Θα μπορούσε η κατανάλωση ενός φρούτου να προστατεύσει την εγκεφαλική λειτουργία, διαδραματίζοντας τον ρόλο της ασπίδας έναντι της νόσου Αλτσχάιμερ; Ίσως ναι, ισχυρίζεται τώρα μια ομάδα ερευνητών από το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου RUSH.
Οι μελετητές του RUSH διαπίστωσαν μια πιθανή συσχέτιση μεταξύ της βιοδραστικής ένωσης πελαργονιδίνη (κατηγορία ανθοκυανίνης που λέγεται αγλυκόνη και χαρίζει πορτοκαλί ερυθρό χρώμα στα φρούτα) και της παρουσίας λιγότερων NFTs στον εγκέφαλο. Τα NFTs προκαλούνται από μη φυσιολογικές αλλαγές, που συμβαίνουν όταν οι πρωτεΐνες Τ συσσωρεύονται στον εγκέφαλο και η παρουσία τους αποτελεί ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά διάγνωσης της νόσου Αλτσχάιμερ σε έναν ασθενή. Τα νέα επιστημονικά ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο Journal of Alzheimer’s Disease.
«Υποψιαζόμαστε ότι οι αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες της πελαργονιδίνης μπορεί να μειώσουν τη συνολική νευροφλεγμονή, η οποία, με τη σειρά της, μπορεί να μειώσει την παραγωγή κυτοκίνης», δήλωσε η δρ. Julie Schneider, νευροπαθολόγος στο Κέντρο Νόσου Αλτσχάιμερ του Πανεπιστημίου RUSH στο Σικάγο, αναπληρώτρια καθηγήτρια και συγγραφέας της μελέτης.
Οι κυτοκίνες είναι πρωτεΐνες που παράγονται από τα κύτταρα και μπορούν να ρυθμίσουν διάφορες φλεγμονώδεις αποκρίσεις. Η φλεγμονή στον εγκέφαλο έχει συνδεθεί με την παθολογία του Αλτσχάιμερ, όπως οι πλάκες και η σύγχυση. Τα δεδομένα υποδηλώνουν ότι η πελαργονιδίνη μπορεί να προστατεύσει τον εγκέφαλο που γερνά από την ανάπτυξη της νόσου Αλτσχάιμερ.
Πώς μπορούμε, όμως, να εξασφαλίσουμε την απαραίτητη ποσότητα πελαργονιδίνης για να προστατεύσουμε τον εγκέφαλό μας; Φαίνεται πως άφθονη πηγή πελαργονιδίνης αποτελούν οι φράουλες, ένα αγαπημένο για πολλούς φρούτο, που μπορούμε εύκολα να εντάξουμε στη διατροφή μας.
«Ενώ η πελαγονιδίνη θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω για το ρόλο της στη διατήρηση της υγείας του εγκεφάλου σε ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας, η κατανάλωση φράουλας συνιστά ωστόσο μια απλή προσθήκη στο διατροφολόγιο, που σχεδόν ο καθένας μπορεί να εντάξει», δήλωσε η Puja Agarwal, Ph.D., διατροφολόγος – επιδημιολόγος στο Κέντρο Νόσου Αλτσχάιμερ του RUSH, επίκουρη καθηγήτρια Ιατρικής στο Ιατρικό Κέντρο του RUSH και συγγραφέας της μελέτης.
Οι ερευνητές του RUSH εξέτασαν τα δεδομένα της διαχρονικής μελέτης MAP του Rush Memory and Aging Project, που ξεκίνησε το 1997, περιλαμβάνοντας άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω, που ήταν κάτοικοι περισσότερων από 40 κοινοτήτων συνταξιούχων στο βόρειο Ιλινόις. Όσοι εγγράφηκαν ήταν κυρίως λευκοί, χωρίς διαγνωσμένη άνοια και όλοι συμφώνησαν να υποβληθούν σε ετήσιες κλινικές αξιολογήσεις όσο ζούσαν και σε αυτοψία εγκεφάλου μετά το θάνατό τους.
Αξιολογήθηκαν τα στοιχεία 575 ατόμων μετά το θάνατό τους, για τα οποία παρέχονταν πλήρεις πληροφορίες αναφορικά με τη διατροφή τους, καθώς και οι αυτοψίες εγκεφάλου που έγιναν μετά τον θάνατό τους. Η μέση ηλικία θανάτου ήταν τα 91,3 έτη. Όπως προέκυψε, συνολικά 120 συμμετέχοντες ήταν φορείς του γονιδίου APOE 4, δηλαδή του ισχυρότερου γενετικού παράγοντα που σχετίζεται με τον κίνδυνο νόσου Αλτσχάιμερ, έναντι 452 ατόμων, που δεν ήταν φορείς του γονιδίου.
Αναφορικά με την αξιολόγηση της διατροφής τους, οι συμμετέχοντες απάντησαν σε ένα ερωτηματολόγιο, που αφορούσε στις διατροφικές συνήθειες που είχαν για έως και 20 χρόνια πριν το θάνατό τους, ενώ μετά το θάνατό τους ακολούθησε μια νευροπαθολογική αξιολόγηση.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης, κάθε άτομο έλαβε ένα ετήσιο, τυποποιημένο τεστ σχετικά με τη γνωστική ικανότητα σε πέντε τομείς:
επεισοδιακή μνήμη,
μνήμη εργασίας,
σημασιολογική μνήμη,
οπτικοχωρική ικανότητα και
ταχύτητα αντίληψης
Παράλληλα, οι ερευνητές προσάρμοσαν άλλους παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη μνήμη και τις δεξιότητες σκέψης, όπως η εκπαίδευση, η ύπαρξη ή μη του γονιδίου APOE 4, τα επίπεδα των βιταμινών Ε και C με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αλλοιώνουν τα αποτελέσματα. Παρατηρήθηκε ότι οι συσχετίσεις μεταξύ των διατροφικών συνηθειών και της νόσου Αλτσχάιμερ ήταν πιο έντονες στις περιπτώσεις των ανθρώπων που εξ αρχής δεν παρουσίαζαν σημάδια άνοιας ή γνωστικής έκπτωσης.
«Δεν παρατηρήσαμε το ίδιο αποτέλεσμα σε άτομα με το γονίδιο APOE 4, που σχετίζεται με τη νόσο του Αλτσχάιμερ, ωστόσο αυτό μπορεί να οφείλεται και στο μικρότερο δείγμα αυτών των ανθρώπων στην εν λόγω μελέτη», σχολίασε η δρ. Agarwal. «Η μελέτη ήταν παρατηρητική και δεν αποδεικνύει άμεση αιτιώδη σχέση. Απαιτείται περαιτέρω έρευνα, για να κατανοηθεί ο ρόλος της διατροφής στη νόσο του Αλτσχάιμερ, ωστόσο αυτή η μελέτη μας δίνει ελπίδα για το πώς συγκεκριμένα διατροφικά συστατικά, όπως τα φρούτα της οικογένειας των μούρων, μεταξύ των οποίων και οι φράουλες, μπορούν να βοηθήσουν στην υγεία του εγκεφάλου», κατέληξε.