Συνέντευξη στον Πέτρο Χαριζακλή
Από το 2007 που ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, κανείς δεν φανταζόταν ότι θα παραμείνει στη χώρα μας μέχρι να «κρεμάσει τα παπούτσια του». Ο λόγος για τον Μιγκέλ Σεμπαστιάν Γκαρσία ή αλλιώς «Πίτου» όπως τον ξέρουμε οι περισσότεροι. Ο 37χρονος Αργεντίνος μετά από σχεδόν 13 χρόνια που αγωνίστηκε στην Ελλάδα, νιώθει Ελληνας και μίλησε στο Metrosport.gr, στην πρώτη του μεγάλη συνέντευξη σε ελληνικό Μέσο από τότε που επέστρεψε στην Αργεντινή.
Τον πετύχαμε στην πόλη του, τη Σάντα Φε, σε μια μέρα όπου η θερμοκρασία έφτασε τους 42 βαθμούς. Μιλούσαμε σχεδόν δύο ώρες και σε κάθε του απάντηση έδειχνε με τον τρόπο του πόσο αγαπάει την Ελλάδα. Φυσικά η συνέντευξη έγινε στα ελληνικά, αφού μετά από τόσα χρόνια στη χώρα μας ο Πίτου τα μιλάει πολύ καλά.
Μας είπε για τις ασχολίες του στην Αργεντινή, για τα σχεδόν 13 χρόνια που έπαιξε στην Ελλάδα, για τις ομάδες που πέρασε και τι κρατάει από την κάθε μία. Τον Ηρακλή που του άνοιξε τις πόρτες όταν δεν τον ήξερε κανείς, τον Αρη που ήθελε να παίξει περισσότερο, τον Ατρόμητο που πέτυχε σπουδαία πράγματα με τη φανέλα του, τον Βόλο που τον έκανε να αλλάξει τρόπος σκέψης αλλά και τον ΠΑΣ που έκλεισε την καριέρα του. Μια απολαυστική συνέντευξη με έναν ποδοσφαιριστή που κοσμούσε τα ελληνικά γήπεδα για πάνω από μια δεκαετία και περισσότερες από 300 συμμετοχές με ελληνικές ομάδες.
-Γεια σου Πίτου. Πως είναι τα πράγματα στην Αργεντινή;
«Υπάρχει πολλή ζέστη εδώ, 42 βαθμούς έφτασε η θερμοκρασία. Δεν παλεύεται η κατάσταση. Είναι δύσκολα τα πράγματα με τον κορωνοϊό, έχουμε 130.000 κρούσματα, κυριαρχεί πολύ η μετάλλαξη Ομικρον, τα νοσοκομεία είναι γεμάτα, δεν παίρνουν όμως νέα μέτρα. Παρόλα αυτά, εδώ κάνουμε κανονική ζωή, όλα είναι ανοιχτά. Πριν ένα μήνα είχα πάει στο γήπεδο, είχε 28.000 κόσμο στο ντέρμπι του Σάντα Φε μεταξύ Ουνιόν-Κολόν. Ο κορωνοϊός μας έχει κλέψει δύο χρόνια από τη ζωή μας».
-Με τι ασχολείσαι αυτό το διάστημα;
«Εχω τελειώσει με το δίπλωμα προπονητικής εδώ στην Αργεντινή, έκανα τα δύο πρώτα χρόνια, μου μένουν έξι μήνες για να πάρω το δίπλωμα pro. Μου ήρθε η πρόταση από την Ουνιόν για να γίνω προπονητής στις ακαδημίες, αλλά περιμένω να γίνει επίσημη. Περιμένω τις εκλογές στην ομάδα. Πολλοί μου έλεγαν να ξεκινήσω ως μάνατζερ, αλλά θέλει οργάνωση και εμπιστοσύνη.
Αυτό το διάστημα προσπαθώ να απολαύσω όσα πράγματα δεν έζησα στην Αργεντινή τόσα χρόνια. Μου έλειψε η οικογένειά μου, τα παιδιά μου. Χώρισα με τη γυναίκα μου το 2014, αλλά έχω πολύ καλή σχέση με τη πρώην γυναίκα μου και βλέπω όποτε θέλω τα παιδιά μου. Ηθελα να δω τους φίλους μου που είχα τόσο καιρό να δω, οι πραγματικοί φίλοι φαίνονται. Η ζωή του ποδοσφαιριστή δεν είναι τόσο εύκολη, όπως πιστεύει ο κόσμος.
