Η ώρα κυλούσε γρήγορα όπως κάθε μέρα. Όταν το ρολόι έδειξε 00.00 κάτι άλλαξε. Ένας κόμπος στο στομάχι, μια γρήγορη σκέψη και ένα ουφ, πώς έγινε αυτό, βγήκε άξαφνα από το στόμα. Έφτασε εκείνη η ημέρα του Φλεβάρη που θα ήθελες να μην υπάρχει, που θα ήθελες να είναι ένας εφιάλτης και απλά να ξυπνήσεις. Ο χρόνος περνούσε αργά, οι σκέψεις πολλές, ο ύπνος δεν ήταν εύκολος το βράδυ.
Το κρεβάτι έμοιαζε τόσο άβολο και με την πρώτη ακτίδα φωτός πετάχτηκες από το κρεβάτι. Έπιασες το κινητό. Είδες το 28 Φεβρουαρίου 2025, κατέβασες το κεφάλι και άρχισες να σιγοτραγουδάς μες στην κοιλάδα των Τεμπών. Έβγαλες τα μαύρα από τη ντουλάπα τόσο αβίαστα, έβαλες το τραγούδι να παίζει και έκλεισες την πόρτα του σπιτιού.
Η θέση σου ήταν εκεί, δίπλα στους ανθρώπους που έχασαν ένα κομμάτι τους εκείνη τη νύχτα, σε εκείνη τη σύγκρουση των τρένων. Πώς θα μπορούσες να λείπεις; Γιατί να λείπεις; Ήξερες ότι ήσουν απλά τυχερός που δεν βρέθηκες εσύ σε αυτή τη θέση. Αυτό και μόνο άξιζε να παλέψεις, να φωνάξεις και να ζητήσεις να δικαιωθούν, να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι.
Στα πρώτα βήματα συνάντησες και άλλους ανθρώπους που περπατώντας από κάθε γωνιά της πόλης έφταναν στο σημείο συνάντησης. Υπό άλλες συνθήκες δεν θα έκαναν τόσο δρόμο αλλά τώρα τα δεδομένα ήταν διαφορετικά. Βγήκαν στο δρόμο για εκείνα τα παιδιά που δεν πρόλαβαν να πάρουν το πτυχίο τους, να κυνηγήσουν τα όνειρα τους, να γελάσουν με τις επιτυχίες τους, για εκείνη τη μάνα που άφησε πίσω το παιδί της, για την οικογένεια εκείνη που έχασε μέσα σε λίγα λεπτά τρία κορίτσια.
Περπατώντας οι φιγούρες άλλαζαν στο πλάι σου. Άνθρωποι κάθε ηλικίας γέμιζαν τους δρόμους για εκείνα τα παιδιά. Το βλέμμα σταμάτησε σε έναν ηλικιωμένο κύριο που με γοργό βήμα πήρε την θέση του μπροστά από το άγαλμα του Ελευθέριου Βενιζέλου και σήκωσε ένα μεγάλο πλακάτ, το οποίο έγραφε «Το έγκλημα των Τεμπών να γίνει ο τάφος των ενόχων». Δεν είχε πολλά να πει, ζήτησε απλά να πληρώσουν οι υπεύθυνοι και να γίνει ο σιδηρόδρομος για να μπορούν να φτάνουν τα παιδιά στις μάνες τους και να μην κλείσουν άλλα σπίτια.
Λίγα μέτρα πιο μακριά μια μητέρα κρατούσε από το χέρι το παιδί της που κουβαλούσε ένα μεγάλο πανό με το μήνυμα «Δεν έχω οξυγόνο - Η δικαιοσύνη δεν θα έρθει μόνη της για τις 57 ψυχές». Στις δύο πλευρές του δρόμου άνθρωποι έπαιρναν τη θέση τους, άλλοι με αμαξίδιο, άλλοι με τα παιδιά τους ανά χείρας ή στο καρότσι άλλοι με πανό και με ντουντούκες. Όλοι ήταν εκεί για να γίνουν η φωνή των ανθρώπων που είδαν το οξυγόνο τους να λιγοστεύει και χάθηκαν.
