Το πετρέλαιο κινείται σταθερά σε υψηλά επίπεδα δεκαετίας, μια εξέλιξη που είχε ήδη προβλέψει το Νοέμβριο του 2021 η Bank of America, μήνες προτού ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Η τράπεζα είχε εκτιμήσει ότι το Brent, το οποίο οδηγεί τις τιμές του φυσικού αερίου, θα αυξηθεί στα 120 δολάρια το βαρέλι μέχρι τον Ιούνιο του 2022 καταγράφοντας αύξηση κατά 45% σε σχέση με ό,τι ίσχυε το φθινόπωρο του 2021. Πράγματι, το Brent προσεγγίζει τα 120 δολάρια και αυτό συμβαίνει αρκετούς μήνες νωρίτερα από το χρονικό ορόσημο που έθετε η Bank of America.
Η περιορισμένη προσφορά και η αύξηση της ζήτησης εξακολουθεί να κλυδωνίζει την αγορά ενώ ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία και ο διευρυνόμενος κατάλογος των κυρώσεων από την πλευρά των ΗΠΑ και της ΕΕ δημιουργούν μια ισορροπία τρόμου στην ενεργειακή ασφάλεια.
Και ενώ το πετρέλαιο κινείται σε πρωτόγνωρα για την τελευταία δεκαετία επίπεδα, οι τιμές της ενέργειας, όπως είναι αναμενόμενο, συνεχίζουν επίσης την ξέφρενη πορεία τους. Στο ηλεκτρικό ρεύμα, η τιμή έφθασε τα 300 ευρώ η μεγαβατώρα, στο φυσικό αέριο τα 200 ενώ το υψηλό ενεργειακό κόστος στα ευρωπαϊκά κράτη τους τελευταίους μήνες έχει οδηγήσει σε ανατιμήσεις σε όλους τους βασικούς κλάδους.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, ανά κλάδους της οικονομίας, η μεγαλύτερη άνοδος τιμών σημειώθηκε στην ενέργεια (+31,7% σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2021, μετά από ετήσια αύξηση 28,8% τον Ιανουάριο) και στα τρόφιμα (+4,1% σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2021, μετά από ετήσια αύξηση 3,5% τον Ιανουάριο).
Τα στοιχεία δείχνουν πως ανά την ΕΕ η πίεση δεν περιορίζεται μόνο στην ενέργεια όπου καταγράφεται πολύ μεγάλη επιτάχυνση αλλά διαχέεται όλο και πιο πολύ και στα είδη διατροφής και στα βιομηχανικά αγαθά εκτός ενέργειας. Ενδεικτικά, η άνοδος του δείκτη της Ευρωζώνης κατά 5,8% περιλαμβάνει 6.1% άνοδο σε μη τυποποιημένα τρόφιμα, 31,7% στην ενέργεια και 3% σε άλλα βιομηχανικά αγαθά.
«Παράπλευρες» συνέπειες των υψηλών τιμών
Οι αυξανόμενες τιμές του πετρελαίου ωφελούν τους παραγωγούς πετρελαίου, αλλά αυξάνουν το κόστος για όλους τους άλλους. Και αυτό καταστέλλει την οικονομική δραστηριότητα, καθώς τόσο οι καταναλωτές όσο και οι εταιρείες ανταποκρίνονται στις υψηλότερες τιμές μειώνοντας ταχύτητες.
Το μεγαλύτερο βάρος πέφτει στα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα, καθώς ξοδεύουν μεγαλύτερο ποσοστό του προϋπολογισμού τους για να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες.
Το ακριβό πετρέλαιο αυξάνει επίσης τον πληθωρισμό, ωθώντας ενδεχομένως τις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια. Αυτό αυξάνει το κόστος του κεφαλαίου για όλους—συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, οι οποίες πρέπει να πληρώσουν περισσότερα για να δανειστούν για να καλύψουν το υψηλό αρχικό κόστος κατασκευής αιολικών και ηλιακών εγκαταστάσεων.
Αυτή η εξάρτηση καθιστά οποιαδήποτε ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης πηγή αστάθειας των τιμών, συμπεριλαμβανομένης της τρέχουσας εκτίναξης. Το 2020, οι πετρελαϊκοί γίγαντες απέσυραν δραστικά τις επενδύσεις τους για να αυξήσουν την παραγωγή με την υπόθεση ότι τα lockdown Covid-19 θα μείωναν τη ζήτηση για το προϊόν τους. Αλλά η γρήγορη διάθεση των εμβολίων στις ανεπτυγμένες χώρες οδήγησε σε ταχύτερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη και σε έλλειμμα εφοδιασμού.
