Το πένθος στην πρεμιέρα του Ντόλτσε Βίτα, η γνωριμία με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι, η στιγμή που αποφάσισε να ακολουθήσει τον βιγκανισμό και εκείνο το γλυκό που τον «παραλύει» μέχρι σήμερα. Ο Θανάσης Ευθυμιάδης στο Personas του Reader.
Πριν διαβάσω το βιβλίο «Μικρές Ιστορίες, Μεγάλα Μαθήματα», που μόλις κυκλοφόρησε απο τις εκδόσεις Key Books, ήξερα τον Θανάση Ευθυμιάδη από την τηλεοπτική σειρά «Ντόλτσε Βίτα», από το πέρασμα που έκανε στο «Τμήμα Ηθών», από το «Πιο Γλυκό Μου Ψέμα», τη σειρά που συμπρωταγωνίστησε με τη Σοφία Αλιμπέρτη συνεχίζοντας το σερί επιτυχίας του με τις ρομαντικές κομεντί και φυσικά, από το Instagram.
Στα social media, ο Ευθυμιάδης μετρά σήμερα 103.000 followers, μια κοινότητα ανθρώπων που εμπνέονται από τον σχεδόν ασκητικό τρόπο ζωής του, από την προσήλωσή του στον βιγκανισμό, την άθληση, τη ζωή κοντά στη φύση. Φυσικά, δεν έχουν λείψει και οι στιγμές που η παρουσία του στα social media έχει γίνει αντικείμενο «τρολιάς», από εκείνους που (εικάζω πως) δεν τόλμησαν να χαράξουν το δικό τους τρόπο ζωής.
Είχα μια διαίσθηση πως ο Θανάσης Ευθυμιάδης ήταν και είναι πολλά περισσότερα από τον τηλεοπτικό «Αντώνη Καλούδη», και η γνωριμία μου, αρχικά με το βιβλίο, που είναι μια συλλογή ιστοριών μέσα από τη ζωή του με συμπρωταγωνιστές όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Αλέκος Αλεξανδράκης και η Μαίρη Χρονοπούλου, και ύστερα με τον ίδιο τον Θανάση, μου φανέρωσε πολλά και όμορφα.
Μια μέρα του Μαρτίου στον Λόφο Πανί, στον Άλιμο, ο Θανάσης Ευθυμιάδης και εγώ. Κλακέτα, πάμε.
«H υποκριτική έρχεται στη ζωή μου στη δεκαετία του '80 με έναν τρόπο αρκετά συμπτωματικό. Έζησα τα εφηβικά μου χρόνια μεταξύ Δράμας και Καβάλας, σε μια εποχή που το λεωφορείο Καβάλα - Αθήνα έκανε 12 ώρες, που δεν υπήρχαν ίντερνετ και social media και όλη την πληροφορία για την Αθήνα, για το θέατρο, το σινεμά, και κάθε άλλη τέχνη, την μαθαίναμε από μερικά περιοδικά.
Εγώ λοιπόν μέχρι τα 18 μου όχι απλά δεν είχα ασχοληθεί, δεν είχα καν δει θεατρική παράσταση. Στα 18 μου ήθελα να περάσω Γυμναστική Ακαδημία, έκανα και πολεμικές τέχνες τότε, αγαπούσα τον αθλητισμό. Όμως, ένα χτύπημα με άφησε εκτός δράσης για έναν χρόνο.
Ήμουν τότε με μια κοπέλα θυμάμαι, που ασχολούνταν με την υποκριτική, ήταν και σε μια θεατρική ομάδα. Όταν εκείνη πήγε στις Σέρρες για να ασχοληθεί περισσότερο με την τέχνη της, βρέθηκα κι εγώ εκεί, για να τη στηρίξω. Τότε θυμάμαι, είχα πάει να την δω σε μια πρόβα ενός έργου στο οποίο θα συμμετείχε.
