Συλλογικές Συμβάσεις: Το μισθολογικό χάσμα, η εργασιακή μέγγενη και η ανάγκη διαλόγου

Πιέσεις για τον τρόπο και τον χρόνο υπογραφής των συλλογικών συμβάσεων εργασίας φαίνεται πως δέχεται από την ΕΕ η Ελλάδα, με αιχμή του δόρατος την καθυστέρηση της δημοσίευσης του εθνικού σχεδίου δράσης.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το σχέδιο δράσης, που καλείται να καταρτίσει το Υπουργείο Εργασίας, θα καθορίζει τα κίνητρα για την υπογραφή των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αλλά και τους τρόπους που θα εφαρμοστούν, οδηγώντας αναπόφευκτα και σε σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού.
Μάλιστα, η ΕΕ καλεί την Ελλάδα, αλλά και άλλες χώρες, που είναι έτη φωτός πίσω από τα υψηλά ποσοστά υπογραφής των Συλλογικών Συμβάσεων, να εφαρμόσουν πλήρως την κοινοτική οδηγία, που ορίζει ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ, σεβόμενα την ευημερία των εργαζομένων, οφείλουν να αμβλύνουν το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, όπου αυτό είναι μικρότερο του 80% και να προβλέψουν ένα πλαίσιο ευνοϊκών συνθηκών για τις συλλογικές συμβάσεις.
Στο 25,8% οι Συλλογικές Συμβάσεις στην Ελλάδα
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο metrosport.gr ο Διονύσης Τεμπονέρας, εργατολόγος και μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, «η Ελλάδα παρουσιάζει την παραδοξότητα, να υπολείπεται κατά σχεδόν 20 μονάδες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο,ως προς το ποσοστό κάλυψης εργαζομένων, από συλλογικές συμβάσεις εργασίας», με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ να παρατηρεί ότι το 2022 ήταν σε ισχύ συνολικά:
- 38 Συλλογικές Συμβάσεις – εν αντιθέσει με τις συνολικά 79 το 2010 -
- 24 κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές, μόνο 9 εκ των οποίων προβλέπουν αύξηση των αποδοχών
- 14 συλλογικές συμβάσεις παρελθόντων ετών
«Η χώρα μας σύντομα θαείναι υπόλογος και στα ευρωπαϊκά όργανα για αυτό το «καθεστώς εξαίρεσης» αφού η σχετική ευρωπαϊκή οδηγία,προωθεί "επαρκείς κατώτατους μισθούς" σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε οι ΣΣΕ να καλύπτουν τουλάχιστον το 80% των εργαζομένων. Για να φτάσουμε στα επίπεδα αυτά δεν υπάρχει άλλος τρόπος από την επαναφορά της Εθνικής Γενικής ΣυλλογικήςΣύμβασης και την ανάθεση του καθορισμού του κατώτατου μισθού, στους κοινωνικούς εταίρους(ενώσεις εργαζομένωνκαι εργοδοτών), όπως ίσχυε στη χώρα μας μέχρι το 2012.», υπογράμμισε ο κ. Τεμπονέρας.
