Καθαρό όφελος περίπου 100 δισ. ευρώ είχε η Ελλάδα από τα τρία διαδοχικά προγράμματα διάσωσης που οργανώθηκαν από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς!
Στην εκτίμηση αυτή καταλήγει νέα μελέτη οικονομολόγων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Οπως επισημαίνουν, η περίπτωση της Ελλάδας ξεχωρίζει εμφατικά ανάμεσα στα αντίστοιχα προγράμματα διάσωσης οικονομιών που τέθηκαν σε εφαρμογή την περίοδο 2010 - 2015: Ηταν η μοναδική περίπτωση όπου οι χώρες της Ευρωζώνης δεν προσπάθησαν μόνο να αποτρέψουν μια χρεοκοπία, αλλά και την πρώτη έξοδο χώρας από τη νομισματική ένωση.
Σύμφωνα με τη μελέτη, που φέρει τη «βαριά» υπογραφή του επικεφαλής του τμήματος οικονομικής έρευνας του ΔΝΤ, Πιερ Ολιβιέ Γκουριντσά και δύο ακόμη συνεργατών του, το υψηλό κόστος διάσωσης της Ελλάδας δικαιολογείται με βάση το γεγονός ότι η χώρα έφθασε να έχει πολύ ισχυρό κίνητρο εξόδου από την ευρωζώνη, λόγω του πολύ υψηλού δημόσιου χρέους.
Οι υψηλές, καθαρές μεταβιβάσεις παρούσας αξίας που έγιναν πραγματικότητα μέσω των πολύ ευνοϊκών όρων δανεισμού από την ευρωζώνη, ήταν ένα αναγκαίο αντιστάθμισμα για να παραμείνει η χώρα στο ευρώ και να αποφευχθούν πολύ σοβαρές παράπλευρες συνέπειες στη νομισματική ένωση. Έτσι, τελικά οι Ευρωπαίοι πιστωτές βγήκαν ωφελημένοι από αυτά τα προγράμματα διάσωσης της Ελλάδας.
Πληρωμές στην Ελλάδα 43% του ΑΕΠ
Όπως σημειώνεται στη μελέτη, παρά την τυπική ύπαρξη «ρήτρας μη διάσωσης», υπήρξαν σημαντικές καθαρές μεταβιβάσεις παρούσας αξίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση προς την Κύπρο, την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία.Κυμαίνονται από περίπου 0,5% του ΑΕΠ του 2010 (Ιρλανδία) έως ένα επιβλητικό 43% στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης.
Οι οικονομολόγοι προτείνουν ένα μοντέλο για την ανάλυση και κατανόηση των διασώσεων σε μια νομισματική ένωση και των μεγάλων παρατηρούμενων διαφορών μεταξύ των χωρών. Το μέγεθος και η πιθανότητα διάσωσης είναι συνάρτηση των θεμελιωδών οικονομικών μεγεθών (οικονομική δραστηριότητα, λόγος χρέους προς ΑΕΠ, κόστος χρεοκοπίας).
Οι δύο όψεις του νομίσματος
Στη μελέτη, «συμφιλιώνονται» οι δύο αντίθετες απόψεις που έχουν εκφρασθεί όσον αφορά τις διασώσεις από τις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά και του νότου. Όπως γράφουν, πρόκειται για δύο απόψεις που έχουν βάση και αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος:
- Οι μεταβιβάσεις αποδυναμώνουν τη δημοσιονομική πειθαρχία, όπως υποστηρίζουν οι χώρες του βορρά.
- Ταυτόχρονα όμως ισχύει και η άποψη των χωρών του νότου ότι με τις διασώσεις τελικά κερδισμένοι είναι οι δανειστές, επειδή αποφεύγουν μια εσωτερική διάσωση των τραπεζών τους που έχουν ομόλογα ασθενέστερων χωρών, ενώ οι χώρες που λαμβάνουν τα δάνεια διάσωσης δεν βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση μετά τη διάσωσή τους.
Οι οικονομολόγοι του Ταμείου, όμως, σπεύδουν να τονίσουν, απευθυνόμενοι στις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά, ότι καλό είναι να μην εφαρμόσουν στο μέλλον τον κανόνα της μη διάσωσης. Ενώ μια ισχυρότερη δέσμευση μη διάσωσης μειώνει τη μετατόπιση του κινδύνου (σ.σ.: από τις ασθενέστερες στις ισχυρότερες οικονομίες), μπορεί να μην είναι βέλτιστη από τη σκοπιά της πιστώτριας χώρας, ακόμη και εκ των προτέρων, εάν αυξάνει τον κίνδυνο άμεσης αφερεγγυότητας για χώρες με υψηλό χρέος.