Εκεί είχαμε λογοφέρει έντονα, και κάποια στιγμή με πρόσεξε ο σκηνοθέτης, μου κάνει νόημα να μου μιλήσει. Εκεί είπα «ωχ, θα γίνει φασαρία». Και μου λέει ότι έχει για μένα έναν ρόλο, ενός κακού ασφαλίτη! Θα ανέβαζαν ένα έργο για τη 17 Νοέμβρη τότε, και τον ρόλο αυτό κανείς δεν ήθελε να τον παίξει. Ε, είπα να δοκιμάσω εγώ». (γελάει)
Fast forward στην πρεμιέρα της σειράς Ντόλτσε Βίτα, αυτής της θρυλικής τηλεοπτικής ιστορίας που διατηρεί φανατικό κοινό μέχρι και σήμερα, τριάντα χρόνια μετά την πρώτη προβολή της. Tότε, ο Θανάσης Ευθυμιάδης αντιμετώπισε έναν χωρισμό. Δεν ήταν ένα οποιοδήποτε πρόσωπο. Αυτό ίσως αντεχόταν. Ήταν μια από τις μεγαλύτερες αγάπες της ζωής του.
Μετατοπίζω το φως της κουβέντας μας από τα τηλεοπτικά στούντιο, σε όσα συνέβαιναν εντός του, σε μια εποχή που η τηλεοπτική φήμη του χτυπούσε την πόρτα, όμως εκείνος πάλευε με ένα αγιάτρευτο σαράκι, και δεν είχε χρόνο για γκλαμουριές.
«Η Ντόλτσε Βίτα ήρθε σε μια κρίσιμη καμπή της πορείας μου στην υποκριτική. Είχε ολοκληρωθεί ο κύκλος της συνεργασίας μου με τον Λευτέρη Βογιατζή στο θέατρο, και αναζητούσα νέα πράγματα και νέες κατευθύνσεις στην υποκριτική, και η τηλεόραση με τραβούσε. Δεν σου κρύβω, καλή η κουλτούρα, όμως εκείνη την εποχη στην ιδιωτική τηλεόραση, υπήρχαν εντυπωσιακές αμοιβές, και εγώ σαν ηθοποιός του θεάτρου έβγαινα τσίμα-τσίμα. Δηλαδή, μ' έπαιρνε να βγω για ένα ποτό, όχι όμως και να κεράσω μια κοπέλα, δεν 'φτάναν τα λεφτά. Και λέω, εντάξει, θα κάνω τηλεόραση.
Ήθελα κάτι ποιοτικό, κάτι δραματικό. Τελικά με πήραν τηλέφωνο από μια παραγωγή, μου λένε, έλα, θέλουν να σε δουν κάποιοι σεναριογράφοι που ετοιμάζουν μια νέα σειρά, μετά μου λένε ότι θα είναι κωμωδία, και θα πρέπει να κάνω και μια ακρόαση. Ήμουν κάπως σκασμένος εγώ, 'πφφφ, κωμωδία εγώ;' σκεφτόμουν, παίρνω και τα σενάρια, πάω σπίτι, βρίσκω την τότε κοπέλα μου. Της λέω, άσε, με θέλουν από αυτό το πράγμα, εγώ θέλω να κάνω δράμα, θέλω κάτι ποιοτικό, πάω να βγάλω αυτό το ανούσιο ραντεβού από μέσα μου.
Πάω μια βόλτα στο Φιλοπάππου, κοντά στο σπίτι μου, γυρίζω, και εν τω μεταξύ η κοπέλα μου είχε διαβάσει τα σενάρια. Με κοιτάζει και μου λέει «αυτό είναι για 'σένα, εσύ πρέπει να το κάνεις, εσύ είσαι ο Αντώνης Καλούδης».