Την ανάγκη χάραξης ενός εθνικού σχεδίου δράσης υπογραμμίζει και ο γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών Εμπόρων και φοροτεχνικός Χριστόδουλος Βούζιος, ο οποίος μιλώντας στο metrosport.gr ανέφερε ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας, αλλά και της επάρκειας των κατώτατων μισθών για τους εργαζομένους, «ώστε να συμβάλει στην ανοδική κοινωνική σύγκλιση και να μειώσει τη μισθολογική ανισότητα», συμμορφούμενη με την κοινοτική οδηγία, που θεσπίζει πλαίσιο για την επάρκεια των νόμιμων κατώτατων μισθών με στόχο:
- την επίτευξη αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης και εργασίας
- την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών
- την ενίσχυση της αποτελεσματικής πρόσβασης των εργαζομένων σε δικαιώματα προστασίας με τη μορφή κατώτατου μισθού, όπου αυτό προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο και/ή συλλογικές συμβάσεις
«Υπό αυτό το πλαίσιο πρέπει να επιτευχθεί η όσο το δυνατό μεγαλύτερη συμμετοχή και κάλυψη εργαζομένων καιεργοδοτών από συμβάσεις εργασίας. Πρέπει να ενθαρρύνεται η συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις. Οι διαπραγματεύσεις πρέπει να είναι ελεύθερες, σε κλίμα εμπιστοσύνης και να παρέχουν απόλυτη προστασία στουςσυμμετέχοντες σε αυτές. Σε περίπτωση δε που δεν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις ο νόμος με τον κατώτατο μισθό θα πρέπει να καλύπτειόλους τους εργαζόμενους και εργοδότες», συμπλήρωσε ο κ. Βούζιος.
Αναφερόμενος στις κινήσεις που οφείλει και έχει ξεκινήσει να κάνει η ελληνική κυβέρνηση για το μείζον ζήτημα των Συλλογικών Συμβάσεων, ο βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης της ΝΔ, Δημήτρης Κούβελας, μας εξήγησε ότι το Υπουργείο Εργασίας, στην προσπάθειά του να στηρίξει της εν λόγω εργασιακές συμβάσεις, που εξασφαλίζουν τον κατώτατο μισθό ως εκ των ων ουκ άνευ εγγύηση για την προστασία των εργαζομένων, προχώρησε σε μια σειρά νομοθετημάτων, προκειμένου οι συλλογικές διαπραγματεύσεις να γίνονται για αποδοχές πάνω από το «κατώφλι» που εξασφαλίζεται μέσω του κατώτατου μισθού.
«Ο δε κατώτατος μισθός, που καθορίζεται μέσω ενός μαθηματικού τύπου, αποτελεί το μέσο για την διασφάλιση διαφάνειας και προστασίας από πιθανές μειώσεις. Αυτό μάλιστα ισχύει σε χώρες με αντίστοιχα συστήματα, όπως η Γαλλία. Με την αύξηση του κατώτατου μισθού από τα 650 ευρώ το 2019 στα 950 ευρώ το 2027 (ποσοστιαία αποτίμηση της τάξης του 46%), η βασική επιδίωξη είναι η ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των κοινωνικών εταίρων. Ταυτόχρονα, έτσι αποφεύγεται ο κίνδυνος αθέμιτου ανταγωνισμού και εκμετάλλευσης των εργαζομένων», εκτίμησε ο κ.Κούβελας.
Επιτακτική η ανάγκη για διάλογο
Φυσικά, προκειμένου να καταρτιστεί το εν λόγω σχέδιο δράσης, το οποίο δεν θα είναι προϊόν μιας στείρας συμμόρφωσης με τις οδηγίες της ΕΕ, η κυβέρνηση θα πρέπει να καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου και να ακούσει τόσο τους εργαζόμενους όσο και τους εκπροσώπους τους και τους εργοδότες, προκειμένου να έχει μια σφαιρική και ολοκληρωμένη εικόνα του κόσμου της μισθωτής εργασίας,
Άλλωστε, η ίδια η ΕΕ στο παράρτημα της απόφασης για τις Συλλογικές Συμβάσεις καλεί τα ευρωπαϊκά κράτη να καθορίζουν και να προωθούν «τον κοινωνικό διάλογο και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις με σκοπό τον καθορισμό των μισθών», καθώς «οι εύρυθμα λειτουργούσες συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών αποτελούν σημαντικό μέσο για τη διασφάλιση της προστασίας των εργαζομένων με επαρκείς κατώτατους μισθούς που κατά συνέπεια εξασφαλίζουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης».
