Να μην αναλωθούμε πολύ στα γνωστά, τα οποία ειπώθηκαν και αναλύθηκαν πολλάκις και ποικιλοτρόπως από χθες για τον τελικό Κυπέλλου Λουξ.
Η διαιτησία του Λαόθ δηλαδή που όντως θεωρώ ότι δεν ήταν καλή, ανεξάρτητα πώς κάποιος θέλει να ερμηνεύσει τον κανονισμό ή με ποια γυαλιά βλέπει.
Ούτε Μπορμπαλάν ήταν, ούτε Μακέλι ο Ισπανός, τίναξε το ματς στον αέρα με την εύκολη κάρτα στον Ντόουγκλας μόλις στο 7', δεν είδε πολύ αργότερα τη δεύτερη κίτρινη στο Βραζιλιάνο, του διέλαθε η άσεμνη χειρονομία του Αϊτόρ, έδωσε πολλά ανάποδα σφυρίγματα, κουνούσε κάπως τα χέρια όταν του έλεγε ο VAR ότι είναι πέναλτι του Γκατσίνοβιτς και έκανε διάφορα περίεργα εκτός από τις δύο φάσεις πέναλτι, οι οποίες κατά την ταπεινή μου άποψη, έπρεπε να δοθούν ή και οι δύο ή καμία.
Προχωράμε όμως, ας πάμε στα υπόλοιπα... που προσωπικά μου έμειναν ως δευτερεύοντα αλλά σημαντικά στιγμιότυπα του τελικού.
Ξεκινώ από τα δακρυγόνα. Ο πραγματικός νικητής σε έναν τέτοιο αγώνα πρέπει να είναι το ποδόσφαιρο (κοινότυπο, αλλά ναι, αληθινό), όμως κλαίγοντας από -ληγμένα, δεν ξέρω- δακρυγόνα 50.000 κόσμου στο ΟΑΚΑ, μεταξύ των οποίων και πολλά παιδιά, επί της ουσίας κανείς δεν δικαιούται να πανηγυρίζει.
Όπως και το '17, δυστυχώς, λιγότερο αλλά και πάλι το '18 (δεν πρέπει να μπαίνουν σε ζυγαριά αυτά κ. Τόσκα). Πρέπει μάλλον να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι στην Ελλάδα το ποδόσφαιρο και ο αθλητισμός θα παραμείνουν «πόλεμος». Θα πρέπει δηλαδή να φυλάγεσαι, θα πρέπει να να διαλέγεις στρατόπεδο, θα πρέπει να προκαλέσεις τον αντίπαλο, θα πρέπει να μην αφήσεις αναπάντητη την πρόκληση και όλα αυτά φυσικά είναι αυτά που θα δώσουν έναν καλό λόγο στις δυνάμεις καταστολής να πατάξουν τη βία αδιακρίτως -διότι πολύ απλά αυτή είναι η δουλειά τους.
Δυστυχώς, ενώ το υποστήριζα φανατικά μέχρι χθες ότι επιτέλους πρέπει να αφήσουμε και πάλι τα γήπεδα να γεμίσουν, από χθες άρχισα και πάλι να το σκέπτομαι.
Τα δύο στιγμιότυπα
Αφήνω πίσω τα υπόλοιπα αγωνιστικά που ανέλυσαν οι συνάδελφοι, αλλά και είδατε εσείς με τα μάτια σας, οπότε έχετε την κρίση να ερμηνεύσετε και συνεχίζω με δύο στιγμιότυπα από τα αποδυτήρια του ΠΑΟΚ.
Το πρώτο είναι τα υγρά μάτια του Αλέξανδρου Πασχαλάκη, την ώρα που ανακοίνωνε, στο αδειο ΟΑΚΑ, εκεί που την αντίστοιχη ώρα άλλους Μάηδες οι τσιρίδες του ηχούσαν μέχρι και το πάρκινγκ του Σταδίου, την αποχώρησή του από τον ΠΑΟΚ.
Αξιζε ο κόπος να περιμένουμε καρτερικά κάμποσοι δημοσιογράφοι να ουρήσει για να τελειώσει ο έλεγχος αντιντόπινγκ, διότι τα όσα είπε βγήκαν μέσα του ανόθευτα, το βλέμμα του ώρες ώρες έφτανε στο υπερπέραν, παρά την ενοχλητική αλλά και λιγάκι χιουμοριστική ανάκριση του Γιώργου Μίνου.
Δε θα κρίνω τον Πασχαλάκη τώρα, γιατί και πάλι θα συναντήσω followers και haters. Ενα χέρι ΠΑΟΚτσήδικης παραδοχής πρέπει όμως να του δοθεί, ως ελάχιστη τιμή στο last dance ενός παιδιού η τρέλα του οποίου κούμπωσε με έναν ξεχωριστό τρόπο με το ασπρόμαυρο κλαμπ.
Και πάμε και στο τρίτο στιγμιότυπο: Οχι, δε θα αναφέρουμε κάτι για τον Ραζβάν, παρ' ότι το συνηθίζουμε (αδυναμίες είναι αυτές). Αυτή τη φορά θα αναφερθούμε στον Μπότο. Ο οποίος, έξω από τα αποδυτήρια, όπου άλλες χρονιές ακουγονταν στη δια πασών κάτι βραζιλιάνικα φάνκι, καθόταν απολαμβάνοντας μια αμήχανη ηρεμία ένα τσιγάρο που θαρρείς ότι κάηκε σε δευτερόλεπτα.
Αυτός ο κύριος είχε βυθιστεί στη σκέψη του λοιπόν και ένιωθα βλέποντάς τον εκείνη την ώρα πως δεν... σιχτίριζε μέσα του τον Λαόθ, όπως μπορεί να έκαναν οι περισσότεροι της ασπρόμαυρης αποστολής, αλλά ήδη σκεφτόταν τον επόμενο ΠΑΟΚ. Διότι από τον Πορτογάλο και τις τεχνικές επιλογές του θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό αν ο Δικέφαλος θα... υποβάλλει στη δοκιμασία του τελικού τους φιλάθλους του, όπως πολύ έξυπνα και παρηγορητικά ανέφερε σήμερα στην ανακοίνωσή του.
Ο Μπότο θα έχει την ευκαιρία, παράλληλα να αποδείξει όχι μόνο την αυτοδιαφημιζόμενη... εξυπνάδα του, που ανακαλύψαμε μέσα από το σημερινό του ποστ, αλλά και το αν μπορεί να αποτελέσει το έτερον ήμισυ του Λουτσέσκου, όπως αναμφίβολα υπήρξε ο Μίχελ το '18 και το '19. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο στοίχημα πλέον για τον ΠΑΟΚ. Δε χρειάζεται μεμψιμοιρία, παρά μόνο διδαχή από τα λάθη και χτίσιμο, μετά από μια σεζόν με πολλά λάθη, αλλά και από μια βραδιά τα απόνερα της οποίας οδηγούσαν στην αίσθηση ενός «τέλους εποχής».