H δημόσια συζήτηση στη χώρα μας τις τελευταίες μέρες περιστράφηκε σε ένα, το λιγότερο αχρείαστο στις παρούσες συνθήκες, πεδίο του κατά πόσο είναι εθνικά συμφέρον να προμηθευτεί η Τουρκία τα F-16 προσδοκώντας ότι μία τέτοια εξέλιξη θα έθετε την Αγκυρα υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ στο προσεχές μέλλον.
Την ίδια ώρα όμως, που τίθενται τα ζητήματα αυτά προκαλώντας τη σφοδρή αντίδραση των ομογενών, οι οποίοι «έκοψαν» τα τουρκικά F-35 και «τρέχουν» δυναμικά την καμπάνια, «No jets for Turkey», οι ίδιοι οι Αμερικανοί εμφανίζονται εξαιρετικά προβληματισμένοι για το εάν μπορούν πλέον να ελέγξουν τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν λαμβάνοντας πολύ σοβαρά υπόψη τους τις απειλές κατά της Ελλάδας.
Στο πλαίσιο αυτό, το πολεμικό σκηνικό, που στήνει το τουρκικό καθεστώς στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, εκτιμάται ότι θα μπορούσε να δημιουργήσει δεδομένα, που θα έφερναν την Ουάσιγκτον σε δύσκολη θέση και ενώπιον επώδυνων αποφάσεων καθώς θα έπρεπε να πάρει είτε το μέρος της Ελλάδας και να συγκρουστεί με την Τουρκία είτε να πιέσει τη χώρα μας να προβεί σε εθνικές υποχωρήσεις.
Ενας έντιμος διαμεσολαβητής, όχι πια
Το πρόσφατο άρθρο με τον τίτλο, «Ενας έντιμος διαμεσολαβητής, όχι πια: Οι ΗΠΑ ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα», του καθηγητή Εθνικής Ασφάλειας στη Ναυτική Μεταπτυχιακή Σχολή των ΗΠΑ και ειδικού στην ιστορία της Τουρκίας Ράιαν Τζιντζέρας αποτυπώνει την οπτική, με την οποία προσεγγίζουν Αμερικανοί θεωρητικοί, με σημαντική επιρροή, την κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στην αμερικανική πλατφόρμα ανάλυσης θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας, «War on the Rocks», προκαλώντας αίσθηση λόγω των διλημμάτων, που θέτει ευθέως ο αρθρογράφος, τα οποία θεωρεί ότι θα κληθεί να διαχειριστεί η αμερικανική κυβέρνηση εάν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τραβήξει το σκοινί και επιτεθεί στη χώρα μας.
Η δυσκολία των ΗΠΑ για παρέμβαση σε ελληνοτουρκική κρίση
Αφού κάνει μία αναδρομή της επικίνδυνης κλιμάκωσης της τουρκικής επιθετικότητας με αποκορύφωμα την προειδοποίηση του Τούρκου προέδρου ότι θα εκτοξεύσει βαλλιστικούς πυραύλους κατά της Αθήνας ο Αμερικανός καθηγητής εστιάζει στις σταθερές παραινέσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντν περί μείωσης των εντάσεων στην περιοχή μας, πολιτική αντιμετώπιση, που ίσως δεν αρκεί να λειτουργήσει «πυροσβεστικά», όπως σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο παρελθόν. Ο Ράιαν Τζιντζέρας φτάνει σε αυτό το αρχικό συμπέρασμα διαπιστώνοντας ότι οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις έχουν αλλάξει δραματικά την τελευταία δεκαετία μειώνοντας επί της ουσίας τις δυνατότητες αποτελεσματικής παρέμβασης εάν απαιτηθεί. «Το να πιστεύουμε, επομένως, ότι το προηγούμενο του παρελθόντος θα βοηθούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες να μεσολαβήσουν με επιτυχία σε μια σημερινή ελληνοτουρκική κρίση μπορεί να είναι αβάσιμο» καθώς ίσως αποδειχτεί ότι εάν Αγκυρα και Αθήνα βρεθούν στα πρόθυρα σοβαρής κρίσης τα περιθώρια της αμερικανικής αντίδρασης θα είναι εξαιρετικά περιορισμένα.