Την άκουσα, την εμπιστεύτηκα, ήταν μια γυναίκα που υπήρξε 'δασκάλα' σε σημαντικές στιγμές της ζωής μου. Έγινα γνωστός, με αγάπησε ο κόσμος από αυτόν τον ρόλο, όμως στην πρεμιέρα της σειράς, την έχασα. Μου είπε, δεν σε εμπιστεύομαι πια. Δεν ένιωθα εμπιστοσύνη όταν δεν σε ήξερε κανείς, τώρα που θα σε μάθει όλη η Ελλάδα τι να κάνω, θα τρελαθώ».
«Όσο δηλαδή γελούσε όλη η Ελλάδα με τον Αντώνη Καλούδη και την Χριστίνα Μαρκάτου, εσύ περνούσες ένα μικρό πένθος».
«Ένα μεγάλο πένθος, δεν στο κρύβω. Ήμουν δυο μέτρα κάτω απ' τη γη. Να σε κυνηγάνε όλες οι κοπέλες αλλά εσύ να είσαι χάλια γιατί δεν έχεις τη μία που θέλεις, δεν υπάρχει κάτι χειρότερο».
Μέσα στο βιβλίο σου, περιγράφεις ταξίδια, ένα σωρό, τα περισσότερα εκτός Ελλάδας. Μίλησε μας γι' αυτά.
«Δεν είμαι ο καλύτερος άνθρωπος για να δίνω συμβουλές, αλλά αυτό μπορώ να το πω με βεβαιότητα. Ο κάθε άνθρωπος, ειδικότερα όταν είναι νέος, πρέπει να ταξιδέψει. Οι εμπειρίες και αυτό που λέμε ότι ανοίγει το μυαλό, συμβαίνουν εκτός Ελλάδας.
Γιατί, σκέψου ένα παιδί που βρίσκεται ως μαθητής στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας, που βιώνει αυτό το τρομακτικό κατασκεύασμα που λέγεται Πανελλήνιες Εξετάσεις, πώς μπορεί να ανακαλύψει τον κόσμο; Πότε θα προλάβει να ζήσει όταν καλείται να αποστηθίσει τόνους πληροφορίας για να περάσει στις εξετάσεις;
Έχω κάνει πολλά ταξίδια στο εξωτερικό, κάποια από αυτά, Σουηδία, Λος Άντζελες, και άλλα πολλά που γέννησαν ιστορίες στο βιβλίο μου. Θα σου πω ότι αγαπώ λίγο περισσότερο τα πρώτα μου ταξίδια, αυτά που έκανα πριν την τηλεόραση, τότε που μάζευα τσίμα-τσίμα τα λεφτά για να καταφέρω να φύγω. Αργότερα, υπήρχαν πολλές ευκαιρίες, και με τη δουλειά, για ταξίδια ανά τον κόσμο».
Τώρα θα σε ξαναπάω στις γυναίκες, που αποτελούν το κύριο σημείο αναφοράς αυτού του βιβλίου. Από μια «Ιουλιέτα» ως τις γυναίκες της υπέροχης οικογένειας σου, είναι σχεδόν υποχρέωση. Πόσο καθοριστικές έχουν υπάρξει στη ζωή σου οι γυναίκες;
«Σαν άντρες αποτύχαμε στη διακυβέρνηση του πλανήτη. Τα τελευταία 4.000-5.000 χρόνια που παρακολουθούμε την ιστορία, βλέπουμε ότι αυτή η πατριαρχική κοινωνία έχει πετύχει πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Πολέμους, καταστροφές, μόλυνση του περιβάλλοντος και δυστυχία παντού.
Για όλα αυτά είναι υπεύθυνοι οι άντρες που κυβέρνησαν αυτό τον πλανήτη. Οπότε λοιπόν, εύλογα μπορεί να δημιουργηθεί το ερώτημα: Μήπως να δοκιμάσουμε και τις γυναίκες ρε παιδιά; Ή μήπως έστω να δοκιμάσουμε να ζητήσουμε τη βοήθεια τους; Θα είναι μια αρχή κι αυτό».