Δεν έχω παράπονα για την καριέρα μου, έπαιξα σε υψηλό επίπεδο για 9-10 χρόνια στην Α Εθνική, έζησα ένα όνειρο. Δεν είναι εύκολο να φύγεις από την πατρίδα σου».
-Γιατί σταμάτησες την καριέρα σου;
«Κουράστηκα, δεν είχα θέμα φυσικής κατάστασης, ήταν θέμα μυαλού. Ηταν πολλές οι σκέψεις που έκανα, αν αξίζει να συνεχίσεις να κάνεις αυτό που κάνεις. Μέχρι την τελευταία μέρα πάντως ήμουν 100% επαγγελματίας. Έφτασε μια μέρα που μπήκα στο λεωφορείο και δεν είχα το κίνητρο. Όταν ένιωσα πως μου έφυγε το κίνητρο αυτό, τότε σκέφτηκα πως πρέπει να σταματήσω. Και σκέψου πως ήταν πολύ καλά τα πράγματα τότε στον ΠΑΣ, ήμασταν πρώτοι. Ήμουν σε μια ηλικία που έζησα από το ποδόσφαιρο. Εβλεπα σαν προπόνηση και τα επίσημα παιχνίδια. Μου είπε ο Γιαννίκης να μείνω μέχρι το καλοκαίρι που θα ανεβαίναμε και να αποχαιρετήσω την καριέρα μου στην Α Εθνική και στη συνέχεια αν ήθελα να γίνω βοηθός του. Εγώ όμως είχα πάρει την απόφαση μου».
-Πως περίμενες να είναι αυτή η στιγμή;
«Είχα σκεφτεί να σταματήσω το ποδόσφαιρο, χωρίς να το καταλάβω. Μπορεί να το είχα καιρό μέσα στο μυαλό μου αλλά χωρίς να το καταλάβω. Σήμερα μου λείπει πολύ το ποδόσφαιρο, μου λείπει η καθημερινότητα, η προπόνηση, τα αποδυτήρια. Στα νεαρά παιδιά που είχαμε στον ΠΑΣ τους έκανε εντύπωση πως απολάμβανα το ποδόσφαιρο. Και προσπαθούσα να τους περάσω πως τα χρόνια περνάνε και πως πρέπει να το απολαμβάνεις αυτό που κάνεις. Δεν το μετάνιωσα που σταμάτησα το ποδόσφαιρο, το είπα όταν ήμουν σίγουρος για την απόφαση. Ήθελα να γυρίσω στην Αργεντινή και να δοκιμάσω αν ξαναταιριάζω με την πατρίδα μου».
-Σχεδόν 13 χρόνια στην Ελλάδα, είναι μια ολόκληρη ποδοσφαιρική ζωή. Πως νιώθεις για αυτά τα χρόνια που έζησες εδώ;
«Από τα 14 ήμουν στην Ουνιόν, έκανα ντεμπούτο στα 20 στην πρώτη ομάδα, έφυγα στα 22 και γύρισα τώρα. Αγαπάω πολύ την Ελλάδα, νιώθω Ελληνας. Τα περισσότερα και πιο όμορφα χρόνια μου τα έζησα στην Ελλάδα. Όχι μόνο τα ποδοσφαιρικά αλλά και στη ζωή μου. Με αγκάλιασε από την αρχή ο κόσμος, όχι μόνο στο ποδόσφαιρο, και εκτός. Εχω σκοπό να έρθω στην Ελλάδα σε 2-3 μήνες και πολύς κόσμος θέλει να με δει. Είναι αναμνήσεις και πράγματα που ούτε το ποδόσφαιρο δεν δίνει. Είναι ακόμη μια απόδειξη, εκτός από την καριέρα μου, ότι άφησα κάτι καλό με την προσωπική μου ζωή.
Στον Ατρόμητο ήμουν όταν γεννήθηκε η μικρή κόρη μου, ήμουν σε αποστολή με την ομάδα γιατί παίζαμε με τον Αστέρα. Με πήρε η γυναίκα μου πως πάει στο νοσοκομείο, ήμασταν στο ξενοδοχείο εκείνη τη στιγμή. Είχαμε κόουτς τον Σα Πίντο, ήταν λίγο τρελός αλλά πολύ καλός άνθρωπος. Του ζήτησα άδεια να πάω στο νοσοκομείο και μου την έδωσε. Μου είπε απλά αν δεν μπορώ να κάνω κάτι εκεί ή να δω την γυναίκα μου, να γυρίσω να ξεκουραστώ. Επέστρεψα στις 4 το ξημέρωμα, αφού είχε γεννήσει η γυναίκα μου. Κοιμήθηκα και μετά του είπα κόουτς θέλω να παίξω. Με βάζει βασικό, κερδίζαμε 3-0 ημίχρονο, 4-0 στην αρχή του δευτέρου ημιχρόνου. Λίγο αργότερα με έβγαλε να ξεκουραστώ, σε δέκα λεπτά έγινε 4-3. Ευτυχώς παρέμεινε έτσι το σκορ».
