Η τοξικότητα στην Super League δεν είναι νέο φαινόμενο. Πολλά χρόνια τώρα καλλιεργείται, ενισχύεται, κυριαρχεί. Είναι πάρα πολλές οι περιπτώσεις που επισκιάζει το αγωνιστικό σκέλος, το βάζει σε δεύτερη μοίρα, υποχρεώνει όσους αγαπάνε το ποδόσφαιρο στη χώρα μας, να ασχολούνται με ένα σωρό άλλα πράγματα εκτός από αυτό που θέλουν να είναι πάντα στο επίκεντρο.
Δυστυχώς, αποδεικνύεται ότι είναι αδύνατο το ίδιο το ποδόσφαιρο, οι ποδοσφαιριστές, δηλαδή, οι προπονητές, τα θεσμικά όργανα του ποδοσφαίρου, αλλά και η πολιτική ηγεσία του Αθλητισμού, οι κυβερνήσεις, οι φίλαθλοι, να απομονώσουν όσους επενδύουν στην πόλωση, στις σκληρές αντιπαραθέσεις, στις μετωπικές συγκρούσεις, στις μάχες «στρατών», επειδή θεωρούν ότι έτσι προστατεύουν τα συμφέροντα των ομάδων τους.
Είναι μια κατάσταση που έχει εξελιχθεί σε... δεύτερη φύση για το ποδόσφαιρό μας και δεν το αφήνει να αναπνεύσει. Το κρατάει εγκλωβισμένο σε μια αδιέξοδη πραγματικότητα, ακόμη και σε περιόδους που το αγωνιστικό σκέλος είναι τόσο ελκυστικό ώστε να προκαλεί την οργή των αληθινών φίλων του ποδοσφαίρου ο αποπροσανατολισμός που επιχειρείται, οι κόντρες για την επικράτηση του ενός ή του άλλου εκ των ισχυρών του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Μόλις πριν από λίγες μέρες εξέφραζα την ελπίδα να αφήσουν τις ομάδες να μας προσφέρουν εξίσου συναρπαστικά πλέι οφ, όπως το έκαναν και στην κανονική περίοδο του πρωταθλήματος. Να μας αφήσουν να εστιάσουμε αποκλειστικά στο αγωνιστικό σκέλος, να μην υποχρεωθούμε -για μια ακόμη φορά- να ασχολούμαστε με τον διαιτητή, τον Varίστα, την χώρα από την οποία κατάγονται, από ποιον μπορεί να έχουν επηρεαστεί, ποιανού συμφέροντα ήρθαν για να εξυπηρετήσουν.
Τα ίδια και τα ίδια. Τα ίδια και χειρότερα από αυτά που ζούσαμε πριν από μερικά χρόνια με τους Έλληνες διαιτητές. Τότε που τους απαξιώσαμε τους δικούς μας. Και ήρθε η ώρα -όσοι είστε τακτικοί αναγνώστες της στήλης θα θυμάστε πόσον καιρό πριν το είχε προβλέψει ο υπογράφων- της απαξίωσης, της απόλυτης απαξίωσης και των ξένων.
Δεν μπορώ να σκεφτώ αν έχει πιο κάτω και τι μπορεί να είναι αυτό...