«Νομίζω πως η δική μας γενιά θα μείνει στην ιστορία ως εκείνη όπου κάτι άρχισε να αλλάζει προς το καλύτερο, ως προς τη θέση της γυναίκας στον δυτικό πολιτισμό. Γιατί στον ανατολικό δεν έχει αλλάξει τίποτα, λίγο-πολύ όλα τα ίδια έχουν μείνει.
Χαρακτηριστικό για μένα, αυτής της αλλαγής είναι για παράδειγμα το εξής: Αν ο παππούς μου πήγαινε με άλλες γυναίκες και τον έπιανε η γιαγιά μου, μπορεί να τ' ακουγε κιόλας, να της έλεγε 'παράτησες τα παιδιά κι έφυγες να με βρεις'. Ενώ στη δική μου γενιά, αν εγώ αργήσω 20 λεπτά να πάω στο σπίτι, θα πάρω τηλέφωνο να ενημερώσω την οικογένεια μου.
Πήρα πολλή αγάπη από τη μάνα μου και τη γιαγιά μου. Είναι πολύ σημαντικό για έναν άνθρωπο να χορτάσει αγάπη στη ζωή του από τις γυναίκες. Οι πρώτες γυναίκες της ζωής μου ήταν αυτές οι δύο, άρα σήμερα για μένα είναι αυτονόητο να λατρεύω το ιερό θηλυκό, και ήταν το όνειρο μου να κάνω κορίτσια, να δω δηλαδή πώς αυτό το ον που τόσο με γοητεύει, γεννιέται, και μεγαλώνει.
Ήμουν μέσα στις γέννες και των δύο παιδιών μου, ήμουν κοντά στο μεγάλωμα τους, ως και τώρα, που έφτασαν στην εφηβεία και δεν μου δίνουν και πολλή σημασία. (γελάει) Εντάξει, δεν έχω παράπονο, το χόρτασα το έργο».
Ο Θανάσης Ευθυμιάδης μπορούσε να παίζει τον Αντώνη Καλούδη μέχρι τα 60 του, η πορεία του στην τηλεόραση των '00s το εδειξε αυτό. Όμως τελικά, χάραξε δικό του δρόμο.
«Οι μεγάλες αποφάσεις έρχονται όταν διαμορφώνεις μια ησυχία μέσα στο κεφάλι σου, όταν απογυμνώνεις τις σκέψεις σου από παρεμβολές και θορύβους που βρίσκονται στο περιβάλλον σου. Εγώ λοιπόν, έφτιαξα μια ησυχία στο κεφάλι μου, αναμετρήθηκα με τον εσωτερικό, αληθινό μου εαυτό. Όχι αυτόν που η εκκλησία, η κοινωνία, η εργασία θέλει να διαμορφώνει.
Πώς το έκανα αυτό; Ήταν μια διαδικασία συνεχής, που διαμορφώθηκε μέσα από ταξίδια στο Άγιο Όρος, μέσα από την επαφή μου με Ινδιάνους Σαμάνους, μέσα από τον διαλογισμό και το τάι-τσι. Τότε άρχισα να φτάνω σε αυτό τον στόχο».
Ήταν το ταξίδι στη Νέα Υόρκη αυτό που σε έφερε σε επαφή με Ινδιάνους; (σ.σ. ένα τέτοιο ταξίδι αναφέρεται και στο βιβλίο του)
(γελάει) «Ναι, και όχι μόνο. Γνώρισα Ινδιάνους και από τη Βόρεια, και από την Κεντρική και από τη Νότια Αμερική, η κουλτούρα τους με έχει γοητεύσει.
