιχο αριθμό, από το ένα έως το έξι. Αυτό που διέφερε σημαντικά με τη σύγχρονη εποχή ήταν πως οι παίκτες δεν έριχναν τα ζάρια απευθείας, με το χέρι, αλλά μέσα από ένα ειδικό, μικρό αγγείο που ονομαζόταν κήθιον. Η καλύτερη ζαριά ήταν τα τρία εξάρια και λεγόταν «ριξιά της Αφροδίτης», αν και ο θεός Ερμής και ο θεός Πάνας ήταν εκείνοι που οι παίκτες θεωρούσαν προστάτες τους. Στον αντίποδα, ο χειρότερος συνδυασμός για τον κυβευτή, ήταν η «ριξιά του σκύλου», όταν έχανε όλα όσα είχε ποντάρει στο στοίχημα. «Ευκυβείν» και «δυσκυβείν» ήταν οι λέξεις που χρησιμοποιούνταν για να αποδώσουν την καλή ή την κακή ζαριά αντίστοιχα, ενώ τα τρία εξάρια ονομάζονταν επίσης «μίδας» ή σκέτο «Αφροδίτη».Η λατρεία των αρχαίων για τα ζάρια επιβίωσε και κατά την πολύ σκληρή, ειδικά ως προς την αρχαιότητα, βυζαντινή εποχή: Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, ο Λέων Φωκάς, αδελφός του Νικηφόρου Φωκά, ο Ρωμανός Β’, γιος του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου και ο Κωνσταντίνος Η’, ήταν μερικοί μόνο από τους πολύ διάσημους παίκτες, που έριχναν τα ζάρια αδιαλείπτως/
Αξίζει να αναφέρουμε πως και το πολύ γνωστό μας «κορόνα – γράμματα» έχει τις ρίζες του στην ελληνική αρχαιότητα, όπου παιζόταν με ένα όστρακο και ονομαζόταν οστρακίνδα. Ήταν απλό, αλλά πολύ εύκολο και δημοφιλές κι έτσι επιβίωσε μέχρι την αρχαία Ρώμη, όπου το όστρακο αντικαταστάθηκε από νόμισμα και με αυτή τη μορφή έχει φτάσει ως τον 21ο αιώνα μ.Χ.
Όπως είναι γνωστό, οι αρχαίοι Έλληνες διοργάνωναν συχνά αγώνες μεταξύ ζώων, όπου οι παίκτες στοιχημάτιζαν στον νικητή. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν και οι «Ορτυγοκοπίες», οι αγώνες μεταξύ ορτυκιών, που ήταν πολύ δημοφιλείς. Δεν είναι μυστικό, ότι κατά τους αγώνες αυτούς επικρατούσαν αγριότητες, που αν και επιβιώνουν σε διάφορες περιοχές στον κόσμο, σήμερα θεωρείται ένδειξη απολίτιστης και εγκληματικής συμπεριφοράς.
Τέλος, ένα από τα παιχνίδια που έπαιζαν οι αρχαίοι Έλληνες και το οποίο έφτασε ως τη σημερινή εποχή, είναι η αρχαιοελληνική τηλία – το γνωστό μας τάβλι! Δυστυχώς, δεν έχουν βρεθεί πληροφορίες για το πώς παιζόταν τότε το τάβλι, είναι όμως σίγουρο πως κατά τη ρωμαϊκή εποχή ονομαζόταν το παιχνίδι των 12 γραμμών, ενώ στο Βυζάντιο λεγόταντάμπουλα.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως κατά την ελληνική αρχαιότητα το στοίχημα και ο τζόγος είχαν σημαντική θέση στην κοινωνία, καθώς είχαν πολλούς φίλους που έδιναν ακόμα και καθημερινά ραντεβού για να εξασκήσουν την ασχολία που απολάμβαναν τόσο. Επικαλούμενοι τη θεά Τύχη – ή και… ολόκληρο το Δωδεκάθεο, έπαιζαν, έχαναν και κέρδιζαν – όπως τους έβγαινε η ζαριά