Για το λόγο αυτό, ο Αμερικανός καθηγητής ουσιαστικά υποδεικνύει στην αμερικανική κυβέρνηση να μην πέσει στην παγίδα της στρατηγικής γεφύρωσης των ελληνοτουρκικών διαφορών κατά το πρότυπο των περασμένων δεκαετιών. «Μέχρι τη δεκαετία του 1970, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ αποδείχτηκαν επιτυχημένοι στη διατήρηση της ειρήνης μεταξύ Αγκυρας και Αθήνας, παρά μια σειρά κρίσεων. Το επίκεντρο αυτών των εντάσεων, το ζήτημα της κυπριακής κυριαρχίας, οδήγησε τόσο την Ελλάδα όσο και την Τουρκία να απειλήσουν να εμβαθύνουν τους δεσμούς τους με τη Μόσχα ως μέσο επίτευξης μεγαλύτερης αμερικανικής υποστήριξης. Οταν η Αγκυρα απείλησε να εισβάλει στην Κύπρο το 1964, ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον απέστειλε μια αυστηρή επιστολή προς τον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού απειλώντας με σειρά συνεπειών σε περίπτωση, που ξεκινούσε μια επίθεση. Ο Τζόνσον είπε συγκεκριμένα ότι μια εισβολή στην Κύπρο θα ανάγκαζε τους συμμάχους της Αγκυρας στο ΝΑΤΟ να επανεξετάσουν την "υποχρέωσή τους να προστατεύσουν την Τουρκία από τη Σοβιετική Ενωση", την οποία κάποιοι φοβήθηκαν ότι θα παρέμβει στο νησί σε περίπτωση σύγκρουσης. Ακόμη και όταν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επιδεινώθηκαν στη δεκαετία του 1970, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι ήταν σίγουροι ότι ήταν σε θέση να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών. "Και τα δύο κράτη θα ήθελαν να εξαρτώνται λιγότερο από τις ΗΠΑ", αναφέρεται σε μια εκτίμηση των μυστικών υπηρεσιών τον Ιούνιο του 1974. Ακόμη και στο χειρότερο σενάριο, φαινόταν πιθανό "ότι η Αθήνα και η Αγκυρα θα επιδίωκαν - αναμφίβολα με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ - να αποτρέψουν μία σύγκρουση μεγαλύτερης κλίμακας". Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 δοκίμασε τη βεβαιότητα αυτής της εκτίμησης».
Αποδυνάμωση των δεσμών με Ελλάδα - Τουρκία
Οπως σημειώνει ο Ράιαν Τζιντζέρας, αν και η αμερικανική παρέμβαση βοήθησε στην αποτροπή ενός εκτεταμένου πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, οι δεσμοί της Ουάσιγκτον τόσο με την Αθήνα όσο και με την Αγκυρα αποδυναμώθηκαν σημαντικά. «Η Ελλάδα, έχοντας αισθανθεί προδομένη από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αποχώρησε για λίγο από τη στρατιωτική δομή διοίκησης του ΝΑΤΟ και αναζήτησε στενότερες σχέσεις με τη Σοβιετική Ενωση. Παρά το γεγονός ότι η Τουρκία είχε εξασφαλίσει τους στόχους της επέμβασης της στην Κύπρο, οι Τούρκοι αξιωματούχοι έμειναν ενοχλημένοι αφού το Κογκρέσο των ΗΠΑ επέβαλε τριετές εμπάργκο όπλων στην Αγκυρα. Ωστόσο, η βασική υπόθεση της αξιολόγησης του 1974 επικυρώθηκε. Η Ουάσιγκτον υπήρξε ο καλύτερος διαμεσολαβητής μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας επί των εδαφικών διαφορών στο Αιγαίο τις δεκαετίες του 1970 και του 1980». Με τον ίδιο τρόπο, «όταν η Αγκυρα και η Αθήνα έφτασαν στο κατώφλι του πολέμου για μια διαμάχη για τις αντικρουόμενες διεκδικήσεις τους σε ένα ακατοίκητο νησί το 1996, ο Μπιλ Κλίντον μίλησε απευθείας στην πρωθυπουργό της Τουρκίας Τανσού Τσιλέρ αργά το βράδυ με την ελπίδα να αποφύγει τη σύγκρουση».