Όταν λοιπόν ακούς τον αληθινό εαυτό σου, τότε αρχίζεις να εντοπίζεις όσα έχεις πραγματικά ανάγκη. Όταν ξεκίνησα αυτή τη διαδικασία, τότε κατάλαβα ότι δεν ήμουν εγώ αυτό το λαμπερό, εντυπωσιακό πράγμα της τηλεόρασης, ήταν αυτό που είχαν καλλιεργήσει τα περιοδικά lifestyle. «Δέκα πράγματα που πρέπει να κάνεις για να γίνεις επιτυχημένος, δέκα πράγματα που πρέπει να κάνεις για να βρεις γκόμενες», όλο τέτοια πράγματα μας έβαζαν στο κεφάλι αυτά τα περιοδικά.
Πολλά πράγματα από αυτά που περιλαμβάνει αυτό το γκλαμουράτο lifestyle των '90s και των '00s, εγώ τα κατέκτησα. Και αυτοκίνητα είχα, και έβγαζα λεφτά, και τις πιο ωραίες γυναίκες είχα. Και; Χαρούμενος δεν ήμουνα. Οπότε λέω κάτσε ρε φίλε, παραμύθι σου πουλήσανε τα περιοδικά lifestyle, δεν είναι εκεί η φάση, δεν είναι αυτός ο σκοπός της ζωής μας. Μήπως να ακούσω τι χρειάζομαι εγώ στη ζωή μου, και όχι τι μου υπαγορεύουν οι άλλοι; Τότε, κάτι άλλαξε.
Βέβαια, κομβικό σημείο σε αυτή τη μετάβαση, ήταν ο ερχομός της γυναίκας μου, και ύστερα, τα παιδιά μου. Εκεί ήταν που είπα, τώρα τι θέλω εγώ; Τον ρόλο του πατέρα, του οικογενειάρχη ή του πρωταγωνιστή σε σειρές και στην Επίδαυρο;
Τότε ήταν που πήρα μια απόφαση, κόντρα σε όσα μου έλεγε τότε το συνάφι μου, τότε επέλεξα να κάνω τη ζωή που κάνω τώρα».
Υποσημείωση: Ένα πράγμα που αγαπώ σε αυτή τη συζήτηση, είναι οι στιγμές που ο Θανάσης βοηθάει τον Νεκτάριο με ιδέες για τη φωτογράφιση. Βγάζει παπούτσια, κινείται στους θάμνους και στις πετρώδεις εκτάσεις του λόφου με χαρακτηριστική ευλυγισία, εντυπωσιακή για έναν άντρα 56 ετών, κάνει μια κατακόρυφο, που αποτυπώνεται φωτογραφικά.
Τον ρωτάω και για την αγάπη του για την άθληση.
«Η καλλιέργεια της αυτοπειθαρχίας για μένα, είναι πρώτιστη ανάγκη για κάθε άντρα. Η αυτοπειθαρχία μπορεί να σε ωθήσει να βάλεις στη ζωή του την άσκηση, είτε είναι γιόγκα και τάι-τσι είτε οτιδήποτε άλλο, να σε κάνει να μπεις μέσα σε παρέες καλών ανθρώπων, που σε εμπνέουν και δεν είναι τοξικοί.
Αν εσύ έχεις αφήσει τη ζωή σου στον αυτόματο, τότε και οι παρέες σου, θα είναι τέτοιοι τύποι. Ο ένας θα τραβάει τον άλλο στον βούρκο και ούτε άσκηση ούτε τίποτα δημιουργικό δεν θα θέλεις να κάνεις. Δεν θα ξεφεύγεις πότε από τη μιζέρια».
Μπρος στο ραβανί της μητέρας σου, έχεις κι εκεί αυτοπειθαρχία; Ακόμα και στο βιβλίο σου το αναφέρεις.
«Ποια αυτοπειθαρχία μου λες; (γελάει) Εντάξει ναι, έχω κόψει τα γαλακτοκομικά, τα ψάρια, τα κρέατα, τα ποτά εδώ και 17 χρόνια, αλλά μην ξεχνάς ότι μέχρι τα 40 μου, με γλυκά και κρέατα τρεφόμουν, με τίποτα άλλο! Πάντως εντάξει, το συγκεκριμένο ραβανί είναι απερίγραπτο, μπορώ να κάνω μια νέα συνέντευξη μόνο γι' αυτό.