Την επιτακτική ανάγκη του διαλόγου υπερτονίζει και ο Χάρης Κυπριανίδης, μέλος διοίκησης ΓΣΕΕ και απερχόμενος πρόεδρος του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, επισημαίνοντας στο metrosport.gr ότι «το κράτος αποφασίζει ως “πατερούλης” και προχωρά σε ανακοινώσεις αποκλειστικά για να “στήσει” το αφήγημα του».
«Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει πρωτίστως να ακούσει τους εργαζόμενους και να κάνει δεκτά τα δίκαια αιτήματά τους έτσι όπως αυτά αποτυπώνονται κατόπιν εμπεριστατωμένων μελετών του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Οφείλει να καθίσει στο τραπέζι με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, του κόσμου της μισθωτής εργασίας, και να κάνει έναν ειλικρινή κι όχι προσχηματικό διάλογο μαζί τους, όπως συνέβαινε για πολλά χρόνια ακόμα και τις σκληρές εποχές των μνημονίων και της κρίσης.
Και επιμένουμε στον ειλικρινή διάλογο, γιατί μέχρι σήμερα όσα κάνει δείχνουν ότι γίνονται μόνο για τα προσχήματα. Αποφασίζει η πολιτική ηγεσία, απουσία των εργαζομένων, αποφασίζει το κράτος ως «πατερούλης» και προχωρά σε ανακοινώσεις αποκλειστικά για να «στήσει» το αφήγημα του.
Κι όλα αυτά στην πλάτη των εκατομμυρίων εργαζόμενων οι οποίοι βιώνουν μια άνευ προηγουμένου κρίση ακρίβειας, μια κρίση που καλπάζει και συνεχίζεται εδώ και τρία χρόνια και διαδέχτηκε την ενεργειακή κρίση, την πανδημία και φυσικά την οικονομική κρίση που δεν άφησε τίποτα όρθιο στα εργασιακά», εξήγησε χαρακτηριστικά.
Μάλιστα, ο κ. Κυπριανίδης επεσήμανε ότι οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα έχουν φτάσει στα όριά τους, λόγω των απανωτών κρίσεων, σχολιάζοντας ότι δεν σκοπεύει ουδείς να υπαναχωρίσει από το διεκδικητικό του πλαίσιο, το οποίο αποτυπώνεται σε τρεις άξονες:
- υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας
- αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, με παράλληλη αντιμετώπιση της ακρίβειας και της αισχροκέρδειας
- θέσπιση αυστηρού πλαισίου κανόνων ασφαλείας και ενίσχυσης της Επιθεώρησης Εργασίας
Τη σπουδαιότητα αυτού του πλαισίου κανονισμών προκρίνει και η κυβέρνηση, η οποία – όπως ανέπτυξε στο metrosport.gr ο κ. Κούβελας, αποσκοπεί στη δημιουργεία ενός περιβάλλοντος όπου «οι συλλογικές διαπραγματεύσεις δεν αποτελούν τροχοπέδη στην οικονομία, αλλά εργαλείο σταθερότητας και ενίσχυσης της παραγωγικότητας, όπως συμβαίνει στις ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομίες».
Φθαρμένη «βεντάλια» οι μισθοί στην Ευρώπη
Κι όλα αυτά την ώρα που το χάσμα των κατώτατων μισθών στην Ευρώπη είναι εμφανές, παρά τη σχετική ευρωπαϊκή Οδηγία 2022/2041, αναγκάζοντας όλο και περισσότερους εργαζομένους να βυθίζονται σε μια άνευ προηγουμένου εργασιακή άβυσσο.
Όπως επεσήμανε, αναφερόμενος στα στοιχεία της Eurostat, ο κ. Τεμπονέρας, o μέσος ονομαστικός μισθός στην Ελλάδα υπολειπόταν το 2022 κατά 23,9% σε σχέση με το επίπεδο του 2009, πριν την περίοδο της μεγάλης κρίσης, με τη «μείωση του πραγματικού μισθού, αφού ληφθεί δηλαδή υπόψη ο πληθωρισμός, να είναι πολύ μεγαλύτερη, πάνω από το 35%».
