Στη «Δίκη στο Open» φιλοξενήθηκε ο πρόεδρος της Ένωσης Αστυνομικών Θεσσαλονίκης Θεόδωρος Τσαϊρίδης και σχολίασε τις εξαγγελίες της κυβέρνησης για τα μέτρα κατά της οπαδικής βίας.
Αναλυτικά όσα είπε ο Θεόδωρος Τσαϊρίδης:
Αν έχει πληροφόρηση για την υγεία του 31χρονου αστυνομικού: «Συνεχίζει να βρίσκεται σε εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση, οι ευχές και οι προσευχές όλου του αστυνομικού σώματος και θεωρώ και ολόκληρης της κοινωνίας είναι μαζί του, έτσι ώστε να καταφέρει να κερδίσει αυτή τη δύσκολη μάχη για τη ζωή του».
Για την κινητοποίηση των αστυνομικών και πού έγκειται η διαφωνία για τα μέτρα της κυβέρνησης: «Κατ’ αρχήν, δεν ακούσαμε κάτι καινούριο. Το ότι μιλήσαμε πάλι για ηλεκτρονικά εισιτήρια και για κάμερες, έρχεται το κράτος να παραδεχτεί ότι δεν εφαρμόζει τους νόμους τους οποίους το ίδιο ψήφισε. Αυτή τη στιγμή υπάρχει νόμος που λέει ότι αν δεν υπάρχει κλειστό κύκλωμα, δε θα έπρεπε να διεξαχθεί οποιαδήποτε αθλητική διοργάνωση αν δεν υπάρχουν κάμερες στα γήπεδα. Άρα, εμμέσως πλην σαφώς, παραδεχόμαστε ότι αυτή τη στιγμή δεν λειτουργούν κάμερες σε όλα τα γήπεδα.
Επίσης, λένε για το ηλεκτρονικό εισιτήριο. Δεν ισχύει το ηλεκτρονικό εισιτήριο; Αν θέλουμε να βγάλουμε εισιτήριο δεν πρέπει να χορηγήσουμε το ονοματεπώνυμό μας και το ΑΜΚΑ μας; Άρα ποιες είναι οι εξαγγελίες; Το γεγονός ότι κλείνουν για 2 μήνες οι θύρες στη Super League. Πρώτον και κύριο, αυτά τα επεισόδια έγιναν στο βόλεϊ. Τι ακριβώς θα αλλάξει;».
Για το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των επεισοδίων γίνονται εκτός γηπέδων: «Και στις 16 Αυγούστου όταν ανακοινώθηκαν τα μέτρα, είχαμε πει, με βάση και επίσημα στοιχεία από τη Θεσσαλονίκη, ότι 1 στα 30 επεισόδια που αφορούν στην οπαδική βία ήταν εντός αγωνιστικών χώρων και τα υπόλοιπα 29 ήταν εκτός. Στη Θεσσαλονίκη πάλι εκτός ήταν το ραντεβού των οπαδών του Άρη και του ΠΑΟΚ μέρα μεσημέρι σε κεντρικό σημείο της πόλης. Δυστυχώς σήμερα ακούσαμε για μία ακόμη φορά ότι με ασπιρίνες θα καταπολεμήσουμε τον καρκίνο. Μας τάζουν μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, έρχεται δηλαδή το ίδιο το κράτος να πληρώνει τους αστυνομικούς για να γίνουν σεκιούριτι σε ιδιωτικές εταιρίες».