-Θέλεις να επιστρέψεις κάποια στιγμή στην Ελλάδα μόνιμα;
«Δύσκολα, όσο και να αγαπάω την χώρα, τον κόσμο, τον τρόπο ζωής που είχα. Τώρα που με ρωτάς, δεν θα γύριζα για μόνιμα. Στο μέλλον δεν ξέρω τι θα γίνει. Ο κορωνοϊός δεν με άφησε να έρθω να δω τους φίλους μου. Σκέφτομαι να έρθω τον Μάιο. Πρέπει να κάνω τουρ στην Ελλάδα (σ.σ γέλια), για να χαιρετήσω τους φίλους μου σε όλες τις πόλεις, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Βόλο και Γιάννενα».
«Ο Ηρακλής μου άνοιξε τις πόρτες όταν δεν με ήξερε κανένας»
-Ο Ηρακλής είναι η πρώτη ομάδα που σε έφερε στην Ελλάδα. Τι αναμνήσεις έχεις από τον Γηραιό;
«Τις καλύτερες. Ακόμη και όταν περάσαμε δύσκολες στιγμές, μετά το 2011 που διέλυσε η ομάδα, όσο χρήματα και να μου χρωστάνε, γιατί μου χρωστάνε πολλά, προσπαθώ να βλέπω τα θετικά. Ο Ηρακλής μου άνοιξε τις πόρτες όταν δεν με ήξερε κανένας. Μου έδωσε την ευκαιρία να ξεκινήσω την καριέρα μου σε μια χώρα που με αγκάλιασε πολύ. Σαν πρώτη εμπειρία εκτός χώρας, ο Ηρακλής μου έδωσε πολλά πράγματα που δεν τα ξεχνάω. Ευχαριστώ όλες τις ομάδες που ήμουν κομμάτι τους».
-Πως ήταν εκείνη εποχή επί Ρέμου;
«Στην μέρα της παρουσίασής μου ήταν η μοναδική φορά που τον είδα (σ.σ τον Ρέμο). Δεν υπήρχε η παρουσία του. Ηταν μια οικογένεια η ομάδα, τα γραφεία, οι φροντιστές, το παλεύαμε μόνοι μας και όλοι μαζί. Ήταν δύσκολες εποχές, δύσκολες χρονιές, πετύχαμε ωραία πράγματα. Όχι τίτλους, αλλά για μια ομάδα χωρίς πρόεδρο, χωρίς διοίκηση, να κρατήσουμε την ομάδα στην κατηγορία είναι επιτυχία με όσα συνέβαιναν. Ημασταν μόνοι μας, ήμασταν 6-7 μήνες απλήρωτοι. Ο κόσμος τα αναγνωρίζει όλα αυτά που ζήσαμε. Ακόμη και όταν διέλυσε η ομάδα, ποδοσφαιρικά πηγαίναμε πολύ καλά. Δεν πέσαμε αγωνιστικά».
-Παρακολουθείς την ομάδα; Πως σου φαίνεται;
«Σήμερα όχι. Δεν έχω επαφή με κάποιον. Εμαθα πως είναι στην Β Εθνική. Πως γίνεται στην Ελλάδα να χάνουν χρήματα οι ποδοσφαιριστές και οι άνθρωποι τα από τα γραφεία, που ζουν με ένα μισθό και αυτοί ήταν απλήρωτοι. Όλα αυτά με τις αλλαγές ΑΦΜ γίνονται μόνο στην Ελλάδα. Η ομάδα δεν φταίει, ο νόμος φταίει και η ομοσπονδία. Αυτά που γίνονται είναι τραγικά και σκοτώνουν το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο κόσμος με αγάπησε, ήμουν ένας από τους αρχηγούς στην ομάδα από τη δεύτερη χρονιά. Πρώτο αρχηγό είχαμε τον Κατσαμπή».