«Η Ελλάδα έχει τον χαμηλότερο ονομαστικό μισθό στην Ευρωζώνη, όπου το μέσο επίπεδο το 2022 ήταν 35,2 χιλ. ευρώ και τον τρίτο χαμηλότερο στην ΕΕ,(32,3 χιλ. Ευρώ).
Όλα τα παραπάνω καταρρίπτουν πλήρως το αφήγημα της κυβέρνησης περί “καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας”. Ηχώρα μας παραμένει στον “πάτο” της Ευρώπης και οι εργαζόμενοι συνεχίζουν να βυθίζονται σε μισθολογική “άβυσσο”. Η ασφάλεια, η δημοκρατία, η δικαιοσύνη, η αξιοπρέπεια στην εργασία είναι ο μόνος τρόπος να δουν οιεργαζόμενοι αλλά και ολόκληρη η κοινωνία μια “άσπρη μέρα”», σχολίασε χαρακτηριστικά ο εργατολόγος και μέλος της ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ.
Την ίδια ώρα, τα στοιχεία του Eurofound αναφορικά με τις χώρες που έχουν, ακόμη και εν έτει 2025 κατώτατου του… χαμηλού κατώτατους μισθούς, είναι χαρακτηριστικά του εργασιακού μεσαίωνα που υφίστανται εκατομμύρια πολίτες.

Επί της ουσίας, o μόνος τρόπος για να συγκλίνουν οι ελληνικοί μισθοί με τα ευρωπαϊκά όρια είναι να οριστούν οι δικλείδες ασφαλείας, που θα αποτρέπουν τους εργοδότες να αμείβουν το εργατικό τους δυναμικό με μισθούς πείνας, με τις μισθολογικές αυξήσεις να κατοχυρώνονται, επίσης, μέσα από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας.
Κι όλα αυτά την ώρα που παράγοντες όπως η ακρίβεια, οι συνεχείς απολύσεις, ο πληθωρισμός και το στεγαστικό βάζουν «φωτιά» σε όλο και περισσότερα νοικοκυριά, που καλούνται να δαπανούν το μεγαλύτερο (αν όχι όλο) το ημερομίσθιό τους, για να καλύψουν βασικές τους ανάγκες.
«Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια μέσα από τα μνημόνια αλλά και την επιδημία έχει πληγεί η οικονομική κατάσταση τωνεργαζομένων αλλά και των μικρών επαγγελματιών. Μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, πληθωρισμός , φορολογικές καταιγίδες έχουν συρρικνώσει το εισόδημα τατελευταία χρόνια και η απόκλιση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο συνεχώς γιγαντώνεται.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι εκμετάλλευση των εργαζομένων αλλά και των μικρών επιχειρήσεων από αυτούς πουέχουν την δύναμη παίρνει μεγάλες διαστάσεις. Την στιγμή που ο πληθωρισμός έχει εκτιναχθεί τα τελευταία χρόνια ακόμη και αν υποθέσουμε ότι θα επιτευχθεί ο στόχος για μέσο μισθό ύψους 1500 € η ελληνική οικογένεια θα αντιμετωπίζει σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα.
Μην ξεχνάμε ότι η κυβέρνηση επίσης έθεσε στόχο για κατώτατο μισθό στα 950€ ΜΙΚΤΑ. Αυτό σημαίνει ότι μίαοικογένεια με έναν εργαζόμενο θα μπορεί να δαπανήσει 27,00€ περίπου την ημέρα. Είναι φανερό ότι η οικογένεια αυτή δεν μπορεί να έχει μια αξιοπρεπή διαβίωση αφού δεν μπορεί να καλύψει ακόμη και βασικές της ανάγκες», εξήγησε ο κ. Βούζιος.