Αν θα πρέπει να αναλάβουν οι σεκιούριτι τη φύλαξη στα γήπεδα: «Θέλουμε ο ρόλος της Αστυνομίας να είναι όπως στα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη, Εμείς δεν βγάζουμε πράγματα από το μυαλό μας. Αυτό γίνεται σε όλα τα γήπεδα της Ευρώπης, η Αστυνομία λειτουργεί επικουρικά, να διευκολύνει τους φιλάθλους να πάνε και να φύγουν με ασφάλεια από τα γήπεδα και όπου υπάρχει διασάλευση της τάξης να επεμβαίνει. Και εννοείται και μέσα στο γήπεδο αν απαιτηθεί και χρειαστεί ώστε να σωθούν ανθρώπινες ζωές θα επέμβει. Αλλά ο ρόλος μας πρέπει να είναι πρώτιστα επικουρικός. Δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να κατασπαταλούνται εκατοντάδες αστυνομικοί και να κάνουν σε αθλητικές εκδηλώσεις τους σεκιούριτι, τους σωματικούς ελέγχους και τους ελέγχους των εισιτηρίων. Στις υπόλοιπες χώρες που πραγματικά ήθελαν να λύσουν το πρόβλημα της οπαδικής βίας, πρώτα από όλα οι παράγοντες των ομάδων με τη βοήθεια του κράτους το έλυσαν. Εδώ δεν θέλουν οι ίδιοι οι παράγοντες να λύσουν το πρόβλημα. Κάναμε πολλές προτάσεις, μία από αυτές ήταν να μετατραπούν οι θύρες των οργανωμένων σε οικογενειακές κερκίδες. Αν πραγματικά είναι απέναντι σε αυτούς τους οπαδικούς στρατούς και τους δολοφόνους οι οποίοι έστειλαν έναν αστυνομικό να χαροπαλεύει, δολοφόνησαν τον Άλκη Καμπανό, οι Κροάτες που έκαναν παρέλαση σε όλη την Ελλάδα με τον Μιχάλη Κατσούρη, όλα αυτά τα θύματα της οπαδικής βίας. Αν ήθελαν να λύσουν το πρόβλημα θα το έλυναν».
Αν αυτοί οι οπαδοί αποτελούν ιδιωτικούς στρατούς ποδοσφαιρικών παραγόντων: «Δεν έχω αποδείξεις αλλά όλα δείχνουν ότι αυτές τις εγκληματικές ομάδες, γιατί είναι εγκληματίες και δολοφόνοι, τις εκμεταλλεύονται ποδοσφαιρικοί παράγοντες. Αν δεν τραυματιζόταν ο συνάδελφός μας τόσο σοβαρά ώστε να αναδειχθεί το μέγεθος των δολοφονικών επιθέσεων που δεχόμαστε, θα είχαμε τα ίδια που είχαμε την Κυριακή στον Βόλο. Παρόμοιες επιθέσεις δέχτηκαν και τότε οι αστυνομικοί αλλά τότε στοχοποιήθηκε η Αστυνομία για τα δακρυγόνα. Πώς αλλιώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτές τις εγκληματικές ομάδες; Θα πρέπει κάποια στιγμή κι ο κόσμος να αντιληφθεί ότι οι διμοιρίες που χρησιμοποιούν τα δακρυγόνα έχουν το ηπιότερο μέσο που τους χορηγεί το κράτος ώστε να αντιμετωπίσουμε με τον ηπιότερο τρόπο αυτές τις εγκληματικές ομάδες. Θα πρέπει και από τη μεριά της Αστυνομίας να μπει βαθιά το μαχαίρι στο κόκαλο, θα πρέπει ο επιχειρησιακός σχεδιασμός να είναι συγκεκριμένος, να μη λειτουργούμε με φοβικά σύνδρομα απέναντι σε αυτούς τους οπαδικούς στρατούς. Και κάποια στιγμή θα πρέπει να ειπωθούν τα πράγματα με το όνομά τους όσον αφορά το Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας. Δεν μπορεί τη μία μέρα να είναι ανώτατοι αξιωματικοί του Σώματος και να διοικούν την Ελληνική Αστυνομία και την επόμενη μέρα να είναι υπάλληλοι των ΠΑΕ και των ΚΑΕ».
Πώς αντιμετωπίζουν οι αστυνομικοί την κατάσταση με τις εξαγγελίες της κυβέρνησης: «Υπηρετώ 20 χρόνια στα ΜΑΤ και τα έχω ζήσει με τον χειρότερο τρόπο. Έχω δει συνάδελφο να καίγεται από μολότοφ μέσα σε γήπεδο. Έχω δει συναδέλφους να σπάνε χέρια και πόδια μέσα σε γήπεδο. Άρα μιλάμε μέσα από τα βιώματά μας και όχι μέσα από κλειστές πόρτες και γραφεία που βλέπουμε μια οθόνη και νομίζουμε ότι πρόκειται περί ταινίας. Από εκεί και πέρα, υπάρχει οργή και αγανάκτηση για τα μέτρα και αισθανόμαστε κοροϊδία. Διότι δεν μπορεί συνεχώς να λέμε τα ίδια και τα ίδια και να μην εφαρμόζεται τίποτα. Δεν ακούσαμε τίποτα για την απαγκίστρωση των αστυνομικών δυνάμεων από τα γήπεδα. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε διαβούλευση ένα νομοσχέδιο το οποίο λέει ότι το κράτος θα μας πληρώνει 30 ευρώ. Δεν θέλουμε 30 ευρώ, δεν κοστίζουν οι ζωές μας 30 ευρώ και δεν θέλουμε να γίνουμε σεκιούριτι για 30 ευρώ. Ούτε οι σεκιούριτι δεν παίρνουν 30 ευρώ όταν πηγαίνουν στο γήπεδο. Αλλά δεν είναι θέμα χρημάτων, είναι θέμα αξιοπρέπειας. Εγώ φεύγω από την οικογένειά μου και πάω να υπηρετήσω τον πολίτη γιατί αυτό ορκιστήκαμε, να υπηρετούμε τον πολίτη και να του παρέχουμε το αίσθημα της ασφάλειας, όχι να παρέχουμε υπηρεσίες σε ανώνυμες εταιρίες οι οποίες όποτε τους βολεύει θα μας στοχοποιούν και όποτε τους βολεύει θα μας εκμεταλλεύονται για να γλιτώνουνε χρήματα».
