Δικαίωση για τους ιδιοκτήτες καταστημάτων που κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων χάνουν τις περιουσίες τους, έφερε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, περιγράφοντας μάλιστα τις ευθύνες της αστυνομίας να περιφρουρήσουν τις ιδιοκτησίες των πολιτών, από τη στιγμή που είναι ενήμερη για τις διαδηλώσεις και τις πορείες.
Με 9 αποφάσεις του το ανώτατο ακυρωτικό Δικαστήριο, δικαίωσε επιχειρήσεις που υπέστησαν ζημίες από αγνώστους κατά την επέτειο της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, τον Δεκέμβριο του 2008.
Μάλιστα το Α΄ Τμήμα του ΣτΕ είχε αναιρέσει τις αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών που είχαν απορρίψει αιτήσεις εταιρειών (κατά κανόνα ασφαλιστικών) οι οποίες είχαν τις κτιριακές εγκαταστάσεις τους γύρω από το Πολυτεχνείο και στην περιοχή των Εξαρχείων και υπέστησαν ολοσχερή ή μερική καταστροφή. Με τις ίδιες αποφάσεις οι Σύμβουλοι της επικρατείας επιδίκασαν στους προσφεύγοντες αποζημίωση ύψους 1.868.000 ευρώ τις οποίες το Δημόσιο οφείλει να καταβάλει, εντόκως.
Το σκεπτικό για την υποχρέωση της αστυνομίας
«Η προστασία της περιουσίας των πολιτών από βιαία επεισόδια που εκδηλώνονται στο πλαίσιο οποιασδήποτε μορφής μαζικής κινητοποίησης πολιτών αποτελεί υποχρέωση των αστυνομικών οργάνων, η εκπλήρωση της οποίας δεν εναπόκειται στην διακριτική τους ευχέρεια. Επομένως, αν τα αστυνομικά όργανα παραλείψουν παντελώς να επέμβουν για να προστατεύσουν την περιουσία του πολίτη η οποία απειλείται, υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, η παράλειψη αυτή είναι παράνομη και συνεπώς συντρέχει η απαιτούμενη για την θεμελίωση αστική ευθύνη του Δημοσίου».
Υπογραμμίζουν στην συνέχεια οι σύμβουλοι Επικρατείας, ότι «διακριτική ευχέρεια διαθέτουν τα αστυνομικά όργανα μόνο ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσουν, δηλαδή ως προς την επιλογή του είδους των μέτρων που πρέπει να λάβουν προς εκπλήρωση της υποχρέωσης τους, δυνάμενα –κατόπιν εκτίμησης- να επιλέξουν και να εφαρμόσουν το καταλληλότερο για την συγκεκριμένη περίπτωση επιχειρησιακό σχέδιο.
Στην ειδικότερη περίπτωση κατά την οποία τα αστυνομικά όργανα αν και επεμβαίνουν και επιχειρούν, δεν λαμβάνουν κανένα συγκεκριμένο μέτρο για να προστατεύσουν την περιουσία του πολίτη, η επιλογή της αποχής τους από κάθε ενέργεια, ειδικώς προς το σκοπό του αγαθού της περιουσίας, συνιστά υπέρβαση των άκρων ορίων της ευχέρειας τους και για το λόγο αυτό είναι παράνομη».
Το ΣτΕ αναφέρει ακόμα ότι ναι μεν η περίπτωση ανωτέρας βίας αποτελεί απαλλακτικό από την ευθύνη του Δημοσίου για καταβολή αποζημιώσεων σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, καθώς δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ παράνομης πράξης ή παράλειψης και του περιστατικού που συνέβη, αλλά «δεν συνιστούν περίπτωση ανωτέρα βίας, βίαια επεισόδια ιδιαίτερης μεγάλης έντασης και έκτασης που κλιμακώνονται και εξαπλώνονται σταδιακά και λαμβάνουν χώρα σε πολλά σημεία ταυτοχρόνως με συνέπεια τη διάσπαση των αστυνομικών δυνάμεων και κατ΄ επέκταση τη μείωση της αποτελεσματικότητας τους, αν αυτά τα επεισόδια μπορούσαν να προβλεφθούν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και να τεθούν υπό έλεγχο εγκαίρως, πριν δηλαδή εξαπλωθούν και καταστούν ανεξέλεγκτα με την λήψη άμεσων, αναγκαίων και πρόσφορων μέτρων».
Οι δικαστές του ΣτΕ στην συνέχεια των αποφάσεών τους αναφέρονται στα στοιχεία που συνιστούν την προβλεψιμότητα των βίαιων επεισοδίων μεγάλης έντασης και έκτασης με ζημιογόνες συνέπειες. Βίαια επεισόδια, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και ιδίως με βάση τις κρατούσες κάθε φορά κοινωνικές συνθήκες, «αποτελούν συνήθη ή τουλάχιστον δεν αποτελούν ασυνήθη κατάσταση» την στιγμή μάλιστα που υπάρχουν πληροφορίες ή σοβαρές ενδείξεις για «μαζική κινητοποίηση εξαγριωμένων ή αγανακτισμένων πολιτών ή κοινωνικών ομάδων».
Κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, υπογραμμίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «η είδηση θανάτου ανηλίκου (σ.σ.: Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου) στην περιοχή των Εξαρχείων από πυροβολισμό αστυνομικού είναι λίαν πιθανό έως αναμενόμενο να προκαλέσει έντονη κοινωνική αντίδραση, να οδηγήσει σε άμεση μαζική κινητοποίηση πολιτών στα αστικά κέντρα και συνακόλουθα να πυροδοτήσει ανά πάσα στιγμή κοινωνική έκρηξη».
Σε άλλο σημείο, οι σύμβουλοι Επικρατείας, επισημαίνουν ότι «πολλώ μάλλον δεν συνιστούν περίπτωση ανωτέρας βίας, βίαια επεισόδια και βανδαλισμοί που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο προγραμματισμένης πορείας διαμαρτυρίας όταν το ίδιο γεγονός που πυροδότησε την διαμαρτυρία έχουν ήδη λάβει χώρα βίαια περιστατικά μεγάλης έντασης και έκτασης, καθώς και εκτεταμένες φθορές και καταστροφές είτε στην ίδια περιοχή είτε σε άλλη, εφόσον ανά πάσα στιγμή μια τέτοια εξέλιξη είναι αναμενόμενη με μεγάλη πιθανότητα και άρα είναι δυνατόν να προβλεφθεί και να αποτραπεί με άμεση ενέργεια και λήψη όλων των ενδεδειγμένων μέτρων, λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας των αστυνομικών οργάνων να επιβάλλουν περιορισμούς στην διεξαγωγή συγκεντρώσεων ή συναθροίσεων ή να διυλίσουν συγκεντρώσεις και συναθροίσεις οι οποίες εκ του ότι εκτρέπονται σε πράξεις βίας κατά προσώπων είναι παράνομες».
Οι επιχειρηματίες που είχαν προσφύγει στο ΣτΕ έριχναν ευθύνες για τις ζημιές σε παραλείψεις τω οργάνων της αστυνομίας. Σε πρώτο βαθμό δικαιώθηκαν, αλλά το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών εξαφάνισε την απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου, με το επιχείρημα, μεταξύ των άλλων, ότι η ΕΛ.ΑΣ. είναι αδύνατον σε μια τέτοιου είδους αιφνίδια και γενικευμένη βίαια κατάσταση να ενεργεί για την φύλαξη όλων των επιχειρήσεων και ότι οι προσφεύγουσες επιχειρήσεις δεν προέβαλαν συγκεκριμένες παραλήψεις της Αστυνομίας.