Υπάρχουν κάποια τραγούδια απόλυτα ταυτισμένα με τον ερμηνευτή τους. Τόσο άψογα εκτελεσμένα, τόσο συμβατά με τα χαρακτηριστικά και το ύφος τους που θαρρείς ότι γράφτηκαν μόνο για χάρη τους.
Που αδυνατείς να σκεφτείς ότι θα μπορούσε άλλος καλλιτέχνης να τ’ αποδώσει με την ίδια (ή παρόμοια έστω) επιτυχία.
Όπως το θρυλικό «Σταλιά, σταλιά» του Γιώργου Ζαμπέτα…
Ακούς το αριστούργημα του λατρεμένου λαϊκού συνθέτη (σε στίχους Διονύση Τζεφρώνη) απ’ τα χείλη της υπέροχης Μαρινέλλας κι ανατριχιάζεις.
Μιλάει στην ψυχή σου από την πρώτη σχεδόν νότα του, από την πρώτη κιόλας στροφή του.
Κι όμως!
Δεν ένιωσε έτσι όταν το άκουσε η μεγάλη Αλίκη Βουγιουκλάκη…
Και η άρνησή της (όχι ακριβώς με κομψό τρόπο) να το ερμηνεύσει η ίδια, οδήγησε στην… καραμπόλα που έκανε φίρμα τη Μαρινέλλα!
Εξιστορεί λοιπόν ο ίδιος ο μεγάλος μαέστρος με τον χαρακτηριστικό του τρόπο (στο βιβλίο της Ιωάννα Κλειάσιου «Γιώργος Ζαμπέτας – Βίος και πολιτεία»):
«Μου είχε δώσει στίχους ο Διονύσης Τζεφρώνης και προσπαθούσα στο σπίτι να φτιάξω το τραγούδι “Σταλιά – Σταλιά”. Δε μπορούσα.
Είχα κάτι εισιτήρια φρη-ουάν και λέω να πάω να αλλάξω αέρα, να ηρεμήσω, να ξεχαστώ και φεύγω και πάω στο Λονδίνο.
Έφτασα στο Λονδίνο, μπήκα σε ένα ταξί για να με πάει στο ξενοδοχείο και στο δρόμο καθώς πηγαίναμε κάτι είχε το ταξί κι έκανε ένα θόρυβο:
Ντούπι – ντάπα, ντούπι νταπ, ντούπι – ντάπα, ντούπι νταπ…
Ακούγοντας αυτούς τους ήχους εγώ τρελαίνομαι. Βγάζω το μπουζούκι από τη θήκη και αρχίζω να συνοδεύω το θόρυβο που έκανε το αμάξι.
Αυτό ήταν! Το βρήκα το μοτίβο!
Βάζω τις φωνές και τα γέλια, “τι σου συμβαίνει”, μου λέει ο ταξιτζής, “νάθινγκ, νάθινγκ, γκόου, γκόου”, του λέω.
Φτάνω στο χοτέλι και με το που κάθομαι, στήνω και το μαγνητόφωνο -πάντα κουβάλαγα μαζί μου το μπουζούκι και το μαγνητόφωνο- και γράφω την εισαγωγή.
Μετά γράφω και το υπόλοιπο. Στο Λονδίνο, λοιπόν, έφτιαξα το ”Σταλιά – Σταλιά”. Εκεί γεννήθηκε. Το 1967.
Ο Κώστας Καραγιάννης κάνει ταινία για τη Βουγιουκλάκη, “Το κορίτσι του Λούνα Παρκ”. Θα έπαιζε και ο Παπαμιχαήλ.
Με φωνάζει ο Κώστας για να γράψω τραγούδια. Έχω γυρίσει από το Λονδίνοκαι κάθομαι στο στούντιο ΕΡΑ και γράφουμε για την Αλίκη.
Εκείνη τη μέρα είχε έρθει και η Μαρινέλλα, δεν ξέρω τι δουλειά είχε να κάνει, και καθόταν μέσα και άκουγε τι παίζαμε.