«Κύριος ο Κούπερ, μας έκλεψαν το πρωτάθλημα το 2017»
-Στη συνέχεια άλλαζες συχνά ομάδες, πήγες στον Αρη, γύρισες στον Ηρακλή και μετά κατέληξες στον Ατρόμητο, πήγες στην Κορέα, μετά ξαναγύρισες στον Αρη. Τι έφταιξε και δεν έκατσες περισσότερο στον Αρη;
«Στην πρώτη θητεία μου στον Αρη δεν έκατσα πολύ και δεν είχα ευκαιρίες να παίξω στη θέση μου. Πήγα τελευταία μέρα των μεταγραφών, με τον Μαζίνιο έπαιξα 2-3 παιχνίδια στο κέντρο. Μετά ήρθε ο Κούπερ και με έβαλε στα εξτρέμ, δεν μπορούσα να παίξω στη γραμμή, γιατί δεν είμαι ο Τόνι Κάλβο. Έχουμε πολλές επιλογές στο κέντρο μου είπε ο Κούπερ, σε θέλουμε αλλά εγώ έφυγα για να παίξω. Δεν θα καθόμουν πάνω στο συμβόλαιό μου. Ο Κούπερ ήταν κύριος όταν πήρα απόφαση να φύγω.
Στη δεύτερη θητεία μου μετά την Κορέα, ήταν περίεργη η κατάσταση με τα οικονομικά της ομάδας. Δεν είχαμε πληρωθεί πολλούς μισθούς και μου έκανε πρόταση ο Καρυπίδης να μειώσει τον μισθό μου πάνω από 50%. Του είπα πως δεν γίνεται να δεχθώ κάτι τέτοιο και έφυγα.
Μας έκλεψαν το πρωτάθλημα το 2017 στη Β Εθνική, χάναμε 1-0 από τη Λαμία, δεν μας έδωσαν δύο πέναλτι, στο 93’ μας έδωσαν τελικά πέναλτι και το έχασε ο Καπνίδης. Από τότε έφυγε μπροστά η Λαμία και μετά δεν έχασε παιχνίδι. Ήταν απαράδεκτο αυτό το πρωτάθλημα, έπρεπε να πάμε στη ΦΙΦΑ εκείνο το πρωτάθλημα της Β Εθνικής. Έχει χαλάσει πολύ το ελληνικό ποδόσφαιρο».
-Ο Αρης είναι μια ομάδα που συχνά την τελευταία 20ετία έχει πολλούς Αργεντίνους παίκτες. Που το αποδίδεις αυτό;
«Είναι θέμα εμπειρίας, οι περισσότεροι που ήρθαν από την Αργεντινή έκαναν την διαφορά και μετά άρχισε να παίρνει κι άλλους Αργεντίνους. Στην Ελλάδα αφήσαμε πολύ καλή εικόνα σαν ποδοσφαιριστές και σαν άνθρωποι.
Στην Κορέα που ήμουν, ήμουν ο πρώτος Αργεντίνος μετά από πολλά χρόνια γιατί δεν είχαν καλή εμπειρία. Εκεί ήταν αλλιώς τα πράγματα. Συνεχώς δουλειά, ήσουν διαθέσιμος 24ώρες για την ομάδα αλλά υπήρχε οργάνωση, ποιότητα, ταχύτητα. Οι Κορεάτες που δεν ήταν παντρεμένοι έμεναν στο αθλητικό κέντρο και έκαναν τρεις προπονήσεις την ημέρα».
«Στον Ατρόμητο σκοτώναμε ο ένας για τον άλλον»
-Στον Ατρόμητο κατάφερες να παίξεις στην Ευρώπη κόντρα στη Νιούκαστλ. Τι σήμαινε για σένα το ευρωπαϊκό σου ντεμπούτο;
«Ηταν όνειρο για μένα. Ένα παιδί που έφυγε από Αργεντινή στα 22, δεν θα το πίστευα, ούτε θα το περίμενα. Στην διάρκεια θα καταλάβουμε τι ιστορία έχουμε γράψει με τον Ατρόμητο. Για μια ομάδα σαν τον Ατρόμητο, είναι τεράστια πράγματα. Να ταξιδεύουμε, να ζούμε στιγμές στην Ευρώπη, να παίζουμε στην Αγγλία.
Είχαμε πολλά χρόνια την ίδια ομάδα, μας κέρδιζε κανείς πολύ δύσκολα, δεν είναι εύκολο να τα πετύχεις αυτά που καταφέραμε εμείς με μια ομάδα όπως ο Ατρόμητος. Ηταν δύσκολα τα αποδυτήρια γιατί είχαμε μεγάλα ονόματα, αλλά μέσα στο γήπεδο σκοτώναμε ο ένας για τον άλλον.