Ως εκ τούτου, τονίζουν, το οικονομικό τους μοντέλο δικαιολογεί τη συχνά επικρινόμενη πολιτική του «κλωτσώντας το κουτί πιο κάτω από το δρόμο». Δηλαδή, κρίνουν ότι το καλύτερο είναι να βρεθεί ένα ισορροπημένο μοντέλο που θα αποτρέπει χρεοκοπίες ή εξόδους κρατών από την ευρωζώνη και θα δίνει χρόνο για την καλύτερη οικονομική διαχείριση των προβλημάτων.
Αναφερόμενοι στα ελληνικά προγράμματα διάσωσης, τονίζουν ότι ο κύριος σκοπός τους ήταν να αποτρέψουν μια έξοδο από την ευρωζώνη και πιθανή μετάδοση της κρίσης, για αυτό και είχαν πολύ υψηλό κόστος. Αντίθετα, οι διασώσεις που είχαν μόνο στόχο την αποφυγή κρατικής χρεοκοπίας και όχι της εξόδου από την ευρωζώνη είχαν πολύ χαμηλότερο κόστος.
Η ελληνική «ειδική περίπτωση»
Η Ελλάδα, σημειώνουν, ήταν μακράν ο μεγαλύτερος αποδέκτης οικονομικής βοήθειας κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης δημόσιου χρέους. Η Ελλάδα εισήλθε στο πρώτο από τα τρία διαδοχικά προγράμματα μετά την απότομη άνοδο των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων και τις αποκαλύψεις ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε ουσιαστικά υποτιμήσει τα στοιχεία για το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα στα τέλη του 2009.
Το πρόγραμμα 1 είχε ως αποτέλεσμα την παροχή βοήθειας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω της ελληνικής δανειοδοτικής διευκόλυνσης (GLF) και του ΔΝΤ κατά την περίοδο 2010-2011. Το πρόγραμμα 2 κατέληξε σε βοήθεια από το EFSF και το ΔΝΤ την περίοδο 2012-2015. Το πρόγραμμα 3 είχε ως αποτέλεσμα τη συνδρομή του ESM την περίοδο 2015-2018.
Το μέγεθος του Προγράμματος 1 ήταν περίπου 110 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 80 δισ. ευρώ προέρχονταν από το GLF και 30 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα SBA του ΔΝΤ. Οι πραγματικές εκταμιεύσεις από το ΔΝΤ ανήλθαν συνολικά σε 20,1 δισ. ευρώ σε έξι δόσεις μεταξύ Μαΐου 2010 και Δεκεμβρίου 2011. Οι πραγματικές εκταμιεύσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανήλθαν συνολικά σε 52,9 δισ. ευρώ, επίσης σε έξι δόσεις μεταξύ Μαΐου 2010 και Δεκεμβρίου 2011. Οι εκταμιεύσεις κατανεμήθηκαν σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα, με τη Γερμανία (15,17 δισ.), τη Γαλλία (11,39 δισ.) και την Ιταλία (10,00 δισ.) να συνεισφέρουν το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2014).
Το δεύτερο πρόγραμμα
Προς το τέλος του προγράμματος 1, κατέστη προφανές ότι η χρηματοδοτική συνδρομή και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν επαρκούσαν για την αποκατάσταση της ανάπτυξης και της πρόσβασης στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμφώνησαν σε ένα δεύτερο πρόγραμμα, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αυτή τη φορά να λειτουργεί μέσω του EFSF, ένα πρόγραμμα που συμπίπτει με την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Το πρόγραμμα αυτό περιελάμβανε το μη εκταμιευθέν ποσό από το Πρόγραμμα 1, συν ένα επιπλέον ποσό ύψους σχεδόν 180 δισ. ευρώ. Οι πραγματικές εκταμιεύσεις από το ΔΝΤ για το Πρόγραμμα 2 ανήλθαν σε περίπου 11,6 δισ. ευρώ από τη συνολική προγραμματισμένη συνεισφορά ύψους 28 δισ. ευρώ (ΔΝΤ, 2014).
Τα δάνεια του ΔΝΤ άρχισαν να καταβάλλονται τον Μάρτιο του 2012 έως την τελευταία τον Ιούνιο του 2014. Το EFSF δέσμευσε συνολικά 144,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου 141,8 δισ. εκταμιεύθηκαν. Το Πρόγραμμα 2 διακόπηκε στα τέλη του 2014 από τις ελληνικές εκλογές. Μετά την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ και έξι μήνες αποτυχημένων διαπραγματεύσεων, το Πρόγραμμα 2 αφέθηκε να λήξει τον Ιούνιο του 2015 κατά τη διάρκεια της πέμπτης αξιολόγησης. Εκείνο τον Αύγουστο, η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέσω του ESM, συμφώνησαν σε ένα τρίτο πρόγραμμα, αυτή τη φορά χωρίς το ΔΝΤ, το οποίο ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 2018. Το πρόγραμμα 3 αποτελούνταν από νέα δάνεια μόνο από τον ESM, ο οποίος δέσμευσε 86 δισ. ευρώ στην Ελλάδα και εκταμίευσε συνολικά 61,9 δισ. ευρώ.