Την ίδια παραδοξότητα της ελληνικής οικονομικής πραγματικότητας αναδεικνύει και η ΓΣΕΕ, διά του κ. Κυπριανίδη, ο οποίος παρατηρεί ότι με όσα συμβαίνουν στην αγορά εργασίας, τη διαρκώς καλπάζουσα ακρίβεια και την απροθυμία της κυβέρνησης να στηρίξει επί της ουσίας τους εργαζόμενους, το μέλλον για έναν καλύτερο εργασιακό ορίζοντα είναι μάλλον σκοτεινό.
«Η Ελλάδα στους ευρωπαϊκούς δείκτες φιγουράρει στις τελευταίες θέσεις σε ό,τι αφορά την αγοραστική δύναμη των πολιτών και στην πρώτη σε ό,τι αφορά το στεγαστικό κόστος. Η κυβέρνηση μπορεί να θέτει συγκεκριμένους στόχους και κρίνεται από την επίτευξή τους ή μη.
Ωστόσο, θέλω να επισημάνω το εξής: η κυβέρνηση θέτει ως στόχο το 2027 ο μέσος μισθός να είναι 1500 ευρώ και ο κατώτατος 950 ευρώ, την ώρα που η πρόταση της ΓΣΕΕ στηριζόμενη σε δείκτες κοινωνικής βιωσιμότητας, υλικής στέρησης και στην εκτίμηση του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης για το 2024 έπρεπε να είναι πάνω από τα 900 ευρώ μεικτά, για να προσφέρει κάποια κάλυψη στη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, που επέφερε η ακρίβεια.
Η κυβερνητική εξαγγελία για το έτος 2027 υπολείπεται των πραγματικών αναγκών, δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη την κρίση κόστους διατροφής και στέγασης και δεν δημιουργεί συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης», υποστήριξε ο κ. Κυπριανίδης.
Ωστόσο, μια εκ διαμέτρου διαφορετική εικόνα μ’ αυτή των νοτιότερων -κατά βάση-χωρών παρατηρείται σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία [ακόμη και η νότια Ισπανία], που μέσα σε σχεδόν 15 έτη εκτίναξαν τον κατώτατο μισθό τους στα 1358 και 2571 ευρώ.

Γι’ αυτόν τον λόγο, η ΕΕ απαιτεί από τα κράτη μέλη, στα οποία το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι μικρότερο του 80%, να προβλέψουν «ένα πλαίσιο ευνοϊκών συνθηκών για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις» και να δημοσιεύσουν ένα σχέδιο δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με την προθεσμία για την υποβολή του σχεδίου δράσης στην Επιτροπή να είναι το τέλος του 2025.
Το ίδιο απαιτούν ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και κλαδικά συνδικάτα, ζητώντας ολική και άμεση επαναφορά των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, αλλά και επαναπροσέγγιση του κοινωνικού διαλόγου που ανακόπηκε την περίοδο της πρώτης οικονομικής κρίσης.
«Για το λόγο αυτό άλλωστε, η ΓΣΕΕ πρότεινε την επαναφορά του πλήρους ρυθμιστικού πεδίου της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε, να θεσμοθετηθεί και πάλι η καθολικότητα ισχύος και δεσμευτικότητα του συνόλου των όρων (μισθολογικών και μη) της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και ο κατώτατος μισθός/ημερομίσθιο να καθορίζονται και πάλι αποκλειστικά με Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ των οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών.
Σε ό,τι αφορά την υγεία και την ασφάλεια στους χώρους εργασίας αποτελεί προτεραιότητά μας η ψήφιση ενός συνεκτικού νομοθετικού πλαισίου για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία, η πρόληψη και η τήρηση κανόνων, ώστε να μην θρηνήσουμε άλλον εργαζόμενο και, φυσικά, η επιμόρφωση και κατάρτιση των εργαζόμενων, ειδικά σε επαγγέλματα υψηλής επικινδυνότητας», κατέληξε ο κ. Κυπριανίδης.