Σοβαρά τώρα, εγώ δεν είμαι σε καμία περίπτωση ο άνθρωπος που θα κατηγορήσει ή θα κάνει τον δάσκαλο στις ζωές των άλλων, δεν θα υποδείξω σε κανέναν τι να φάει και τι να μη φάει. Εγώ τις αλλαγές που έκανα στη ζωή μου τις έκανα βασισμένος σε μια ηθική αντιμετώπιση απέναντι στην τροφή. Δηλαδή, ότι δεν έχω το ψυχικό σθένος να το σκοτώσω, να το ξεντεριάσω, να το γδάρω - και σου μιλάει ένας άνθρωπος που έζησε σε χωριό και ήταν ψαράς. Δεν θα το ψήσω, δεν θα το βάλω στο πιάτο μου σε καμια μορφή.
Μετά από κάποια χρόνια έγινε μόδα ο βιγκανισμός, όταν ο Χοακίν Φοίνιξ πήρε Όσκαρ, και άρχισαν και στις τελετές των Όσκαρ να βάζουν μενού για βίγκαν και όχι μόνο. Ήρθαν μέχρι και οι κόρες μου πρόσφατα, και μου είπαν μπαμπά, η Μπιγιόνισε είναι βίγκαν, και η Αριάνα Γκράντε, σαν εσένα. Και κάπως έτσι έγινε μόδα.
Εγώ όμως δεν το έκανα για τη μόδα, αλλά επειδή όπως σου είπα και παραπάνω, ξέροντας από την εφηβεία μου πώς είναι να σκοτώνεις ένα ζώο για να το φας, δεν είχα πια την ψυχική δύναμη να συμμετέχω σε αυτό.
Εντάξει, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που δεν τους ενδιαφέρει όλο αυτό. Το σέβομαι. Το ότι με είπαν τρελό, το ότι με κορόιδευαν, εντάξει το έζησα κι αυτό. Το έργο αυτό όμως το έχω δει πολλές φορές στη ζωή μου. Και όταν είχα πει στην πατρίδα μου και στους φίλους μου ότι θα γίνω ηθοποιός, πάλι τότε λέγανε διάφορα για μένα, πάλι τρελό με είχαν βγάλει.
Τον έχω συνηθίσει αυτόν τον ρόλο, του τρελού του χωριού, και δεν με πειράζει. Γιατί οι ίδιοι άνθρωποι που με έχουν πει τρελό, έρχονται μετά και μου λένε, ρε συ, είχες δίκιο τελικά».
Του θυμίζω τη θρυλική σκηνή με τους μπεζέδες στο Ντόλτσε Βίτα, όταν η Μαρία Καβογιάννη μαθαίνει μια συνταρακτική αλήθεια για τη σχέση Αντώνη Καλούδη και Χριστίνας Μαρκάτου.
«Με τους μπεζέδες, τι σκηνή κι αυτή! Κοίτα, δεν κρύβω ότι έχω υπάρξει γλυκατζής στη ζωή μου. Και τότε, στο γύρισμα πρέπει να έφαγα πολλούς μπεζέδες μέχρι να βγάλουμε τη σκηνή. Τους έλεγα εντάξει, εγώ θα τρώω γλυκά μέχρι να βγάλουμε το γύρισμα, μην ανησυχείτε για μένα. (γελάει)
Σίγουρα πάντως, και τότε υπήρξε η άθληση στη ζωή μου, έκανα κικ μποξινγκ και μοτοκρός και άλλα πράγματα, και τώρα παραμένω ενεργός στην άθληση».
