Το ημερολόγιο
έγραφε 21 Φεβρουαρίου 2014 όταν τελικά
έφυγε από την ζωή ο Σάκης Μπουλάς. Πριν
το οριστικό «αντίο», οι φυλλάδες (στη
σύγχρονη μορφή τους ως ιστοσελίδες),
είχαν προλάβει να τον… θάψουν 4-5 φορές,
την ώρα που εκείνος πάντως είχε τα πάντα
έτοιμα και υπολογισμένα για το δικό του
τελευταίο «ραντεβού» με την μοίρα του.
Οι γονείς
του ονειρεύονταν για αυτόν καριέρα
δικηγόρου. Αυτός, όμως, διάλεξε την
Τέχνη, την οποία υπηρέτησε με έναν δικό
του μοναδικό και ξεχωριστό τρόπο.
Ηθοποιός, τραγουδιστής, στιχουργός και
πολλά-πολλά ακόμα που δεν περιγράφονται,
κατάφερνε να δημιουργεί μια σπάνια
σύνδεση με το κοινό του, ξεκινώντας από
το περίφημο μουσικό καφενείο «Σούσουρο»,
όπου με ανθρώπους όπως ο επί σειρά ετών
αδερφικός φίλος του, Γιάννης Ζουγανέλης,
ο Νικόλας Άσιμος, ο Θάνος Αδριανός και
ο Περικλής Χαρβάς, παρουσίασαν για πρώτη
φορά έναν συνδυασμό θεάτρου, μουσικής
και διαφόρων σκετς.
Έχοντας
ξεπηδήσει από ανάλογες συλλογικότητες,
η κοινή δράση ακόμη και με φαινομενικά
ασύνδετους μεταξύ τους συνεργάτες,
υπήρξε πάντοτε το ζητούμενο για εκείνον.
Γι’ αυτό άλλωστε κατά την διάρκεια της
καριέρας του τον συναντάμε σε περιοδείες
με τον Θάνο Μικρούτσικο στην Ευρώπη, σε
στίχους που έγραφε για τους Τερμίτες
και τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, σε καλτ
κινηματογραφικές παραγωγές, σε mainstream
σίριαλ στην τηλεόραση, σε μουσικές
σκηνές δίπλα σε καλλιτέχνες όπως ο
Βασίλης Παπακωνσταντίνου, η Τάνια
Τσανακλίδου, ο Βλάσης Μπονάτσος, ο
Αντώνης Μιτζέλος, ο Δημήτρης Σταρόβας
(για να αναφέρουμε μόνο μερικούς από
αυτούς), σε… σε… σε…
«Σαν έτοιμος
από καιρό, σα θαρραλέος», όπως γράφει
στο ποίημά του ο Κωνσταντίνος Καβάφης,
συνάντησε τελικά τον θάνατο. Όντας ακόμη
αρκετά νέος και δραστήριος σχεδόν μέχρι
την τελευταία στιγμή, ο Σάκης Μπουλάς
αντιμετώπισε τα τελευταία χρόνια της
ζωής του μια σειρά από προβλήματα. Με
κορυφαία όλων εκείνα της προσωπικής
υγείας του. Όσο κι αν τον «πέθαιναν»
κάθε τρεις και λίγο τα media, γνωρίζοντας
το θέμα με τον καρκίνο, αυτός πολέμαγε
και την αρρώστια και τις κακές σκέψεις
και χαμογελαστός προετοίμαζε τον εαυτό
του για το ύστατο μεγάλο ταξίδι.
Σε τέτοιον
βαθμό που ακόμη και οι πιο κοντινοί του
άνθρωποι ούτε γνώριζαν ούτε μπορούσαν
καν να φανταστούν… Τελικά η καρδιά του
σταμάτησε να χτυπά στις 21 Φεβρουαρίου
2014 στο νοσοκομείο «Υγεία» όπου νοσηλευόταν
με καρκίνο του πνεύμονα. Κι αυτός ο…
αθεόφοβος φτάνοντας εκεί είχε φροντίσει
ήδη να τακτοποιήσει τα πάντα, δίχως να
αφήσει την παραμικρή εκκρεμότητα.
Στην κηδεία
του παρευρέθηκε πλήθος κόσμου και φυσικά
συγγενείς και πολλοί φίλοι του, από
αυτούς που δημιουργούσε με τον ευθύ
χαρακτήρα του. Μετά την νεκρώσιμη
ακολουθία και την ταφή, οι πιο κοντινοί
του άνθρωποι μαζεύτηκαν σε μια ταβέρνα,
την οποία μάλιστα είχε υποδείξει ο ίδιος
ως τελευταία επιθυμία του. Και δεν έμεινε
καν σε αυτό. Στον Γιάννη Ζουγανέλη είχε
αποκαλύψει πως είχε κανονίσει τα πάντα
με τέτοια λεπτομέρεια ώστε να φροντίσει
να είναι πληρωμένος από πριν ο λογαριασμός!
Χαρακτηριστική
είναι η αφήγηση του Διονύση Σαββόπουλου,
με τον οποίον είχαν συνεργαστεί στο
παρελθόν, με κορυφαία στιγμή φυσικά
τους «Αχαρνείς»: «Φορούσε μια περικεφαλαία
φτιαγμένη από εφημερίδα. Έβγαινε και
έκλεβε την παράσταση. Δεν έμοιαζε με
κανέναν. Τόσο συμπαθητικός, τόσο φιλικός.
Παίξαμε μαζί μετά από χρόνια στην Ακτή
Πειραιώς. Ήταν άρρωστος αλλά δεν μας
επέτρεψε να καταλάβουμε τίποτα από
αυτά. Μετά την κηδεία του πήγαμε σε μια
ταβέρνα που ο ίδιος μας είχε υποδείξει
να πάμε. Όταν πήγαμε στην ταβέρνα μετά
την κηδεία ρώτησα τον Γιάννη Ζουγανέλη
πως θα πληρώσουμε το γεύμα και μάθαμε
ότι το είχε πληρώσει ο μακαρίτης για
όλους. Ο Σάκης μου φαινόταν σαν ένα
μεγάλο παιδί που θέλει να το αγαπάμε
αλλά ντρέπεται να το πει. Αυτή την αίσθηση
μου άφηνε».
Ο ίδιος ο
ιδιοκτήτης της ταβέρνας τότε, απάντησε
πως τον λογαριασμό τον είχε πληρώσει ο
Σάκης, έχοντας επισκεφτεί το μέρος λίγο
καιρό πριν. Ζήτησε, λοιπόν, μια κοστολόγηση
υπολογίζοντας περίπου 40-50 άτομα και
επιπλέον άφησε και 1.000 πουρμπουάρ, για
να πιούν κάτι στην… υγειά του. «Θεός»
σε όλα του, μέχρι τέλους!