Τα δάνεια κυμαίνονται μεταξύ 7,25 δισ. για την Κύπρο, που αντιπροσωπεύουν το 36% του ΑΕΠ της για το 2010, έως 317,82 δισ. για την Ελλάδα, που αντιπροσωπεύουν το 140% του ΑΕΠ της για το 2010.
Πόσα «χαρίστηκαν» στην Ελλάδα
Σύμφωνα με την ανάλυση, ορίζονται ως μεταβιβάσεις καθαρής παρούσας αξίας όσα κέρδισαν οι χώρες των προγραμμάτων διάσωσης από τα πολύ χαμηλά επιτόκια και, γενικότερα, τους ευνοϊκότερους όρους δανεισμού, με βασικό σημείο αναφοράς το κόστος δανεισμού που θα είχαν, εάν λάμβαναν τα δάνεια από το ΔΝΤ.
Υπάρχουν εντυπωσιακές διαφορές στις εκτιμώμενες μεταβιβάσεις μεταξύ των χωρών, τονίζεται. Δύο χώρες ξεχωρίζουν:
- Πρώτον, το μέγεθος της μεταβίβασης στην Ιρλανδία ήταν θετικό αλλά πολύ μικρό, στα 0,69 δισεκατομμύρια ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 0,41% του ΑΕΠ της το 2010.
- Στο άλλο άκρο, η Ελλάδα έλαβε μια πολύ σημαντική μεταφορά ύψους 98,6 δισεκατομμυρίων ευρώ, που αντιπροσωπεύει το 42,3% του ΑΕΠ της για το 2010.
- Για την Πορτογαλία και την Κύπρο η μεταφορά είναι θετική και αρκετά μεγάλη, μεταξύ 3,14 και 3,62% του ΑΕΠ.
- Στην περίπτωση της Ισπανίας, όπου ο δανεισμός κατευθύνθηκε προς την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και, ως εκ τούτου, ήταν διαφορετικής φύσης από τις άλλες χώρες, η μεταβίβαση είναι μικρότερη από 0,5% του ΑΕΠ.
Τον Ιούλιο του 2012, η Ελλάδα αναδιάρθρωσε το χρέος της, εφαρμόζοντας ένα από τα μεγαλύτερα «κουρέματα» δημοσίου χρέους στη σύγχρονη ιστορία. Ωστόσο, η χώρα παρέμεινε στην Ευρωζώνη και συμφώνησε με τους όρους της διάσωσής της. Κανονικά, με βάση το οικονομικό μοντέλο των στελεχών του Ταμείου, σε περίπτωση που ο δανειολήπτης αθετήσει τις υποχρεώσεις του, δεν θα πρέπει να λάβει καμία διάσωση. Όμως, στην περίπτωση της Ελλάδας υπήρξε «κούρεμα» χρέους αλλά και νέο πρόγραμμα δανεισμού.
Οι μεταβιβάσεις προς την Ελλάδα ήταν ελάχιστες μεταξύ 2010 και 2012, δηλαδή πριν η Ελλάδα χρεοκοπήσει, και εκτινάχθηκαν στο 20% του ΑΕΠ το 2012, ακριβώς τη στιγμή που η Ελλάδα αναδιάρθρωσε το δημόσιο χρέος της, σημειώνουν οι οικονομολόγοι. Όμως, αυτό συνέβη επειδή τα άλλα μέλη της νομισματικής ένωσης θεώρησαν ότι είναι προς το συμφέρον τους να στηρίξουν οικονομικά μια χώρα μέλος, έτσι ώστε να αποφύγουν μια χρεοκοπία, αλλά και να αποφύγουν μια έξοδο από τη νομισματική ένωση.
Από την πλευρά της Ελλάδας, εκτιμούν, η παραμονή στη νομισματική ένωση ήταν επιθυμητή και δέχθηκε τη διάσωση κυρίως για να αποφύγει η χώρα το μεγάλο κόστος που θα είχε μια νέα και πολύ βαθιά ύφεση. Όπως τονίζουν οι οικονομολόγοι, απευθυνόμενοι στις χώρες του βορρά που είχαν υποστηρίξει στο παρελθόν τη σκληρή λιτότητα για γρήγορη μείωση του χρέους, οι πολιτικές που στοχεύουν στην επιθετική μείωση του δημόσιου χρέους μπορεί να γυρίσουν μπούμερανγκ σε δύο μέτωπα: μπορεί να μην αποτρέψουν τη χρεοκοπία και μπορεί τελικά να κάνουν την έξοδο από την ευρωζώνη πιο επιθυμητή.
Κατ' αυτή την έννοια, η διάσωση της Ελλάδας, έστω και αν είχε υψηλό κόστος, απέτρεψε τα χειρότερα για την ίδια τη χώρα, αλλά και για τους πιστωτές της και, συνολικότερα, για τη νομισματική ένωση.
Πηγή: sofokleousin.gr
Ακολουθήστε τη σελίδα του metrosport.gr και στο google news.
Κάντε like στη σελίδα μας στο Facebook