Επιστρέφουμε στο βιβλίο. Δεν μπορώ να μην αναφερθώ στη συνάντηση του με τον Μάνο Χατζιδάκι, στον γείτονα του, στην υπέροχη γειτονιά κοντά στου Φιλοπάππου, που ήταν το πρώτο του σπίτι, τον Μίκη Θεοδωράκη, στον Λευτέρη Βογιατζή, στον Νικήτα Τσακίρογλου, στον Αλέκο Αλεξανδράκη, σε όλους τους σπουδαίους ανθρώπους που γνώρισε, μακριά από τις τηλεοπτικές κάμερες. Μαθαίνουμε γι' αυτούς μέσα από το βιβλίο του.
Γιατί όλα αυτά να μη γίνουν γνωστά νωρίτερα; Γιατί η τηλεόραση να τα σκεπάζει όλα;
«Για κάποιους ανθρώπους, που μπορεί να ζουν και σε χωριό, που δεν έχουν πρόσβαση στο θέατρο, σε συναυλίες, που δεν μπορούν για τον οποιονδήποτε λόγο να βγουν από το σπίτι τους, ακόμα και αυτό είναι σημαντικό: να ανοίξουν την τηλεόραση και να μπουν σε έναν κόσμο που είσαι εσύ μέσα, πρωταγωνιστής. Στον κόσμο του Ντόλτσε Βίτα ή κάποιας άλλης αγαπημένης σειράς.
Αν μπορώ να είμαι χρήσιμος ως ηθοποιός και μέσα από αυτό και μόνο, δεν έχω πρόβλημα. Δεν έχω κολλήματα. Ήταν χαρά μου να κάνω τόσες κωμωδίες, και χαίρομαι που ακόμα τις βλέπει ο κόσμος, γιατί δεν υπάρχουν κωμωδίες σήμερα, ο κοσμος τις παλιές βλέπει. Μου στέλνουν μηνύματα ότι με είδαν και ένιωσαν καλύτερα και ξέχασαν τη στεναχώρια τους. Αυτό είναι πολύτιμο για μένα, μου αρκεί και με το παραπάνω.
Ένα κοινό σημείο είχαν όλοι αυτοί οι σπουδαίοι άνθρωποι του ελληνικού θέατρου που γνώρισα, τον αυτοσαρκασμό. Μυθικοί άνθρωποι, όπως ο Δημήτρης Χορν, ο Νικήτας ο Τσακίρογλου, και δεν είχαν καμία σοβαροφάνεια! Καμία σχέση με τους ανθρώπους που θα ήθελαν να είναι σπουδαίοι, αλλά τελικά, δεν είναι σπουδαίοι.
Επίσης ήταν όλοι τους πάρα πολύ χορτασμένοι. Και οι άνθρωποι που έχουν χορτάσει την φήμη και τις επιτυχίες στη ζωή τους, σου αφήνουν χώρο για να κάνεις κι εσύ αυτό που ονειρεύτηκες. Όσοι δεν είναι χορτασμένοι, συνήθως δημιουργούν προβλήματα, ζήλιες, γκρίνιες. Ειδικά για την Ελλάδα, που είναι μια χώρα η οποία πληθυσμιακά είναι σαν ένα χωριό της Κίνας, είναι αστείο να μιλάμε για σταρ σίστεμ.
Και εγώ όταν βγήκα από αυτό το πράγμα, από το lifestyle, άρχισα να γελάω με όσους λέγανε για το 'έλληνικό σταρ σίστεμ'. Για μένα, το να σπαταλάς τον χρόνο σου λέγοντας ότι είσαι ένας σελέμπριτι στην Ελλάδα, αυτό το «χωριό της Κίνας» είναι αστείο, είναι χάσιμο χρόνου.
