Ήταν 16 Οκτωβρίου του 1968, κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων στο Μεξικό, όταν ο πέμπτος πιο γρήγορος άνθρωπος στα 200 μ. τερμάτισε την αθλητική του έγραψε ιστορία, επιλέγοντας να συμπαρασταθεί, με κάθε κόστος, στον αγώνα των συναθλητών του για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο λόγος για τον Αυστραλό σπρίντερ Πίτερ Νόρμαν, ο οποίος είδε την καριέρα του να τερματίζεται με συνοπτικές διαδικασίες, επειδή σιωπηρά και συμβολικά συμπαραστάθηκε στους Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος, σε άλλη μια πράξη ενάντια στον ρατσισμό.
Όπως μνημόνευε χρόνια μετά ο Νόρμαν:
«Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ένας μαύρος δεν μπορούσε να πιει το ίδιο νερό, να πάρει το ίδιο λεωφορείο και να πάει στο ίδιο σχολείο με έναν λευκό. Υπήρχε κοινωνική ανισότητα για την οποία δεν μπορούσα να κάνω τίποτα από εκεί που ήμουν, αλλά τη μισούσα. Λέγεται ότι το να συνδέσω το αργυρό μου μετάλλιο με εκείνον τον χαιρετισμό μείωσε το επίτευγμα μου. Το αντίθετο. Θα πρέπει να ομολογήσω ότι είμαι πολύ περήφανος που ήμουν εκεί».
Η συμβολική «γροθιά» στο ρατσισμό δόθηκε κατά τη διάρκεια της απονομής των μεταλλίων στα 200 μ. στίβου ανδρών, όταν οι Σμιθ και Κάρλος, ανέβηκαν στο βάθρο των νικητών, φορώντας μόνο μαύρες κάλτσες και καθόλου παπούτσια, κρατώντας ο καθένας στο χέρι του ένα μαύρο γάντι.
Την ίδια ώρα, ο Νόρμαν, που ήταν ενήμερος για τη διαμαρτυρία των συναθλητών του, προτείνοντας, μάλιστα, στον Κάρλος να φορέσει το αριστερό γάντι του Σμιθ, όταν εκείνος αντελήφθη πως είχε ξεχάσει τα γάντια του, στο ολυμπιακό χωριό, στο πέτο του κονκάρδα υπέρ της ολυμπιακής καμπάνιας για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Στην ανάκρουση των ύμνου των ΗΠΑ οι δυο Αφροαμερικανοί αθλητές ύψωσαν τις γαντοφορεμένες τους γροθιές στον αέρα, κάνοντας τον κλασικό χαιρετισμό των Μαύρων Πανθήρων, με τον Νόρμαν να στέκεται, χωρίς να σηκώνει το χέρι του, αλληλέγγυος στη συμβολική, αυτή, πράξη ενάντια στον ρατσισμό.
Αμέσως, η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, προεδρεύοντος του Αμερικανού Έιβερι Μπράντατζ, αντέδρασε έντονα, απαιτώντας από τους Αμερικανούς να αποκλείσουν τον Σμιθ και τον Κάρλος, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το ολυμπιακό χωριό, ενώ οι Αυστραλοί τιμώρησαν πολύ σύντομα, ακόμη σκληρότερα, τον Νόρμαν.
Κι αυτό γιατί η «καθωσπρέπει» Αυστραλία είχε γράψει ήδη στη μαύρη λίστα της τον Νόρμαν, επειδή είχε φορέσει την κονκάρδα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, κατακρίνοντας έτσι τη «Λευκή Αυστραλία» των διωγμών των Αβοριγίνων και της αρπαγής και υιοθεσίας παιδιών από λευκά ζευγάρια.
Μάλιστα, η Αυστραλία προχώρησε στον αποκλεισμό του Νόρμαν από τους επόμενους θερινούς Αγώνες, με τον σπρίντερ να εγκαταλείπει τον κλασικό αθλητισμό και να ασχολείται, μέχρι το τέλος της ζωής του, με το αυστραλέζικο ποδόσφαιρο, αρχικά ως παίκτης κι αργότερα ως προπονητής στην ομάδα κάτω των 19 ετών.
Το τέλος του ξεχασμένου ήρωα των Ολυμπιακών Αγώνων ήρθε το 2006, όταν υπέστη ανακοπή, με τους δυο συναθλητές του, που σήμερα έφτασαν τα 80 τους χρόνια, να δίνουν το «παρών» στην κηδεία του, σηκώνοντας με σεβασμό το φέρετρό του.