Οι συμβουλές του Νταβούτογλου στον Ερντογάν για τις παγκόσμιες σχέσεις και το «ιστορικό δικαίωμα» της Τουρκίας
Ολα αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν, καθώς όπως αναφέρει ο Αμερικανός καθηγητής, έχουν σημειωθεί σημαντικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι Τούρκοι πολιτικοί αντιλαμβάνονται τόσο την Ελλάδα όσο και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κεντρικό στοιχείο αυτής της αλλαγής ήταν η καθιέρωση ενός νέου ήθους σε σχέση με την εξωτερική πολιτική. «Ο αρχιτέκτονας αυτής της νέας προοπτικής, Αχμέτ Νταβούτογλου, συμβούλεψε τον τότε πρωθυπουργό Ερντογάν να ακολουθήσει μια πιο δυναμική, φιλόδοξη προσέγγιση τόσο στις περιφερειακές όσο και στις παγκόσμιες σχέσεις. Εκτός από το ότι θεώρησε την Τουρκία ως ηγέτη στον ευρύτερο ισλαμικό κόσμο, ο Νταβούτογλου υποστήριξε ότι η Τουρκία είχε ένα ιστορικό δικαίωμα να διαδραματίσει έναν πιο ηγεμονικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή… Η Δύση, υποστήριξε, συνήθιζε να χρησιμοποιεί την Ελλάδα για να εκφοβίσει την Τουρκία, εμποδίζοντάς την έτσι να ανοίξει ‘τους ορίζοντές της σε πολιτικές προσανατολισμένες σε μεγάλης κλίμακας και παγκόσμιεςδράσεις’. Για πολλούς Τούρκους, συμπεριλαμβανομένου του Ερντογάν, τα γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας επιβεβαίωσαν την ευρύτερη εκτίμηση του Νταβούτογλου».
Στο πλαίσιο αυτό, που έχει ισχυρές βάσεις στο τουρκικό πολιτικό κατεστημένο, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν «παρερμηνεύει συνεχώς το καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου υποστηρίζοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν την Ελλάδα για να υπονομεύσουν την Τουρκία» με τους προκλητικούς ισχυρισμούς του Τούρκου προέδρου να μην είναι αποτέλεσμα «εγχώριων ανησυχιών ή προσωπικής παράνοιας. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι απόψεις του αντιπροσωπεύουν μια ευρεία συναίνεση για την ιστορία της σχέσης της Αμερικής με την Τουρκία. Πιστεύεται ευρέως, ακόμη και μεταξύ των αντιπάλων του Ερντογάν, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν σταθερά να χαλιναγωγήσουν ή να υποτιμήσουν την Τουρκία από τα πρώτα στάδια του Ψυχρού Πολέμου. Οταν η κυβέρνηση Τραμπ απείλησε δημόσια ότι θα εκδιώξει την Τουρκία από το πρόγραμμα των F-35, αξιωματούχοι στην Τουρκία παρομοίασαν το τελεσίγραφο με την αμηχανία, που προκάλεσε η επιστολή του Τζόνσον το 1964 προειδοποιώντας την Αγκυρα να μην εισβάλει στην Κύπρο. Οι ευρέως διαδεδομένες υποψίες για συνενοχή των ΗΠΑ στην απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016 απηχούν μια κοινή πεποίθηση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βοήθησαν τον σχηματισμό στρατιωτικής χούντας το 1980. Δεν είναι ασυνήθιστο για ειδικούς και πρώην αξιωματούχους να υπονοούν ότι η καταστροφή της Τουρκίας ήταν πάντα μέρος ενός δυτικού σχεδίου υπό την ηγεσία των Αμερικανών. Αυτή η υπόθεση είναι αναμφισβήτητα κεντρική στο πώς βλέπει ο ίδιος ο Ερντογάν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας».