Έχουμε τελειώσει το τραγούδι, έχουμε γράψει τα όργανα και είναι μόνο να το τραγουδήσει η Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Μπαίνοντας μέσα, “γεια σας”, λέει, “γεια σου Αλικάκι”, της λέω, “σου ‘χω εδώ ένα πράμα, μέλι. Το καλύτερο τραγούδι που έχω γράψει ποτέ μου”!
“Για να τ’ ακούσω”. Και της το παίζω. Και γυρνάει και τι μου λέει… Τι μου λέει…
“Αυτό θα το πω εγώ; Αυτό να το δώσεις να το πει ο Καζαντζίδης”!
Κόντεψε να μου πέσει κάτω το μπουζουκάκι μου… Μου έσπασε τον τσαμπουκά. Μου κόπηκε το αίμα. Έπαθα συγκοπή.
Μου έφυγαν τα νύχια, μου έφυγαν τα μάτια, μου έφυγαν τ’ αυτιά. Κοκάλωσα, κουφάθηκα, τρελάθηκα, συφιλιάστηκα. Δε μπόρεσα να πω, μια λέξη. Μια μικρή λεξούλα. Άγαλμα κανονικό».
Όπως είναι λογικό (βάσει και της γλαφυρής περιγραφής του), μετά απ’ αυτό το επεισόδιο ο Ζαμπέτας πάγωσε.
Παρόλο που της είχε δώσει κι άλλες φορές τραγούδια του (όπως την προηγούμενη χρονιά στην «Κόρη μου τη σοσιαλίστρια») και ήταν δικά του τα «Λούνα Παρκ» και «Αγάπη μου, αγάπη μου» που τραγούδησε εντέλει στην ταινία, ήταν η τελευταία φορά που συνεργάστηκαν.
Ευτυχώς όμως για τον μεγάλο συνθέτη (και όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων και για το τραγούδι) η εξέλιξη μόνο αρνητική δεν ήταν.
Και η «χυλόπιτα» της Βουγιουκλάκη, επειδή βρήκε το κομμάτι πολύ «λαϊκό» για το στιλ της, το έφερε (έστω και από σπόντα) στα χείλη που το απογείωσαν.
Έχει εξηγήσει λοιπόν στη συνέχεια της ιστορίας ο Ζαμπέτας:
«Ο Κώστας Καραγιάννης έρχεται και μου λέει: “Εγώ κάνω κουμάντο. Κάνε συ τη δουλειά σου. Γράψε ό,τι γουστάρεις”. Και ήρθε το αίμα μου στη θέση του.
Στο αναμεταξύ, φεύγει η Βουγιουκλάκη, τελειώναμε κι εμείς, τα μαζεύαμε και έρχεται η Μαρινέλλα και μου λέει στ’ αυτί:
“Να το πω εγώ αυτό το τραγούδι;”
Επειδή την αγαπούσα, και επειδή είχαμε πολλά χρόνια παρτίδες μαζί, της λέω:
“Ό,τι γουστάρει η Κίτσα!” Το όνομά της το κανονικό είναι Κυριακή και τη λέγαμε Κίτσα.
“Πες το όπως θέλεις εσύ. Εγώ φεύγω. Πάω σπίτι να ξεκουραστώ, γιατί το βράδυ δουλεύω και όταν τελειώσετε πάρτε με τηλέφωνο να μου το βάλετε να το ακούσω κι εγώ. Καλή επιτυχία, γεια σας”.
Πήγα σπίτι. Δεν πέρασε πολλή ώρα, χτυπάει το τηλέφωνο και μου λέει “τελειώσαμε”.
Το ακούω και παγώνω. Πως το είχε τραγουδήσει έτσι… Πόσο γλυκά το είπε… Τι ψυχούλα που έβγαλε…
“Μπράβο ρε Μαρινέλλα”, της λέω. “Μπράβο”!