Ήταν Σάββατο 18 Αυγούστου του 1917. Τα ρολόγια έδειχναν πέντε το απόγευμα. Στη βορειοδυτική άκρη της πόλης της Θεσσαλονίκης και μέσα από τα τείχη κάποιες σπίθες φωτιάς, που ξέφυγαν από τον έλεγχο δύο γυναικών, κάπου στην τουρκική συνοικία του Μεβλεχανέ, σ᾽ ένα φτωχόσπιτο της σημερινής οδού Ολυμπιάδος, έγιναν η αιτία της μεγάλης καταστροφής. Οι σπίθες απλώθηκαν από την κουζίνα στην αποθήκη του σπιτιού όπου υπήρχαν άχυρα και όλα τα υπόλοιπα έγιναν γρήγορα και τραγικά.
Η πυρκαγιά μέσα σε 32 ώρες έκαψε 9.500 σπίτια σε έκταση 1.000.000 τετραγωνικών μέτρων και άφησε άστεγους πάνω από 70.000 ανθρώπους. Από αυτούς οι 52.000 ήταν Εβραίοι, οι 11.000 ήταν μουσουλμάνοι και οι 10.000 χριστιανοί. Οι ανθρώπινες απώλειες της πυρκαγιάς ήταν ελάχιστες, με μοναδικούς νεκρούς λίγους Γάλλους στρατιώτες.
Η φωτιά διήρκεσε σχεδόν τρεις ημέρες και προκάλεσε τη μεγαλύτερη καταστροφή της πόλης τα νεότερα χρόνια· κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά το μεγαλύτερο τμήμα του ιστορικού κέντρου της πόλης.
Οι λόγοι για τους οποίους η φωτιά ξαπλώθηκε με μεγάλη ταχύτητα και πέρασε πολύ γρήγορα από τις ψηλότερες φτωχικές γειτονιές προς τα κάτω στις κοσμοπολίτικες περιοχές της Αγοράς και της Πλατείας Ελευθερίας ως τη θάλασσα ήταν:
1. Επικρατούσε για δύο ολόκληρους μήνες μεγάλη ανομβρία με αποτέλεσμα να μην υπάρχει αρκετό νερό.
2. Φυσούσε ισχυρός βόρειος άνεμος, που ευνόησε τη διάδοση της φωτιάς.
3. Η έλλειψη ρυμοτομίας, τα στενά δρομάκια, τα σοκάκια των οθωμανικών πόλεων, διευκόλυναν τη μετάδοση της φωτιάς από σπίτι σε σπίτι.
4. H έλλειψη οργανωμένης πυροσβεστικής υπηρεσίας.
«Βοήθεια» από τους Συμμάχους
Οι συμμαχικές δυνάμεις που υπήρχαν στην πόλη, κυρίως οι Άγγλοι και Γάλλοι, έσπευσαν να βοηθήσουν στην κατάσβεση και είχαν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της φωτιάς. Ωστόσο, έκαναν σφάλματα: Για να δημιουργήσουν αντιπυρικές ζώνες, ανατίναζαν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα, δημιουργώντας έτσι νέες εστίες φωτιάς. Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι βοήθησαν σημαντικά στην εκκένωση των φλεγόμενων περιοχών από τον πληθυσμό και περιέθαλψαν τους πυροπαθείς πρόσφυγες. Οι Άγγλοι, μάλιστα, οργάνωσαν γρήγορα και υποδειγματικά στρατόπεδα προσφύγων.
Η εβραϊκή κοινότητα ήταν αυτή που χτυπήθηκε περισσότερο. Ολόκληρες συνοικίες όπου διέμεναν εβραϊκές οικογένειες από αιώνες καταστράφηκαν ολοσχερώς, κάηκαν επίσης τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της κοινότητας, οι βιβλιοθήκες με πολύτιμα βιβλία, πολλές συναγωγές, ενώ η φωτιά έπληξε τις περισσότερες εβραϊκές επιχειρήσεις και κατέστρεψε τα περισσότερα καταστήματα εβραίων ιδιοκτητών.
Στην αρχή, ο κόσμος πίστευε ότι η φωτιά θα σταματούσε στην οδό Εγνατίας, που ήταν πλατύτερη σε σχέση με τα στενά σοκάκια της Πάνω Πόλης· όμως πέρασε απέναντι και εξαπλώθηκε γρήγορα προς τη θάλασσα, καταστρέφοντας τις μεσαιωνικές σκεπαστές Αγορές, τα κομψά νεοκλασικά κτίρια της προκυμαίας, της Πλατείας Ελευθερίας, και της οδού Αγ. Σοφίας, δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες, ξενοδοχεία πολυτελείας, καφέ και μπυραρίες, λέσχες...σχεδόν τα πάντα που εύρισκε στο πέρασμά της.
Ό,τι δεν έκαναν οι πόλεμοι
Οι φλόγες κατάφεραν αυτό που δεν είχαν καταφέρει οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912 και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος: Έσβησαν τα ίχνη αιώνων από την πολιτιστική παρουσία εθνοθρησκευτικών ομάδων στη μορφή της μεγαλούπολης, αλλά και εξαφάνισαν τα σημάδια από το πέρασμα τόσων ανθρώπων που γεννήθηκαν, έζησαν και κινήθηκαν σε σπίτια, ναούς, σχολεία, αγορές, λουτρά, δρόμους που μέσα σε λίγες ώρες είχαν γίνει ερείπια και είχαν γεμίσει με συντρίμμια.
Η πυρκαγιά δημιούργησε μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα σε μία πόλη που ήταν ήδη επιβαρυμένη από πληθυσμούς προσφύγων από τη βουλγαροκρατούμενη Θράκη και από περιοχές της ευρύτερης Μακεδονίας λόγω του πολέμου στο Μακεδονικό Μέτωπο.
Η ανοικοδόμηση της πόλης
Μία από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησης Βενιζέλου, ήταν η σύσταση επιτροπής που την αποτελούσε μία ομάδα Ελλήνων και ξένων επιστημόνων με σκοπό τον επανασχεδιασμό και την ανοικοδόμηση του κέντρου της πόλης. Δεν θα επιτρεπόταν η ανεξέλεγκτη ανοικοδόμηση της πόλης, αλλά μόνο στη βάση ενός νέου πολεοδομικού σχεδίου, που εκπόνησε ο υπουργός συγκοινωνιών Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Με απόφαση του Παπαναστασίου ιδρύθηκε «Διεθνής Επιτροπή Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης». Επικεφαλής αυτής της ομάδας ήταν ο γνωστός Γάλλος αρχιτέκτων και πολεοδόμος Ερνέστος Εμπράρ. Το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε πλήρως και εξαιτίας της δυσκολίας εξεύρεσης επαρκών κονδυλίων, ακόμη και πιέσεων εκ μέρους μεγαλοϊδιοκτητών· υπέστη πολλές μεταβολές, αλλά βελτίωσε, σε σχέση με την πρωτύτερη κατάσταση, την πόλης, δίνοντάς της σύγχρονη ρυμοτομία και όψη.