«Πάει, αυτό ήταν, τα χάσαμε τα παιδιά μας, αρχηγέ» ήταν τα λόγια του τότε προέδρου του Ολυμπιακού, Σταύρου Νταϊφά, προς τον Σταύρο Παπαδόπουλο, όταν έμαθε ότι η Θύρα 7 βάφτηκε με αίμα. 44 χρόνια έχουν περάσει από την αποφράδα εκείνη ημέρα που 21 ψυχές άφησαν την τελευταία τους πνοή στα σκαλοπάτια της Θύρας 7.
Εκείνη η Κυριακή, της 8ης Φεβρουαρίου του 1981, δεν έμοιαζε με καμία. Μια Κυριακή που στιγμάτισε όχι μόνο την ιστορία του Ολυμπιακού αλλά και του ελληνικού αθλητισμού με μια τραγωδία που όμοια της δε θα ξαναβρεις.
Νίκη βαμμένη με αίμα
Ο ήλιος έλαμπε εκείνη την Κυριακή. Έντυσε τόσο όμορφα κάθε κρυφή γωνία του γηπέδου που μετρούσε αντίστροφα για το μεγάλο ντέρμπι ανάμεσα σε Ολυμπιακό και ΑΕΚ. Οι φίλοι των «ερυθρολεύκων» τηρώντας με θρησκευτική ευλάβεια τις συνήθειες τους προετοιμαζόταν για τον αγώνα, διάλεξαν με προσοχή τη φανέλα που θα έβαζαν, πήραν το εισιτήριο στα χέρια και άρχισαν τη διαδρομή για το στάδιο. Οι πρώτοι, ήδη, είχαν φτάσει, η κερκίδα άρχισε να ζεσταίνεται, τα πρώτα συνθήματα ακουγόταν και η αγωνία χτυπούσε κόκκινο.
Το πρώτο σφύριγμα του διαιτητή ανέβασε και τους παλμούς στην κερκίδα. Μπαίνοντας στον αγωνιστικό χώρο οι παίκτες του Ολυμπιακού πήραν τον έλεγχο και με τη συμπλήρωση μισής ώρας παιχνιδιού προηγήθηκαν με γκολ του Γαλάκου. Στο δεύτερο μέρος η ΑΕΚ έμεινε με παίκτη λιγότερο λόγω της αποβολής του Μανωλά, οι Πειραιώτες εκμεταλλεύονται το αριθμητικό τους πλεονέκτημα και στο 53ο λεπτό Περσίας και Γαλάκος συνδυάζονται άψογα και ο δεύτερος διπλασιάζει τα τέρματα για την ομάδα τους. Στο 68’ ο Κουσουλάκης κάνει το 3-0 και στο 75’ ο Ορφανός ανεβάζει το δείκτη του σκορ στο 4-0. Ο Ολυμπιακός συνέχισε να πιέζει και στο 80’ κάνει το 5-0 με τον Βαμβακούλα ενώ τέσσερα λεπτά αργότερα ο Γαλάκος στέλνει για τρίτη φορά την μπάλα στα δίχτυα και διαμορφώνει το τελικό 6-0.
Ένα χατ τρικ και μια ευρεία νίκη που κανείς δε χάρηκε όσο σχεδίαζε. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα ακολουθούσε στα επόμενα λεπτά. Ο ενθουσιασμός, η χαρά, τα πανηγύρια που είχαν αρχίσει από νωρίς θα έδιναν τη θέση τους σε κραυγές βοήθειας, ένα «ανοίξτε», ένα «σταματήστε» και ένα μεγάλο «γιατί» που σιγοκαίει μέχρι και σήμερα.
Το χρονικό της τραγωδίας
Ο κόσμος άρχισε να αποχωρεί. Οι φίλαθλοι έτρεχαν, βιαζόταν να φτάσουν στο σημείο στη Θύρα 1, όπου θα περίμεναν την αποστολή για να αποθεώσουν τους παίκτες της ομάδας που τους είχαν χαρίσει τόσο μεγάλη χαρά. Οι πόρτες της Θύρας 7 δεν ήταν ανοιχτές, όμως. Κανείς δεν είχε φροντίσει να τις ανοίξει.
Όπως κατέβαιναν τα σκαλοπάτια, ένας νεαρός φίλαθλος πάτησε ένα πεταμένο κάθισμα αφρολέξ και γλίστρησε στις σκάλες. Τον ακολούθησαν και άλλοι και άλλοι με τις πρώτες φωνές για αυτοσυγκράτηση να ακούγονται αλλά το πάθος και ο ενθουσιασμός όπως και η θέληση να φτάσουν στη Θύρα 1 για τα «όλε, όλε» τις κάλυψαν. Ένας ένας φίλος των Πειραιωτών έπεφτε και ακολουθούσαν και άλλοι και άλλοι καθώς όσοι βρισκόταν πίσω δεν είχαν αντιληφθεί τι γινόταν μπροστά και συνέχιζαν να προχωρούν. Οι μπροστινοί ποδοπατήθηκαν. Κάποιοι αστυνομικοί ξήλωσαν ένα από τα τουρνικέ καταφέρνοντας να απεγκλωβίσουν με αυτόν τον τρόπο αρκετό κόσμο. Κραυγές βοήθειας σκέπασαν την ημέρα, κανείς δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι γινόταν.