Οι ομιλίες των συγγενών των θυμάτων αλλά και των ανθρώπων που δουλεύουν στα τρένα και φώναζαν συνέχεια για τις κακοτοπιές που υπήρχαν και συνεχίζουν να υπάρχουν. Έβλεπαν το κακό να έρχεται, φώναζαν αλλά κανείς δεν τους άκουγε. Η σύγκρουση έγινε και άφησε πίσω της χαμένες ψυχές και ανθρώπους να παλεύουν να ζήσουν. Στο άκουσμα των ονομάτων των θυμάτων της μετωπικής σύγκρουσης των δύο τρένων η σιωπή βάρυνε την ατμόσφαιρα. Κάθε όνομα έμοιαζε με ανοιχτή πληγή και η ηλικία που το συνόδευε την έκανε ακόμη μεγαλύτερη. Το ενός λεπτού σιγή και το χειροκρότημα ήταν τόσο δυνατό που θα έλεγε κανείς ότι μπορεί να ακούστηκε εκεί ψηλά.
Η πορεία άρχισε. Η μαμά με το παιδί στο καρότσι δεν έμεινε πίσω, την ακολούθησε γιατί όπως είπε το παιδί πρέπει να μαθαίνει να διεκδικεί. Το ίδιο έκαναν όλοι ανεξαρτήτου ηλικίας, άλλοι με αργό και άλλοι με γοργό βήμα φώναζαν δυνατά να αποδοθεί δικαιοσύνη και να σταματήσει η συγκάλυψη. Ακόμη και εκείνη η γιαγιά που δε τη βαστούσαν τα πόδια αλλά θέλησε να είναι εκεί για να στηρίξει και εκείνη τις οικογένειες που έχασαν τα παιδιά τους.
Παρόντες και οι οργανωμένοι οπαδοί του ΠΑΟΚ και του Άρη που άφησαν στην άκρη τις διαφορές τους και έδωσαν το δικό τους χρώμα στη συγκέντρωση. Όλοι τους ήταν εκεί. Και όσοι δεν μπορούσαν βγήκαν στα μπαλκόνια τους και χειροκροτούσαν. Τι άλλο να έκαναν; Δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο. Είναι τόσα τα σφάλματα σε αυτή την υπόθεση που δεν μπορούσαν να μείνουν στον καναπέ τους. Τόσα τα λάθη, τόσες οι παραλείψεις που έκοψαν το νήμα της ζωής 57 ψυχών.
Η πορεία έρρεε σαν ποτάμι. Φτάνοντας στον ΟΣΕ κάποια μικρής έκτασης επεισόδια έκαναν την εμφάνιση τους. Τα δακρυγόνα έπεσαν, τα μάτια των ανθρώπων δάκρυσαν ακόμη περισσότερο, η ατμόσφαιρα έγινε αποπνικτική αλλά δεν κανείς δεν πτοήθηκε. Η διαδρομή συνεχίστηκε κανονικά με την ελπίδα ότι θα δοθούν οι απαραίτητες απαντήσεις, θα γίνει γνωστό ποιος και τι φταίει για αυτό το τραγικό δυστύχημα, ότι κάτι θα αλλάξει και τα μέσα μαζικής μεταφοράς θα είναι ασφαλή.
Οι άνθρωποι που βγήκαν στους δρόμους δεν ήθελαν να στείλουν μήνυμα αλλά κατέθεσαν με την ψυχή τους ένα ΑΙΤΗΜΑ να αποδοθεί δικαιοσύνη και να σταματήσουν οι ίδιοι και τα παιδιά τους να φοβούνται να μπουν σε τρένο, λεωφορείο, αεροπλάνο. Κάτι απλό, πρώτον να δικαιωθούν οι 57 ψυχές και δεύτερον, να ζήσουν με ασφάλεια και χωρίς φόβο.