Ο αθλητισμός επί δεκαετίες κάνει παρέμβαση στην πολιτική. Είναι γνωστές οι προσπάθειες που έκαναν στο παρελθόν οι μεγάλες δυνάμεις προκειμένου να ασκήσουν πολιτική μέσω των Ολυμπιακών Αγώνων. Από τους Αγώνες του Χίτλερ το 1936 μέχρι τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς του Σότσι το 2014 και από το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου του 1934 στην Ιταλία του Μουσολίνι μέχρι τα μποϊκοτάζ των Ολυμπιακών το 1980 και το 1984, η πολιτική αναμείχθηκε έντονα σε κρατικό επίπεδο με τον αθλητισμό. Με το πέρασμα των χρόνων τα ηνία για την άσκηση πολιτικής πέρασε και στα χέρια των αθλητών. Πολιτική ασκούν και οι σταρ του αθλητισμού και ορισμένες φορές οι ομάδες. Η αρχή έγινε από τους Αμερικανούς δρομείς Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος που στους Ολυμπιακούς του 1968 ύψωσαν τη γαντοφορεμένη τους γροθιά στην ανάκρουση του ύμνου των ΗΠΑ. Το Φθινόπωρο του 2017, στις ΗΠΑ υπήρξε ένα κύμα αντίδρασης από έγχρωμους επαγγελματίες αθλητές του αμερικανικού ποδοσφαίρου κατά των φαινομένων ρατσισμού, που εκφράστηκε με το γονάτισμα κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου. Η διαμαρτυρία αυτή μεταδόθηκε σχετικά αργά, αλλά όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ απαίτησε από τους συλλόγους να εκδιώξουν όποιον αθλητή γονατίζει έναντι του ύμνου, η αντίδραση του αθλητικού κόσμου υπήρξε αστραπιαία.
Η υπόθεση ξέφυγε από το θέμα του ρατσισμού και πέρασε στο ζήτημα της ελευθερίας του λόγου, με την αντίδραση να ενισχύεται πλέον από λευκούς παράγοντες, προπονητές, αθλητές και άλλους από πολλά αθλήματα στις ΗΠΑ.
Υπήρξε όμως και αντίδραση με ευρύτερο πολιτικό χαρακτήρα. Τον Οκτώβριο του 2017 στο «Καμπ Νου» της Βαρκελώνης, την ημέρα που η Μπαρτσελόνα αντιμετώπιζε τη Λας Πάλμας κι ενώ είχε προγραμματιστεί από τους Καταλανούς δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της περιοχής από την Ισπανία. Δημοψήφισμα το οποίο είχε κριθεί παράνομο. Η αντίδραση των Καταλανών ήταν έντονη κατά τη διάρκεια του αγώνα.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν άφησε αδιάφορους τους αθλητικούς οργανισμούς. Πρώτα η Euroleague απέβαλε τις ρωσικές ομάδες από τη διοργάνωση και ακολούθησαν FIFA και UEFA. H απόφαση των υπερεθνικών ομοσπονδιών ίσως ήταν και το ισχυρότερο «χαστούκι» για τον ρωσικό αθλητισμό, καθώς μένει η Εθνική ομάδα της χώρα εκτός Παγκοσμίου Κυπέλλου
(στις 25/3 θα έπαιζε στα play-off με στόχο το Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ). Και δεν είναι μόνο αυτά τα πλήγματα στον ρωσικό αθλητισμό. Η Σπαρτάκ Μόσχας αποβλήθηκε από το Γιουρόπα Λιγκ, ενώ ο τελικός του Τσάμπιονς Λιγκ που είναι προγραμματισμένος για τις 28 Μαΐου δεν θα διεξαχθεί στην Αγία Πετρούπολη, αλλά στο Παρίσι.
Στο «παιχνίδι» των κυρώσεων μπήκε και η ΔΟΕ η οποία προέτρεψε τις διεθνείς ομοσπονδίες όλων των σπορ να ματαιώσουν οποιοδήποτε αθλητικό γεγονός έχουν προγραμματίσει να γίνει στη Ρωσία ή τη Λευκορωσία.
Ο αθλητισμός γυρνάει την πλάτη στη Ρωσία. Οι περισσότερες ομάδες έχουν ακυρώσει τις χορηγικές τους συμβάσεις με ρωσικές εταιρείες θυσιάζοντας δεκάδες εκατομμύρια. Μόνο η UEFA θα χάσει περίπου 50 εκατ. ευρώ από το «σπάσιμο» των συμβολαίων της με την Gazprom.
Η ανάθεση μεγάλων διοργανώσεων εξυπηρετεί την ενίσχυση του πολιτικού προφίλ των ηγετών της κάθε χώρας και η Ρωσία το πέτυχε με την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων και του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Οι αποφάσεις του παγκόσμιου αθλητισμού, μετά τις οικονομικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία, είναι η δεύτερη θηλειά στον λαιμό της χώρας. Είναι όμως αρκετές ώστε να πλήξουν τον Ρώσο ηγέτη; Εμπειροι αθλητικοί παράγοντες εκτιμούν ότι το «στραγγάλισμα» του αθλητισμού της Ρωσίας είναι ικανό να προκαλέσει αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας και επιχειρηματολογούν κάνοντας σύγκριση με το μποϊκοτάζ που έγινε εναντίον της Νότιας Αφρικής στη διάρκεια του “απαρτχάιντ”, το οποίο έγινε η αιτία το καθεστώς να αλλάξει πολιτική, περισσότερο και από τις οικονομικές κυρώσεις. Αυτή είναι η μία άποψη, καθώς υπάρχουν και αναλυτές που υποστηρίζουν ότι είναι περισσότερο σύνθετο το πρόβλημα και δεν θα αγγίξει την πολιτική της Ρωσίας στα γεωπολιτικά θέματα το «εμπάργκο» στον αθλητισμό της.