Άπρακτο πέρασε και το «ραντεβού» με τη Moody's, μετά το προηγούμενο με την S&P. Ποια ατυχήματα φοβούνται οι οίκοι και δεν βιάζονται να ανεβάσουν την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα.
Η αντίθεση του συμβολισμού δύο γεγονότων μέσα στην ίδια ημέρα δεν θα μπορούσε να είναι πιο έντονη: χθες το μεσημέρι, η κυβέρνηση παρουσίασε με σχεδόν θριαμβευτικούς τόνους τον προϋπολογισμό του 2022, θέλοντας να δώσει μια εικόνα ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης και δημοσιονομικής ευρωστίας.
Πριν τα μεσάνυχτα, όμως, ο οίκος Moody's απλώς έχασε το «ραντεβού» για μια αναβάθμιση της χώρας, όπως έχασε τα αντίστοιχα «ραντεβού» του με την Αλβανία και τη Νότια Αφρική, παραμένοντας ασυγκίνητος από τις φαινομενικά σπουδαίες επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η αντίληψη των κυβερνώντων στην Αθήνα για την κατάσταση της οικονομίας εμφανίζεται να αποκλίνει σοβαρά από αυτό που βλέπουν από τα γραφεία τους οι αναλυτές των οίκων αξιολόγησης.
Στις 22 Οκτωβρίου, και ο έτερος μεγάλος οίκος αξιολόγησης, η S&P, είχε «σνομπάρει» την Ελλάδα, αποφεύγοντας να προχωρήσει σε μια αναβάθμιση. Πλέον, αφού χάθηκε και το τελευταίο «ραντεβού» του 2021 με έναν οίκο για αναβάθμιση, μετά την απροθυμία της Moody's να ανακοινώσει κάτι πέραν μιας εγγραφής στο ημερολόγιό της, η Ελλάδα θα πρέπει να περιμένει τον επόμενο χρόνο για να κάνει τα επόμενα βήματά της προς την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα (investment grade) που θα «ξεκλειδώσει» και την είσοδο των σοβαρών επενδυτικών κεφαλαίων στη χώρα και θα αποτελέσει το απαραίτητο προοίμιο για να επανέλθει και το ελληνικό χρηματιστήριο στην κατηγορία των ανεπτυγμένων αγορών.
Είναι αρκετά σαφές πλέον ότι έχουν αρχίσει τα δύσκολα με τους οίκους αξιολόγησης, όσο πλησιάζει η ώρα να δώσουν ένα «καθαρό πιστοποιητικό υγείας» στην ελληνική οικονομία. Παρότι οι οίκοι δεν παραγνωρίζουν την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας, ταυτόχρονα δεν παύουν να ανησυχούν για τις δημοσιονομικές προοπτικές και για το χρέος.
Όσο και αν οι υπουργοί του οικονομικού επιτελείου προσπαθούν να πείσουν ότι το χρέος έχει πάψει να αποτελεί πρόβλημα για την ελληνική οικονομία, επειδή τα επόμενα χρόνια θα το «καταπιεί» η ανάπτυξη, με ρυθμούς που θα είναι πολύ υψηλότεροι από το κόστος δανεισμού (snowball effect), οι ξένοι αναλυτές ανατρέχουν στα στατιστικά της Eurostat για το δεύτερο τρίμηνο του 2021, που δείχνουν ότι η μεγαλύτερη αύξηση του χρέους σε ετήσια βάση εντοπίζεται στην Ελλάδα και έφθασε τις 15,9 μονάδες του ΑΕΠ, αρκετά μεγαλύτερη από την αντίστοιχη αύξηση στην Ισπανία (12,5%) και την Πορτογαλία (9,1%). Πολύ μικρότερη ήταν η αύξηση χρέους στην Ιταλία, όπως φαίνεται στο γράφημα της Eurostat.
Οι «γκρίζες» περιοχές στα δημοσιονομικά
Αυτό που επίσης είδαν οι αναλυτές στη χθεσινή παρουσίαση του τελικού κειμένου του προϋπολογισμού για το 2022 είναι ότι η πανδημία ενδεχομένως να έχει δώσει στις ελληνικές αρχές την αφορμή -όπως φαίνεται και από τα στοιχεία για το χρέος- για να χαλαρώσουν υπέρμετρα τη δημοσιονομική πολιτική, στο όνομα της αντιμετώπισης των οικονομικών συνεπειών των περιοριστικών μέτρων για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, αλλά και -εσχάτως- στο όνομα της προστασίας των λαϊκών εισοδημάτων από την ξέφρενη αύξηση του ενεργειακού κόστους.
Για παράδειγμα, ενώ μέχρι προχθές ακούγονταν συνεχώς οι υπουργοί να μιλούν για μέτρα στήριξης με κόστος 42 δισ. ευρώ, ήδη εξαιρετικά μεγάλο για τα μεγέθη του ελληνικού προϋπολογισμού και της οικονομίας, χθες μάθαμε ότι ο λογαριασμός θα ξεπεράσει κατά πολύ τα 43 δισ. ευρώ, με την προσθήκη και των μέτρων για τον ενεργειακό πληθωρισμό.
Στο μεταξύ, το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα θα παραμείνει φέτος και το 2022 αρκετά μακριά από τους στόχους που είχαν τεθεί μόλις την άνοιξη, στο πλαίσιο του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, ενώ οι αβεβαιότητες που δημιουργούνται από τη δυσμενή εξέλιξη της πανδημίας και την έξαρση των πληθωριστικών πιέσεων δεν επιτρέπουν εφησυχασμό για ενδεχόμενες νέες αποκλίσεις στη δημοσιονομική διαχείριση.