Μέσα σε αυτό το διαμορφωμένο περιβάλλον των αμερικανοτουρκικών σχέσεων φαίνεται ότι αναιρείται η θέση της Ουάσιγκτον ως διαμεσολαβητή μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. «Αν και ορισμένοι υποστήριξαν ότι η τοποθέτηση του Ερντογάν μπορεί να είναι ένα προεκλογικό τέχνασμα, φαίνεται να υπάρχει ελάχιστος χώρος για συμβιβασμό μεταξύ των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και των στρατηγικών σχεδίων της Αγκυρας. Επιπλέον, όπως σκέφτηκε πρόσφατα ένας Τούρκος ειδικός, ο άνεμος μπορεί τώρα να είναι ευνοϊκός για την Τουρκία. Με τον πόλεμο να μαίνεται στην Ουκρανία, η Δύση μπορεί να αναγκαστεί να δεχτεί μια τουρκική επίθεση, για χάρη της ενότητας του ΝΑΤΟ, όπως έγινε κατά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974. Αυτές οι θεμελιώδεις συνθήκες μπορεί κάλλιστα να ωθήσουν την Αγκυρα σε πόλεμο με την Αθήνα στο άμεσο μέλλον».
«Πρόκληση» για τους πολιτικούς η αντιμετώπιση της Τουρκίας ως ανταγωνιστή ή αντιπάλου
Η ανάλυση του Ράιαν Τζιντζέρας ολοκληρώνεται λαμβάνοντας ως δεδομένη την απειλή μιας τουρκικής επίθεσης στην Ελλάδα, προοπτική, που αναγκάζει την Ουάσιγκτον να επεξεργαστεί διάφορα «ανεπιθύμητα σενάρια. Εάν ο Ερντογάν σκοπεύει να διεξαγάγει πόλεμο, η ισορροπία μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας μπορεί να καταστεί αδύνατο να διατηρηθεί. Για την Ουάσιγκτον, η διατήρηση της ειρήνης μπορεί να καταλήγει σε δύο δυσμενείς επιλογές. Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι θα μπορούσαν να πιέσουν την Αθήνα να παραχωρήσει πτυχές της κυριαρχίας της. Επιπλέον, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα μπορούσε να εγκαταλείψει ξαφνικά τη συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας με την Ελλάδα. Διαφορετικά, είναι πιο πιθανό οι ΗΠΑ να μην έχουν άλλη εναλλακτική από το να ενεργήσουν ως de facto εγγυητής της εδαφικής κυριαρχίας της Ελλάδας».
Στην περίπτωση, που «οι Ηνωμένες Πολιτείες υποχρεωθούν να υπερασπιστούν την Ελλάδα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ουάσιγκτον μπορεί να αναγκαστούν να κάνουν κάτι ακόμη πιο σοβαρό: Να αντιμετωπίσουν ξανά την Τουρκία ως άμεσο ανταγωνιστή ή αντίπαλο. Η προσαρμογή σε μια τέτοια πραγματικότητα θα ήταν σίγουρα μια σημαντική πρόκληση για τους Αμερικανούς πολιτικούς. Ο σχεδιασμός ασφαλείας των ΗΠΑ, καθώς και η αμυντική στρατηγική του ΝΑΤΟ στο σύνολό της, εξαρτάται από την υποστήριξη της Τουρκίας ως συμμάχου τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Μέση Ανατολή. Επομένως, η επαναπροσέγγιση της Τουρκίας με ανταγωνιστικούς όρους θα είχε ως αποτέλεσμα μια ευρύτερη γεωστρατηγική αναθεώρηση.
Οπως μια επιθετική Ρωσία έτσι και μια εχθρική Τουρκία δυνητικά θέτει σε κίνδυνο την ελεύθερη ροή της κυκλοφορίας μέσω της Μαύρης Θάλασσας και της Μεσογείου. Η αντιμετώπιση αυτής της πιθανής απειλής θα οδηγούσε σε νέες αμυντικές δεσμεύσεις, όπως η επέκταση των δεσμών ασφαλείας με την Ελλάδα, την Κύπρο και την Αίγυπτο. Ενώ λίγοι στις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να επιθυμούν να δουν αυτές τις αλλαγές να πραγματοποιούνται, οι περιστάσεις μπορεί να απαιτήσουν από την Ουάσιγκτον να αναγνωρίσει τις τουρκικές εχθρικές πράξεις ως αποσταθεροποιητική δύναμη στον κόσμο».
πηγή: reader
Ακολουθήστε τη σελίδα του metrosport.gr και στο google news.
Κάντε like στη σελίδα μας στο Facebook