Το χάσμα των συλλογικών συμβάσεων στην Ευρώπη
Όπως προκύπτει από την πρόσφατη ανάλυση των δεδομένων του Eurofound και του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης, διευθυντικά στελέχη στο 61% σε επιχειρήσεις, που βρίσκονται στα 27 κράτη μέλη της ΕΕ, ανέφεραν ότι οι μισθοί τουλάχιστον ορισμένων εργαζομένων τους καθορίζονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, κάτι που επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό ότι οι διαφορές μεταξύ των χωρών είναι εξαιρετικά μεγάλες.
Χαρακτηριστικά είναι τα εξής παραδείγματα:

Εστιάζοντας την Ελλάδα, ο Διονύσης Τεμπονέρας αποκάλυψε ότι η άρνηση της κυβέρνησης να αποκαταστήσει την λειτουργία των βασικών αρχών των ΣΣΕ, συνδυαστικά με «το “κεφαλοκλείδωμα” στο δικαίωμα τις απεργίας και εν γένει στη συνδικαλιστική ελευθερία, έχουν οδηγήσει χιλιάδες εργαζόμενους να αμείβονται με τον κατώτατο μισθό ή μέσω επαχθών όρων στις ατομικές συμβάσεις εργασίας. Πολυπληθείς κλάδοι εργαζομένων, όπως το εμπόριο, έχουν να συνάψουν συλλογικές συμβάσεις εδώ και 10 χρόνια με τους εργοδότες με αποτέλεσμα να βρίσκονται μισθολογικά εντελώς στον “αέρα”, παρά το γεγονός ότι πολλές εμπορικές επιχειρήσεις εμφανίζουν υπερκέρδη».
Μάλιστα, Ευρωπαίοι αναλυτές παρατηρούν ότι η ελληνική οικονομία και, κατ’ επέκταση το εργατικό δυναμικό της χώρας, «λαβώθηκε» ιδιαίτερα από την πανδημία COVID-19, τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο και τη Μεσανατολική κρίση, την αύξηση των τιμών της ενέργειας, του επίμονου πληθωρισμού - ιδίως στα τρόφιμα και τις υπηρεσίες - και των έντονων φυσικών καταστροφών, με την απόσυρση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας να θεωρείται άλλο ένα πλήγμα για τους εργαζομένους.
Ωστόσο, κυβερνητικές πηγές σχολιάζουν ότι η κυβέρνηση καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, για να ανακουφίσει τους Έλληνες πολίτες σε όλες της εκφάνσεις της ζωής, με τον κ. Κούβελα να υπογραμμίζει ότι «το στοίχημα της κυβέρνησης της Ν.Δ. είναι διττό: να δημιουργήσει μια οικονομία που παράγει νέες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας, προστατεύοντας παράλληλα τα δικαιώματα των εργαζομένων. Η πολιτική μας εν γένει δεν είναι απλώς διαχείριση της κρίσης αλλά μια συνολική στρατηγική που στοχεύει σε μια Ελλάδα που αναπτύσσεται και ταυτόχρονα εξασφαλίζει αξιοπρεπείς όρους διαβίωσης για όλους».
Οι ενέργειες της κυβέρνησης και η απάντηση των εργαζομένων
Όπως χαρακτηριστικά εξήγησε ο κ. Κούβελας, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα, όχι μόνο οι Έλληνες εργαζόμενοι, αλλά και ολόκληρη η κοινωνία, είναι η ακρίβεια, η οποία επηρεάζει το διαθέσιμο εισόδημα και την καθημερινότητά του καθενός.
Κι αυτό γιατί οι διαρκείς ανατιμήσεις σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα για τους καταναλωτές, με την κυβέρνηση να προχωρά «πολυεπίπεδες πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του φαινομένου […] αφού πρόκειται για ένα δυναμικό, πολυπαραγοντικό φαινόμενο που πλήττει σφοδρά τις οικονομίες παγκοσμίως, στο ρευστό διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον», όπως τόνισε ο βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης της ΝΔ.
