Ικανοποίηση επικρατεί στους κόλπους της κυβέρνησης στον απόηχο της επίσκεψης Ερντογάν στην Αθήνα καθώς οι σχέσεις των δύο χωρών φαίνεται να έχουν μπει σε μια άλλη τροχιά.
Ο Τούρκος πρόεδρος που ήρθε στην Αθήνα έξι χρόνια μετά από την επίσκεψη του 2017 που στιγματίστηκε από διπλωματικό επεισόδιο δεν είχε καμία σχέση με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πριν από το τετ α τετ με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο Βίλνιους το περασμένο καλοκαίρι.
Οι απειλές και η επιθετικότητα έδωσαν τη θέση τους σε μια πιο ήρεμη γλώσσα που καταδεικνύει διάθεση συνεργασίας και την ύπαρξη ανοικτών διαύλων επικοινωνίας σε πολλά επίπεδα παρά τις διαφωνίες που υπάρχουν σε σειρά ζητημάτων. Μένει μόνο να φανεί στους επόμενους μήνες αν τα λόγια και οι συμφωνίες που υπογράφησαν, ανάμεσά τους και η μη δεσμευτική Διακήρυξη των Αθηνών φιλίας και καλής γειτονίας θα αποδώσουν καρπούς. Πολλά θα κριθούν από το αν η Άγκυρα θα πετύχει τους στόχους της σε άλλα μέτωπα όπως για παράδειγμα τα εξοπλιστικά, ενώ φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ερντογάν θέλει να δείξει καλό πρόσωπο στη Δύση προσδοκώντας στα αντίστοιχα ανταλλάγματα.
Αδιαμφισβήτητο είναι πάντως το γεγονός ότι και μόνο η ύπαρξη της συμφωνίας αποτελεί σημαντικό επίτευγμα για τη κυβέρνηση. Ήδη έχει συμφωνηθεί ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επισκεφθεί την Άγκυρα την άνοιξη του 2024, κατόπιν πρόσκλησης του Ερντογάν με πιθανότερο μήνα τον Απρίλιο. Οι δύο άνδρες αναμένεται να συναντηθούν και στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ, τον Ιούνιο, στην Ουάσινγκτον.
Ακόμη και η αναφορά του Ερντογάν σε τουρκική μειονότητα απαντήθηκε από τον πρωθυπουργό ο οποίος αναφέρθηκε στη Συνθήκη της Λωζάνης που κάνει ρητά λόγο για μουσουλμανική μειονότητα με τον Τούρκο πρόεδρο να μην απαντά.
Επιπλέον η Αθήνα κατέστησε ξεκάθαρες τις κόκκινες γραμμές. Αποκαλυπτική είναι η δήλωση του υπουργού εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη. «Υπάρχει γνήσια διάθεση να προχωρήσουμε. ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα η μόνη μας διαφορά με την Τουρκία», είπε χαρακτηριστικά ενώ το ίδιο τόνισε και ο πρωθυπουργός λέγοντας ότι είναι το επόμενο βήμα.
Η διάθεση των δύο πλευρών ο διάλογος να είναι συνεχής και σε όλα τα επίπεδα φαίνεται και από τις σειρές επαφών που θα ακολουθήσουν. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν θα αναμένεται εκ νέου στην Αθήνα από το νέο χρόνο ενώ και ο υφυπουργός Εξωτερικών Κώστας Φραγκογιάννης θα βρεθεί στην Κωνσταντινούπολη για τη σύγκληση της 6ης Συνόδου Κοινής Επιτροπής Οικονομίας και Εμπορίου.
Τους πρώτους μήνες του 2024, επίσης, θα συνεχιστούν και οι επαφές στην Αθήνα για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), για τα οποία συζήτησαν την Πέμπτη (7/12) ο υπουργός Άμυνας Νίκος Δένδιας με τον ομόλογο του Γιασάρ Γκιουλέρ στη ΛΑΕΔ που ήταν και η πρώτη σε έξι μήνες.
Η ελληνική πλευρά ξεκαθάρισε ότι πρέπει να αποφευχθούν κινήσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν εχθρικές ενέργειες και να ακολουθήσει εκ νέου ένταση μεταξύ των δύο χωρών.
Ακόμα ένα θέμα της συζήτησης των δύο υπουργών ήταν η κατάσταση ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τον πόλεμο που μαίνεται στη Μέση Ανατολή μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς.
Για τους Τούρκους πάντως η συμφωνία στην οποία δόθηκε μεγάλη προβολή από τα τουρκικά ΜΜΕ ήταν αυτή που δίνει τη δυνατότητα στους Τούρκους να επισκέπτονται για επτά μέρες 10 νησιά της Ελλάδας κατόπιν συνεννόησης της Αθήνας με τις Βρυξέλλες. Πρόκειται για τη Λήμνο, τη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο, τη Λέρο, την Κάλυμνο, την Κω, τη Ρόδο, τη Σύμη και το Καστελόριζο.
Γιατί έχει σημασία η Διακήρυξη των Αθηνών
Όσον αφορά τη Διακήρυξη των Αθηνών η συμφωνία μπορεί να μην έχει δεσμευτικό χαρακτήρα, όμως, ανοίγει μια νέα σελίδα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ειδικά καθώς όπως αναφέρεται «Τα Μέρη δεσμεύονται να απέχουν από κάθε δήλωση, πρωτοβουλία, ή ενέργεια που θα μπορούσε να υπονομεύσει ή να απαξιώσει το γράμμα και το πνεύμα αυτής της Διακήρυξης ή να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή τους».
Ενδιαφέρον είναι και το σημείο της διακήρθξης για το πώς θα διαχειρίζονται τα δύο κράτη τυχόν κρίσεις. «Τα Μέρη θα προσπαθήσουν να επιλύσουν οποιαδήποτε διαφορά προκύψει μεταξύ τους με φιλικό τρόπο, μέσω απευθείας διαβουλεύσεων μεταξύ τους ή με άλλα μέσα αμοιβαίας επιλογής, όπως προβλέπεται στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών», υπογραμμίζεται.