Τώρα η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει προσθέσει κίνδυνο για την προμήθεια πετρελαίου, με τις οικονομικές κυρώσεις να αυξάνονται. Οι αναλυτές λένε ότι όσο περισσότερο συνεχίζεται ο πόλεμος, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα η τιμή του πετρελαίου να παραμείνει πάνω από το όριο των 100 δολαρίων.
Που θα φθάσουν οι τιμές της βενζίνης και του πετρελαίου τις επόμενες ημέρες στην Ελλάδα
To πετρέλαιο θέρμανσης, η μέση τιμή του οποίου διαμορφώνεται στα 1,32 ευρώ το λίτρο στην Αθήνα ενώ ξεπερνά τα 1,40 ευρώ στην επαρχία αναμένεται να ξεπεράσει το 1,5 ευρώ (στην Αθήνα) μέσα στις επόμενες ημέρες. Ομοίως, η τιμή βενζίνης στην Αθήνα, θα θυμίζει σε λίγο τις τσουχτερές τιμές που παρατηρούνται σε πολλά νησιά και θα ξεπεράσει τα 2 ευρώ. Οι νέες αυξήσεις στις τιμές θα επιβαρύνουν περαιτέρω τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών αλλά και των επιχειρήσεων ενώ η αγορά προσβλέπει πλέον σε μια απρόσμενα θετική εξέλιξη (όπως θα ήταν για παράδειγμα, η κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία) προκειμένου να σταματήσει το ράλι των τιμών.
Ο επικεφαλής Δημοσίων Σχέσεων Ομίλου ΕΛΙΝΟΙΛ, Γιώργος Βερούλης, αναλύει μιλώντας στο Insider.gr, το κλίμα που επικρατεί στην αγορά. Όπως σημειώνει, «η παγκόσμια αγορά πετρελαίου υφίσταται ένα σοκ, παρόμοια με τη μεγάλη αναταραχή που σημειώθηκε από τον πόλεμο του Κόλπου το 1990-91. Το αργό πετρέλαιο τύπου Brent, εκτινάχθηκε την Πέμπτη 3 Μαρτίου στα 119 δολάρια το βαρέλι για πρώτη φορά από το 2014. Αναμφισβήτητα, διανύουμε μία πολύ δύσκολη και γεμάτη αβεβαιότητα περίοδο. Η κρίση στις τιμές του πετρελαίου, οφείλεται κατά βάση, στις γεωπολιτικές εξελίξεις, διότι ουσιαστικό πρόβλημα προσφοράς δεν διαφαίνεται. Στην ελληνική αγορά, με τα σημερινά δεδομένα, φαίνεται πως τις επόμενες ημέρες η πανελλαδική μέση τιμή της αμόλυβδης θα ξεπεράσει τα 2 ευρώ.
Σημαντική αύξηση θα έχουν και οι τιμές των δύο πετρελαίων, κίνησης και θέρμανσης. Πρόκειται για μεγάλες αυξήσεις που δημιουργούν τεράστια προβλήματα σε καταναλωτές και εταιρείες. Στους καταναλωτές, διότι έχουν να αντιμετωπίσουν και τις άλλες αυξήσεις των προϊόντων (τρόφιμα, ηλεκτρικό ρεύμα κλπ), στις δε εταιρείες διότι επιβαρύνουν το χρηματοοικονομικό κόστους τους, με ταυτόχρονη τάση αύξησης των επιτοκίων λόγω του πληθωρισμού. Να σημειώσουμε εδώ, το οξύμωρο του θέματος, ότι παρά το ότι ως φυσικό επακόλουθο της αύξησης των τιμών, σημειώνεται μείωση των καταναλώσεων, μεγάλη μερίδα των καταναλωτών φοβούμενη τυχόν περαιτέρω ανατιμήσεις στα καύσιμα, σπεύδει να ανεφοδιαστεί, χωρίς να το έχει άμεση ανάγκη».
