Με βούλευμά του, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Αθήνας απάλλαξε ομόφωνα και τον Ανδρέα Λοβέρδο από την κατηγορία της δωροληψίας.
Οι δικαστές έκαναν δεκτή την πρόταση της εισαγγελέως Πρωτοδικών Μαρίας Κάψου, που ζητούσε να μην ασκηθεί δίωξη εις βάρος του. Ο Ανδρέας Λοβέρδος ήταν το δέκατο και τελευταίο από τα πολιτικά πρόσωπα που είχαν μπει στο κάδρο των ερευνών μετά τη διαβίβαση της δικογραφίας στη Βουλή τον Φεβρουάριο του 2018 από την τότε εισαγγελέα διαφθοράς Ελένη Τουλουπάκη.
Σύμφωνα με το διατακτικό του βουλεύματος, με εισηγητή τον πρωτόδικη Αθανάσιο Μαρνέρη, «δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να στηριχτεί δημόσια στο ακροατήριο η κατηγορία» σε βάρος του Ανδρέα Λοβέρδου για την αξιόποινη πράξη της δωροληψίας πολιτικού προσώπου κατ εξακολούθηση, που κατά την κατηγορία φέρεται να είχε τελεστεί στην Αθήνα το χρονικό διάστημα από 1.4.2011 έως 17.5.2012.
Οι δικαστές σημειώνουν ότι δεν προκύπτει ποινική ευθύνη του Α. Λοβέρδου για την υπερτιμολόγηση των επίδικων φαρμάκων της Novartis, αφού από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη επαρκών ενδείξεων που να στηρίζουν την κατηγορία εναντίον του πρώην υπουργού.
Επίσης, αναφερόμενο στους προστατευόμενους μάρτυρες με τις κωδικές ονομασίες «Αικατερίνη Κελέση» και «Μάξιμος Σαράφης», το Συμβούλιο Πρωτοδικών αναφέρει ότι οι ένορκες καταθέσεις τους «είναι αόριστες, με την έννοια ότι δεν συμπεριλαμβάνουν συγκεκριμένα περιστατικά, τόπο, χρόνο, λοιπές περιστάσεις δωροληψίας, ούτε προσδιορίζεται το ακριβές ποσό της ενώ, οι ίδιοι δεν ήταν ούτε αυτόπτες, ούτε αυτήκοοι μάρτυρες».