Πού μπορούμε να ψάξουμε τους ηθικούς αυτουργούς αυτών των οπαδικών επιθέσεων, στους προέδρους των ΠΑΕ, στην κυβέρνηση, στους επικεφαλής: «Γενικότερα σε όλες τις βαθμίδες που αναφέρθηκαν. Δε θα διαφωνήσω σε κάτι. Όταν βγαίνουν πρόεδροι ομάδων και δικαιολογούν τα επεισόδια για μια διαιτητική απόφαση, συμβαίνει πουθενά αλλού στον πλανήτη επειδή ένας διαιτητής έκανε το οποιοδήποτε λάθος να διακόπτονται αγώνες, να πέφτουν κροτίδες οι οποίες ακρωτηριάζουν και συνανθρώπους μας, να δικαιολογούνται οι είσοδοι δεκάδων οπαδών μέσα στο γήπεδο και να κατηγορείται η Αστυνομία. Πού συμβαίνουν αυτά; Και σας λέω ότι αν οι ίδιοι ήθελαν να τους αποβάλλουν θα τους είχαν αποβάλλει. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει βούληση. Και το άσχημο είναι ότι χύνεται ανθρώπινο αίμα. Δεν είναι το θέμα ότι χύθηκε το αίμα αστυνομικού, χύθηκε το αίμα του 19χρονου Άλκη Καμπανού, χύθηκε το αίμα του 29χρονου Μιχάλη Κατσούρη, χύθηκε το αίμα του Τόσκο, του Νάσου και πόσων ακόμα. Πόσο ακόμα αίμα πρέπει να χυθεί σε αυτή τη χώρα ώστε επιτέλους να κάνουμε τα αυτονόητα; Κάθε τρεις και λίγο επικαλούμαστε το εξωτερικό και τα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη. Ε κάποια στιγμή ας επικαλεστούμε για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας τα υπόλοιπα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη όπου οι οπαδοί πετούν πλαστικά ποτηράκια και τους αποβάλλουν δια βίου από τα γήπεδα. Εδώ πετάνε κροτίδες, πυρσούς και οτιδήποτε φανταστείτε στον αγωνιστικό χώρο και δεν γίνεται τίποτε. Πώς γίνεται οι ίδιοι οι παράγοντες, οι ίδιοι οι οπαδοί όταν μιλάμε για ευρωπαϊκά παιχνίδια να είναι εκκλησία τα γήπεδά τους, πόσο μάλλον όταν βγαίνουν στο εξωτερικό γιατί ξέρουν ότι εκεί δεν περνάει τίποτα. Και αν πέταξες οτιδήποτε σε αστυνομικό ή μια μπύρα στο γήπεδο, σε πήγαν μέσα».
Κλείνοντας, ο κ. Τσαϊρίδης πρόσθεσε: «Τον νόμο Ορφανού τον έχω ζήσει γιατί ήμουν μάρτυρας εκείνη την περίοδο σε δικαστήριο. Όταν κατάλαβαν ότι συλλαμβάνονται για οπαδική βία, για επεισόδια μέσα και έξω από τα γήπεδα, και ότι την επόμενη μέρα καταλήγουν στις φυλακές, τότε έγιναν τα γήπεδα εκκλησίες. Γιατί δεν επανέρχεται ο νόμος Ορφανού; Τον σταμάτησαν το 2009 και από τότε μέχρι το 2023 έχουμε αλλάξει 100 φορές τη νομοθεσία αλλά ο νόμος Ορφανού δεν επανήλθε ποτέ. Είχαν ευκαιρίες κι άλλες κυβερνήσεις να τον επαναφέρουν».