Πώς επηρεάζουν οι υψηλές τιμές του πετρελαίου την πράσινη μετάβαση σε παγκόσμιο και εθνικό επίπεδο
Με το πετρέλαιο να κοστίζει περισσότερα από 100 δολάρια το βαρέλι και τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία να αναδεικνύει τους κινδύνους που απορρέουν από την εξάρτηση των κρατών από τα ορυκτά καύσιμα, η τρέχουσα συγκυρία θα μπορούσε να θεωρηθεί μια καλή στιγμή να επιταχυνθεί η πράσινη μετάβαση. Όμως, η πραγματικότητα δεν είναι τόσο απλή.
Η δημόσια υποστήριξη για τη δράση για το κλίμα είναι μεγαλύτερη από ποτέ στις περισσότερες χώρες, αλλά αυτό δεν ανακουφίζει τον οικονομικό πόνο όταν τα πάντα, από τα τρόφιμα μέχρι τις μεταφορές γίνονται πιο ακριβά.
Όπως εξήγησε μιλώντας στο Bloomberg ο Bob McNally, πρόεδρος του Rapidan Energy Group, υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους οι υψηλές τιμές του πετρελαίου μπορούν πραγματικά να βλάψουν την μετάβαση προς την καθαρή ενέργεια. «Σκεφτείτε τι συνέβη το 2021. Καθώς η τιμή του φυσικού αερίου έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ στην Ευρώπη, οι κυβερνήσεις ξόδεψαν δισεκατομμύρια δολάρια σε επιδοτήσεις για να εξασφαλίσουν ότι η ενέργεια θα παραμείνει προσιτή. Μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων κατέληγε στις τσέπες εταιρειών ορυκτών καυσίμων, οι οποίες ανέφεραν μεγάλα κέρδη. Από την άλλη, η παραγωγή πράσινης ενέργειας, η οποία δεσμεύεται με μακροπρόθεσμα συμβόλαια τιμών, δεν κέρδισε τόσα πολλά από τις υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας. Τώρα που ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει εκτοξεύσει τις τιμές ξανά στα ύψη, οι μεγαλύτεροι Ευρωπαίοι εισαγωγείς ρωσικού φυσικού αερίου, η Γερμανία και η Ιταλία, εξετάζουν το ενδεχόμενο να αυξήσουν τη χρήση των μονάδων άνθρακα, ακόμη και αν κατασκευάζουν περισσότερες υποδομές για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μακροπρόθεσμα.
Στο ίδιο πλαίσιο, οι υψηλές τιμές ενέργειας οδήγησαν σε αναθεώρηση του προγράμματος απολιγνιτοποίησης και στην Ελλάδα όπου με σχετική απόφαση του ΥΠΕΝ στο τέλος του προηγούμενου έτους δόθηκε παράταση στις ώρες λειτουργίας 7 λιγνιτικών μονάδων (Αγ. Δημήτριος 1, 2, 3, 4 και 5, Μελίτη και Μεγαλόπολη 4) και των πετρελαϊκών μονάδων του ΑΗΣ Αθερινόλακκου στην Κρήτη.
Εξετάζοντας τις εναλλακτικές
Η άνοδος των τιμών των ορυκτών καυσίμων και η αυξανόμενη ζήτηση για καθαρή ενέργεια αναγκάζουν τις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο να επανεξετάσουν τα προγράμματα πυρηνικής ενέργειας που είχαν παγώσει.
Η Φινλανδία και οι Φιλιππίνες αποτελούν τα πιο πρόσφατα παραδείγματα κρατών που στράφηκαν στην πυρηνική ενέργεια ενώ η Γερμανία, η Νότια Κορέα και άλλες αμβλύνουν την αντίθεση στον τομέα. Ο πρόεδρος των Φιλιππίνων Ροντρίγκο Ντουτέρτε διέταξε το τμήμα ενέργειας να υιοθετήσει ένα πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας και πιθανώς να θέσει και πάλι σε λειτουργία ένα εργοστάσιο που κατασκευάστηκε πριν από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ λόγω ζητημάτων ασφάλειας και διαφθοράς. Στην Ευρώπη, η Fortum Oyj επιδιώκει να παρατείνει τη διάρκεια ζωής του σταθμού της Loviisa στη Φινλανδία κατά 20 χρόνια έως το 2050.
Οτιδήποτε και οτιδήποτε μπορεί να παράγει ενέργεια εξετάζεται τώρα καθώς οι παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου, του άνθρακα και του φυσικού αερίου εκτοξεύονται εν μέσω αβεβαιότητας για τις ρωσικές προμήθειες.
Πηγή: insider