Οι πρώτες σειρήνες ακούστηκαν, τα πρώτα ασθενοφόρα άρχισαν να καταφθάνουν από όλες τις περιοχές της Αθήνας. Νεκροί και τραυματίες μεταφέρθηκαν στο Τζάνειο. Οι συγγενείς αναζητούσαν τους δικούς τους ανθρώπους, τους φίλους τους. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί. Ρωτούσαν πως έγινε αυτό το κακό. Ήξεραν ότι ο πατέρας, ο παππούς, ο γιος ή η κόρη τους είχαν φύγει από το σπίτι για να βρεθούν στον γήπεδο πώς βρέθηκαν στο νοσοκομείο; Κανείς δεν μπορούσε να τους δώσει εξηγήσεις. Περίμεναν με αγωνία ένα καλό νέο, έβλεπαν τους γιατρούς να τρέχουν πανικόβλητοι, να προσφέρουν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να φροντίζουν τους τραυματίες. Ωστόσο, το προσωπικό του νοσοκομείου δεν επαρκούσε για την περίθαλψη των τραυματιών. Γινόταν συνεχώς εκκλήσεις για ιατρικές ενισχύσεις και για αίμα.
Στο Τζάνειο κατέφθαναν κυβερνητικοί αξιωματούχοι, που ενημέρωναν διαρκώς τον πρωθυπουργό Γεώργιο Ράλλη και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή, για τις εξελίξεις. Η τηλεόραση διέκοψε την κανονική ροή του προγράμματός της και μετέδιδε σοβαρή μουσική. Η απορία ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα πολλών και τα πρώτα κλάματα των μανάδων πάγωσαν την ατμόσφαιρα. Ο πρώτος είχε χαθεί, δυστυχώς, και ακολούθησαν άλλοι 18 που δεν κατάφεραν να κερδίσουν τη μάχη και «έφυγαν» για τη γειτονιά των αγγέλων στο «Τζάνειο» Νοσοκομείο του Πειραιά. Έξι μήνες αργότερα θα προστεθεί ακόμη ένας άνθρωπος στον τραγικό κατάλογο των νεκρών, καθώς δεν κατόρθωσε να ξυπνήσει ποτέ από το κώμα στο οποίο είχε πέσει.
Τα θύματα έφτασαν τα 21 ενώ οι τραυματίες ήταν πολλοί περισσότεροι. Αυτό που συνέβη είναι αδύνατον να το κατανοήσει ο ανθρώπινος νους! Κάποιοι λένε ότι η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, άλλοι ότι ήταν κλειστή. 21 νέοι άνθρωποι χάθηκαν τόσο άδικα αλλά κανείς δεν έχει λογοδοτήσει για αυτή την τραγωδία.
Ευθύνη αποδόθηκε;
Το πρώτο δικαστήριο έλαβε χώρα τρία χρόνια μετά το συμβάν. Κατηγορούμενοι κρίθηκαν πέντε φύλακες και πέντε αστυνομικοί. Ο τότε Αττικάρχης, Γιώργος Παντελάκης, είχε επισημάνει κατασκευαστικά λάθη του γηπέδου, αλλά τα λεγόμενα του δεν απασχόλησαν το δικαστήριο. Πρακτικά, αυτό συνέβη γιατί τα κατασκευαστικά αδικήματα, θεωρήθηκαν πλημμελήματα και έτσι παραγράφηκαν λόγω πενταετίας από την κατασκευή του γηπέδου. Μάλιστα, τα κατασκευαστικά προβλήματα είχαν δώσει προειδοποιήσεις, καθώς πριν από το συμβάν του 1981, υπήρξαν δύο συμβάντα με τραυματίες αλλά χωρίς θανάτους, το 1973 και το 1980.
Η πρωτόδικη απόφαση του δικαστηρίου στις 15 Μαρτίου 1984 ήταν καταδικαστική για τους πέντε φύλακες καθώς τους τιμώρησε με ποινή φυλάκισης 10 ετών και αθωωτική λόγω αμφιβολιών για τους αστυνομικούς. Μετά την καταδίκη τους οι πέντε φύλακες άσκησαν έφεση. Στις 13 Φεβρουαρίου 1986, άρχισε η εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό και το αποτέλεσμα ήταν αθωωτικό και για τους πέντε φύλακες.