Σύμφωνα με τον ίδιο, πέρα από την αύξηση των μισθών, που αποτελεί βασικό άξονα της κυβερνητικής πολιτικής, για να καλυφθεί το κόστος ζωής και να ενισχυθεί η καταναλωτική δύναμη των εργαζομένων, η ΝΔ έχει προχωρήσει επίσης σε:
- πολιτική ελέγχου της αγοράς, που έχει ενισχυθεί περαιτέρω, με την ενεργοποίηση της Διυπηρεσιακής Μονάδας Ελέγχου Αγοράς (ΔΙΜΕΑ) και την εντατικοποίηση των ελέγχων στις επιχειρήσεις για την αποφυγή αθέμιτων πρακτικών και αισχροκέρδειας
- φορολογικές ελαφρύνσεις και ενισχύσεις, με στόχο την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και τη διατήρηση των φορολογικών συντελεστών σε χαμηλά επίπεδα
- μείωση των ασφαλιστικών εισφορών
- μέτρα και επιδοτήσεις για την ενέργεια, με στόχο την προστασία των νοικοκυριών από την πληθωριστική κρίση
- πολιτικές διασφάλισεις της εργασιακής και εργοδοτικής ασφάλειας, αλλά και της προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων, με ενδεικτικότερο τη θέσπιση της Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας, μέτρο που, όπως εξηγεί ο κ. Κούβελας, έχει προστατεύσεις εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους
«Η Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας διασφαλίζει τη διαφάνεια, την ακρίβεια και την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων. Μέσω της καταγραφής του πραγματικού χρόνου εργασίας, αποτρέπει τη υποδηλωμένη ή αδήλωτη εργασία, προστατεύοντας τόσο τους εργαζομένους όσο και τις υγιείς επιχειρήσεις από τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Η εφαρμογή του μέτρου ήδη προστατεύει 750.000 εργαζομένους, και με την πλήρη εφαρμογή της από το Μάρτιο στους κλάδους του τουρισμού και της εστίασης, ο αριθμός αυτός έφτασε το 1,5 εκατομμύριο.
Οι αυξημένες καταγραφές υπερωριών και ο αριθμός των ενταγμένων επιχειρήσεων επιβεβαιώνουν την αποτελεσματικότητα του μέτρου στην ενίσχυση της εργασιακής δικαιοσύνης και της διαφάνειας. Υπάρχουν, βέβαια, κάποιες πρακτικές δυσλειτουργίες στο χώρο της εστίασης και του τουρισμού που πρέπει να ξεπεραστούν πριν την έναρξη της τουριστικής περιόδου», σχολίασε ο βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος.
Ωστόσο, ΑΔΕΔΥ, ΟΛΜΕ και ΓΣΕΕ παραμένουν στις επάλξεις για την περιφρούρηση των εργασιακών δικαιωμάτων, δηλώνοντας πως ακόμη και εν έτει 2025 εξακολουθούν να διεκδικούν τα αυτονόητα, σε μια εποχή που τα πάντα αλλάζουν με ταχύτατους ρυθμούς.
Σύμφωνα, μάλιστα, με το ΕΚΘ, αλλά και αρκετά κλαδικά σωματεία, ο παράγων «Τεχνητή Νοημοσύνη» είναι μια παραπάνω πρόκληση για τους εργαζομένους, που χάνουν αναπόφευκτα τη δουλειά τους, καθώς αντικαθίστανται από μια… μηχανή.
«Πρέπει να έχουμε τα απαραίτητα αντανακλαστικά για να απαντήσουμε στις νέες αυτές προκλήσεις που δημιουργεί η ανάπτυξη της τεχνολογίας, η Τεχνητή Νοημοσύνη, η μετά πανδημίας περίοδος. Τα πάντα γύρω μας αυξάνονται: σούπερ μάρκετ, φαγητό, υποχρεώσεις, ενοίκια. Το μόνο που μένει στάσιμο είναι οι μισθοί μας. Εμείς οι εργαζόμενοι όλα αυτά τα χρόνια είμαστε στο ίδιο έργο θεατές, είτε το έργο λέγεται τρόικα, είτε μνημόνια, είτε δανειστές, είτε κορονοϊός, είτε ακρίβεια, είτε φόροι, λιτότητα, χαράτσια και φτωχοποίηση.