Είχα τη χαρά να αποκτήσω φίλους μέσα από τον χώρο. Με τους περισσότερους συναδέλφους είχα καλές σχέσεις, με ορισμένους όμως φτάσαμε να γίνουμε φίλοι, όπως ο Χρήστος Βασιλόπουλος, ο Ιωσήφ Μαρινάκης και άλλοι. Είχαμε μάλιστα και κοινούς στόχους, ως προς τους ρόλους που διεκδικούσμε. Αλλά εμένα δεν με ενδιέφερε ο ανταγωνισμός. Έλεγα, άμα μπορώ να παίξω εγώ σε ένα σίριαλ, γιατί να μην παίξουν κι αυτοί σε κάποια άλλα;».
Τελικά Θανάση, γιατί έγραψες αυτό το βιβλίο;
«Είχα από καιρό στο μυαλό μου ένα ερώτημα. Ποιο είναι το κριτήριο της συναισθηματικής μας μνήμης, αυτό που μας κάνει να κρατάμε κάποια γεγονότα ζωντανά στη θύμιση μας, και κάποια άλλα, τίποτα, τα διαγράφουμε. Έχουμε ζήσει τόσα πράγματα, αλλά κάποια συγκεκριμένα, επιλέγει η συναισθηματική μας μνήμη να τα κρατήσει ολόφρεσκα!
Το ίδιο και με ανθρώπους. Κάποιοι που έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια, τους θυμάσαι σαν να ήσασταν μαζί χθες, ενώ άλλους που τους είδες χθες, το έχεις κιόλας ξεχάσει. Γιατί συμβαίνει αυτό; Άρχισα να γράφω αυτά τα γεγονότα, αυτές τις συναντήσεις που μου έχουν συμβεί ανά τα χρόνια, για να βρω κάποια απάντηση. Και τότε συνειδητοποίησα πως όλα αυτά, οι ιστορίες που έζησα, κατέληγαν σε κάποια μαθήματα. Αυτές οι ιστορίες που μας αφήνουν κάτι, είναι οι πραγματικοί μας δάσκαλοι πάνω στη γη».
Μετανιώνεις για κάτι;
«Είμαστε το απόσταγμα των λαθών, που πολύ σοφά έχουμε επιλέξει να κάνουμε στη ζωή μας. Αυτή είναι μια ατάκα που μου είπε κάποτε μια υπάλληλος τράπεζας, την αναφέρω και μέσα στο βιβλίο. Όχι, δεν μετανιώνω για τίποτα. δεν υπάρχουν άχρηστα λάθη. Όλα είναι χρήσιμα».
Τι σε έκανε να γελάσεις πρόσφατα;
«Είναι μια κλασική φάση της καθημερινότητας μου, κάνω τον ταξιτζή, πάω τις κόρες μου στο μετρό, στο σχολείο κλπ. Τώρα λοιπόν τα παιδιά φοράνε αυτά τα ακουστικά, τα τεράστια, και αποκόβονται, είναι στον κόσμο τους κανονικά. Είναι λοιπόν μια τέτοια στιγμή, εγώ οδηγάω, λέω στην κόρη μου, η μαμά είπε να τακτοποιήσεις το δωμάτιο σου όταν γυρίσεις. Κουβέντα η μικρή, δεν ακούει.
Μετά λέω, ήρθε και η γιαγιά και σου άφησε χαρτζιλίκι. Πετάγεται ξαφνικά, μου λέει «πόσα;» (γελάει)
Αποφώνηση. Ο Θανάσης Ευθυμιάδης με χαιρετάει, αφού μου δώσει αναλυτικές οδηγίες για το πώς να βρεθώ από τον λόφο Πανί του Αλίμου, ξανά στη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Ξεκινάω το μικρό μου ταξίδι για έναν από τους πιο πολυσύχναστους δρόμους της Αττικής, έχοντας αποχαιρετήσει έναν ωραίο «τρελό» της υποκριτικής. Η τρέλα τελικά πάει και στα βουνά, ίσως είναι και μια μεταβατική κατάσταση στο δρόμο προς την αυτογνωσία.
Το βιβλίο «Μικρές Ιστορίες, Μεγάλα Μαθήματα» κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Key Books.