Όπως ανακοινώθηκε χθες,
Tο πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται σε όρους ευρωπαϊκής στατιστικής (ESA) ότι θα διαμορφωθεί σε έλλειμμα ύψους 12.345 εκατ. ευρώ ή 7,0% του ΑΕΠ το 2021 και σε 1,4% το 2022. Για τον επόμενο χρόνο, η υπέρβαση στο στόχο για το πρωτογενές αποτέλεσμα, σε σχέση με τον στόχο του Μεσοπρόθεσμου δεν είναι μικρή: το πρωτογενές αποτέλεσμα σε δημοσιονομική βάση προβλέπεται ότι θα είναι έλλειμμα ύψους 4.620 εκατ. ευρώ, αυξημένο κατά 2.048 εκατ. ευρώ, σε σχέση με τον στόχο του ΜΠΔΣ 2022-2025.
Οι συνολικές δαπάνες θα είναι επίσης μακριά από τον στόχο της άνοιξης. Θα διαμορφωθούν σε 65.594 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 2.600 εκατ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη πρόβλεψη για το ΜΠΔΣ 2022-2025. Οι κύριες αιτίες της αύξησης αυτής, όπως εξηγείται στον προϋπολογισμό, είναι η πρόβλεψη επιπλέον δαπανών για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, καθώς και οι αυξημένες φυσικές παραλαβές των εξοπλιστικών προγραμμάτων του υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
Όλα αυτά δείχνουν στους αναλυτές των οίκων αξιολόγησης ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μια απόκλιση από τη δημοσιονομική διαχείριση που γινόταν μέχρι και το 2019, με την παραγωγή (υπερβολικών, είναι η αλήθεια) πρωτογενών πλεονασμάτων, που όμως κάλυπταν πλήρως τις ανάγκες για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Η πανδημία και ο τρόπος που τη διαχειρίσθηκε η κυβέρνηση, με μια πολιτική ενδεχομένως υπερβολικής παροχής δημοσιονομικών μέτρων στήριξης, φέρνουν και πάλι την εξίσωση της βιωσιμότητας του χρέους σε ένα οριακό σημείο: το οικοδόμημα πλέον στηρίζεται κυρίως στις προσδοκίες για υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και χαμηλότερο κόστος δανεισμού και λιγότερο στη δημοσιονομική πειθαρχία.
Οι οίκοι αξιολόγησης μπορεί να μην πιστεύουν ακόμη ότι τα οικονομικά της Ελλάδας είναι ένα ατύχημα που περιμένει να συμβεί, βλέπουν όμως ότι υπάρχει αρκετό περιθώριο για ατυχήματα και γι' αυτό δεν βιάζονται να προβιβάσουν την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα -ούτε καν η Moody's, που δίνει στην Ελλάδα τη χαμηλότερο βαθμολογία από τους άλλους οίκους, Baa3.
Το «τραύμα» του 2009
Άλλωστε, μπορεί στην Ελλάδα να φαίνεται πολύ μακρινή πια η κατάρρευση του 2009 και η αναδιάρθρωση χρέους του 2012, όμως οι οίκοι δεν έχουν ξεχάσει πόσο τραυματίσθηκε η δική τους αξιοπιστία από την περίπτωση της Ελλάδας.
Στη διάρκεια της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης της περιόδου 2008 - 2010, δύο ήταν οι περιπτώσεις όπου αστόχησαν δραματικά στις εκτιμήσεις τους, με αποτέλεσμα να περάσουν τη χειρότερη κρίση αμφισβήτησης του ρόλου τους: τα «τοξικά», όπως αποδείχθηκε, προϊόντα τιτλοποιημένων στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ και, αμέσως μετά, η αξιολόγηση του ελληνικού χρέους.
Όπως είναι γνωστό, η Ελλάδα λάμβανε μέχρι και το 2009 αξιολόγηση υψηλής βαθμίδας ("A") και οι οίκοι κατηγορήθηκαν ότι άργησαν πολύ να καταλάβουν την πραγματική οικονομική κατάσταση της χώρας και να προειδοποιήσουν τους επενδυτές. Στη διάρκεια της κρίσης και μετά το PSI, η χώρα έπεσε στο "Selective Default - SD" (επιλεκτική αθέτηση).
Αυτό το μεγάλο «τραύμα» εξακολουθεί να επηρεάζει και σήμερα τη στάση των οίκων έναντι της Ελλάδας, ιδιαίτερα όσο η αξιολόγηση της χώρας πλησιάζει στην επενδυτική βαθμίδα, που αν δοθεί στη χώρα θα σημαίνει ότι οι οίκοι «ανάβουν πράσινο» για πολύ περισσότερες επενδύσεις στα ομόλογα και συνολικότερα στην ελληνική οικονομία.
Κανένας οίκος δεν θα ήθελε να προσφέρει στην Ελλάδα το investment grade, χωρίς να έχει διασφαλίσει, στο μέτρο του δυνατού, ότι δεν θα ακολουθήσει κάποιο οικονομικό «ατύχημα», που θα έθετε και πάλι υπό αμφισβήτηση την αξιολόγηση της χώρας και θα εξέθετε τους οίκους σε νέα αμφισβήτηση της επάρκειας ή της ακεραιότητάς τους.
πηγή: businessdaily
Ακολουθήστε τη σελίδα του metrosport.gr και στο google news.
Κάντε like στη σελίδα μας στο Facebook