Είχαμε βαριά ονόματα στον Ατρόμητο, στα αποδυτήρια, Μια μέρα με ρώτησε ο Αγγελόπουλος ποιος παίκτης θα μου άρεσε να έρθει εδώ, και του είπα ο Ιλιτς και ο Ουσέρο. Ο Ιλιτς στον ΠΑΣ έκανε τρομερές εμφανίσεις, στον Αρη δεν τα πήγε καλά».
-Εκλεισες την καριέρα σου στον ΠΑΣ, με τους οπαδούς να σε χειροκροτούν στο τελευταίο σου παιχνίδι. Πως αισθάνθηκες;
«Περίεργα, δεν είχα καταλάβει πως σταμάτησα το ποδόσφαιρο. Το κατάλαβα αργότερα στα αποδυτήρια».
«Μαγική η κάθε μέρα στον Αρη, σαν πατέρας μου ο Πεντράθα»
-Με ποια ελληνική ομάδα δέθηκες περισσότερο;
«Με όλες. Στον Ηρακλή ήταν η πρώτη εμπειρία, δεν ξεχνιέται. Στον Αρη ήμουν λίγο χρόνο και θα ήθελα να ζήσω περισσότερο. Κάθε μέρα στον Αρη ήταν μαγική. Στον Βόλο το ποδόσφαιρο μου έδειξε άλλο τρόπο ζωής, είχα συμπαίκτες μου που δυσκολευόταν να πάρουν έναν καφέ. Το αγαπούσαν το ποδόσφαιρο αυτοί οι ποδοσφαιριστές, σκότωναν για μια ευκαιρία να κάνουν καριέρα. Ηταν τρομερά δύο χρόνια. Στα Γιάννενα ήταν λίγος καιρός, έκανα γνωριμίες και φίλους από τους πιο δυνατούς που έχω. Ο Ατρόμητος μου έδωσε πολλά μεγάλα πράγματα. Γράψαμε τις καλύτερες σελίδες στην ιστορία της ομάδας. Μου έδινε το κίνητρο για να παίζω στο υψηλότερο επίπεδο. Από κάθε ομάδα κρατάω μεγάλες και όμορφες αναμνήσεις».
-Με ποιον προπονητή είχες καλύτερη επικοινωνία;
«Δεν ξεχνάω το ανθρώπινο κομμάτι του Σα Πίντο, δεν θα το έκαναν πολλοί προπονητές. Μετά είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον Πεντράθα, ήταν σαν πατέρας μου. Με έμαθε πολλά και με βοήθησε πολύ. Και με τον Παράσχο είχαμε καλή σχέση και καλή επικοινωνία, υπήρχε σεβασμός. Με τον Φεράντο ήμασταν πιο κοντά στην ηλικία, παίξαμε το καλύτερο ποδόσφαιρο. Υπήρχε πίεση με τον Μπέο στον Βόλο. Είχα πολύ καλή σχέση με τους περισσότερους προπονητές, πάντα επαγγελματική».
-Ποια είναι η καλύτερη και ποια η χειρότερη στιγμή στην καριέρα σου στην Ελλάδα;
«Δεν μπορώ να σου πω μία καλύτερη στιγμή. Οι καλύτερες στιγμές ήταν οι άνθρωποι που γνώρισα και οι αναμνήσεις που είχα με τους ανθρώπους. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο κέρδος που είχα από το ποδόσφαιρο. Η χειρότερη ήταν όταν διαλύθηκε ο Ηρακλής, αλλά ήταν εκτός ποδοσφαίρου, δύσκολες στιγμές για την ομάδα που αγαπούσαμε. ¨Ηταν δύσκολα γιατί δεν πληρωνόμασταν, γιατί δεν ξέραμε τι θα γίνει. Οι δύσκολες στιγμές ήταν πολλές, όπως περνάνε όλοι οι ποδοσφαιριστές. Οι χειρότερες στιγμές είναι περισσότερες από τις καλύτερες στο ποδόσφαιρο, απλά έχουμε την ευκαιρία να τα αφήσουμε πίσω μας και να θυμόμαστε τα καλά».
-Πως βλέπεις το ελληνικό ποδόσφαιρο;
«Εχει πέσει τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι όπως όταν ήρθα. Πως θέλουν από την ελληνική ομοσπονδία να προχωρήσει το ελληνικό ποδόσφαιρο, όταν δεν παίζουν Ελληνες ποδοσφαιριστές στις ελληνικές ομάδες. Μέχρι την τελευταία μέρα που ήμουν στην Ελλάδα, η κατάσταση του πρωταθλήματος της Κ19 ήταν τραγική. Δεν υπάρχει οργάνωση, έπαιζαν σε πλαστικό γήπεδο. Από εκεί ξεκινούν όλα».