Καλούμαστε να βάλουμε πλάτη σηκώνοντας το βάρος που δεν δημιουργήσαμε εμείς. Ας καταλάβουν καλά όσοι αποφασίζουν για εμάς, χωρίς εμάς πως οι εργαζόμενοι θα συνεχίσουμε να διεκδικούμε και να δίνουμε τη μάχη. Ο αγώνας μας για αξιοπρεπείς μισθούς, ασφάλεια στους χώρους δουλειάς, εργασιακά δικαιώματα, ζωή χωρίς στερήσεις δεν σταματά. Γιατί για εμάς είναι ζήτημα επιβίωσης κι όχι πολυτέλειας, όπως κάποιοι θέλουν να πιστεύουν», δήλωσε ο κ. Κυπριανίδης.
Κι όλα αυτά την ώρα που άλλος ένας παράγοντας μαστίζει τους εργαζομένους, που καλούνται να αντιμετωπίσουν μια οικονομική, εργασιακή και κοινωνική λαίλαπα, που συχνά τους διαλύει. Ο λόγος για το διαβόητο mobbing, δηλαδή τον εργασιακό εκφοβισμό, που σύμφωνα με ευρωπαϊκές μελέτες ακουμπά όλο και περισσότερους εργαζομένους σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Μάλιστα, σε νομοθετικό επίπεδο η ηθική παρενόχληση εμπίπτει στις διατάξεις των νόμων 4443/2016, 4097/2012, 3896/2010, 3769/2009 και 3304/2005, αν και επί της ουσίας, δεν υπάρχει μια καθολική ρύθμιση για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
«[…] Η ελληνική νομοθεσία δυστυχώς παραμένει πίσω σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που έχουν εισάγει και ποινικές διατάξεις για την καταστολή του φαινομένου. Έχω προτείνει στο υπουργείο Εργασίας, με κοινοβουλευτική ερώτησή μου, την τυποποίηση του εργασιακού εκφοβισμού ως ιδιώνυμο ποινικό αδίκημα στον Ποινικό Κώδικα, δίνοντας τέλος στην ατιμωρησία για τέτοιες αυθαίρετες και βλαπτικές συμπεριφορές.
Επίσης, είναι σαφώς αναγκαίο να θεσπιστούν μηχανισμοί πρόληψης, ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης στους χώρους εργασίας για την καταπολέμηση του mobbing. Είναι πολύ σημαντικό να διασφαλίσουμε ότι οι εργαζόμενοι θα έχουν τη δυνατότητα να καταγγέλλουν περιστατικά εκφοβισμού χωρίς το φόβο αντιποίνων. Μόνο με την πλήρη διασφάλιση ενός ασφαλούς και αξιοπρεπούς εργασιακού περιβάλλοντος μπορούμε να προάγουμε την κοινωνική δικαιοσύνη και την ευημερία στην αγορά εργασίας», κατέληξε ο κ. Κούβελας.
Ακολουθήστε τη σελίδα του metrosport.gr και στο google news
Μπείτε στην παρέα μας στο instagram
Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook
Εγγραφείτε στο κανάλι του metrosport.gr και του Metropolis 95.5 στο youtube
Διαβάστε σχετικά
- Συλλογικές συμβάσεις: Γιατί δέχεται «πιέσεις» από την ΕΕ η Ελλάδα
- Οι δημοσιογράφοι διεκδικούν Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας: Το Metrosport.gr συμμετέχει στην 24ωρη απεργία
- Θετική η κυβέρνηση στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας-Ποιες οι προϋποθέσεις
- Ξανά στους δρόμους οι Εποχικοί Πυροσβέστες, δίνουν ραντεβού στο Σύνταγμα