Υπήρξε το παιδί θαύμα του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου. Ένας παίκτης με εξαιρετικό ταλέντο, αξιοζήλευτα χαρακτηριστικά, που ήξερε να μαγεύει το τόπι και να παραβιάζει την αντίπαλη εστία. Ο Αλεσάντρε Πάτο ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα της Βραζιλίας και έδινε την εντύπωση ότι θα κατακτούσε την κορυφή.
Η πτώση του ήρθε ανέλπιστα. Φάνηκε να χάνει το μυαλό του, να μαγεύεται από τα δημοσιεύματα και τον περίγυρο που τον ανέβασε νωρίς στο πρώτο σκαλί και άρχισε να τον συγκρίνει με μεγάλα ονόματα της πατρίδας του. Ήρθαν και οι τραυματισμοί και το παζλ ολοκληρώθηκε.
Πλέον, βρίσκεται στα 32 του χρόνια και μετά από πολλά σκαμπανεβάσματα και περιπέτειες είναι σίγουρος ότι το σημαντικότερο κομμάτι της ζωής του είναι η οικογένεια και η ψυχική του ηρεμία. Το ποδόσφαιρο έπεται.
Το bullingστην Ιντερνασιονάλ
Μόλις στα 11 του χρόνια πήρε τη βαλίτσα και έφυγε από το σπίτι για να κυνηγήσει το όνειρο του. Το να μείνει μακριά από τους γονείς του ήταν επώδυνο τόσο για τον ίδιο όσο και για εκείνους. Όπως είχε αποκαλύψει σε παλαιότερη συνέντευξη του, η μαμά του έβαζε στο τραπέζι το πιάτο και το πιρούνι του, τακτοποιούσε το δωμάτιο του και πίστευε ότι ανά πάσα στιγμή θα άνοιγε η πόρτα και θα έμπαινε.
Ο Πάτο δεν πέρασε όμορφα στις ακαδημίες της Ιντερνασιονάλ. Μπορεί οι προπονητές του να ήταν δίπλα του και να του έδιναν ό,τι χρειαζόταν για να αναπτύξει τις ικανότητες του αλλά η διαμονή στο σπίτι έμοιαζε με εφιάλτη.
Τα μεγαλύτερα παιδιά ήταν «αφεντικά» και ανάγκαζαν τους μικρούς να πλένουν τα εσώρουχα τους, να καθαρίζουν τις μπότες τους και να τους αγοράζουν πατατάκια. Δεν έμεναν μόνο σε αυτές τις αγγαρείες. Υπήρχε ένα παιχνίδι, Tag the Cattle ονομαζόταν, όπου χτυπούσαν με ένα ξύλο τα πόδια των μικρών, όταν δεν έκαναν αυτό που ζητούσαν.
Ο Βραζιλιάνος ζορίστηκε αρκετά. Κλεινόταν στο δωμάτιο του και έκλαιγε για ώρες. Δεν ήθελε να αποκαλύψει τα όσα γινόταν στους γονείς του και τους έλεγε ότι όλα ήταν τέλεια. Ήξερε ότι αν μάθαιναν κάτι από αυτά, θα ερχόταν και θα τον έπαιρναν σπίτι την επόμενη στιγμή. Δεν ήθελε με τίποτα να έχει ένα τόσο άδοξο τέλος το όνειρο του. Έμεινε και άντεξε.
Το παράνομο ξενοδοχείο
Οι σκάουτερ της Ίντερ τον είδαν σε ένα τουρνουά και πρότειναν στον πατέρα του να τον δοκιμάσουν. Εκείνος ήξερε ότι το παιδί του λατρεύει το ποδόσφαιρο και αποφάσισε να μη του στερήσει την ευκαιρία.
Τον έβαλε στο αυτοκίνητο και έκαναν ένα ταξίδι πολλών ωρών για να φτάσουν στο σημείο των δοκιμών. Ήταν βράδυ και κάπου έπρεπε να μείνουν. Τα χρήματα αρκούσαν για ένα ξενοδοχείο κατώτερης ποιότητας, όπου χρησιμοποιούνταν για να στεγάζουν τον έρωτα τους παράνομα ζευγάρια αλλά είχε θέμα το γήπεδο της Ίντερ.
Έμειναν εκεί και την επόμενη ημέρα ο πατέρας του φρόντισε να του βρει ένα ζευγάρι παπούτσια για να μπορέσει να δείξει τις ικανότητες του. Ο Πάτο, τα κατάφερε.
Ο φόβος του ακρωτηριασμού
Όντας σε μικρή ηλικία ο Βραζιλιάνος λίγο έλειψε να χάσει το χέρι του. Έπαιζε με τους φίλους του σε ένα πάρκινγκ και σκόνταψε πάνω σε μια αλυσίδα. Έπεσε και χτύπησε το αριστερό του χέρι. Ο πόνος ήταν αφόρητος και η ακτινογραφία έδειξε ότι είχε έναν μεγάλο όγκο.
Ο γιατρός ξεκαθάρισε στους γονείς του ότι θα έπρεπε να χειρουργηθεί άμεσα γιατί διαφορετικά θα έχανε το χέρι του, θα του το ακρωτηρίαζαν. Η επέμβαση ήταν αρκετά ακριβή και χρήματα δεν υπήρχαν.
Ο μπαμπάς του μάζεψε τις κασέτες και τις φωτογραφίες που είχε από τα παιχνίδια του μικρού του και πήγε στον γιατρό. Του εξήγησε ότι δεν είχε τα χρήματα για να τον πληρώσει αλλά δεν θα ήθελε να χάσει το παιδί του το χέρι του καθώς δεν θα μπορούσε να κάνει το όνειρο του πραγματικότητα. Ο γιατρός, Πάουλο Ρομπέρτο Μούσι, πείσθηκε από τις ικανότητες του μικρού και αποφάσισε να κάνει το χειρουργείο δωρεάν.
Η επέμβαση ήταν δύσκολη και η ανάρρωση επώδυνη. Χρειάστηκαν πολλές ενέσεις και μεγάλη υπομονή για να γίνει καλά. Εν τέλει, τα κατάφερε και κλώτσησε ξανά την μπάλα.
Οι τραυματισμοί και ο φυσιοθεραπευτής του Ρονάλντο
Η εξέλιξη του ήταν ραγδαία. Το ταλέντο του εντυπωσίασε την Ευρώπη και εξασφάλισε μια θέση στην εθνική ομάδα της Βραζιλίας. Όλοι μιλούσαν για ένα παιδί θαύμα και εκείνος άρχισε να ονειρεύεται. Δεν ονειρευόταν να κατακτήσει τη Χρυσή Μπάλα, στο μυαλό του την είχε κατακτήσει ήδη. Επηρεάστηκε πολύ και με τη φαντασία του πίστευε ότι του ανήκει ο κόσμος.
Η προσγείωση ήρθε ανώμαλα. Μετά το 2010 άρχισε να τραυματίζεται. Το όνομα του βρισκόταν συνεχώς στο ιατρικό δελτίο και ο ίδιος έδειχνε να χάνει τον εαυτό του. «Έχασα την εμπιστοσύνη στο σώμα μου. Φοβήθηκα τι θα πει ο κόσμος για μένα. Θα πήγαινα στην προπόνηση σκεπτόμενος, δεν μπορώ να τραυματιστώ . Αν πληγωνόμουν, δεν θα το έλεγα σε κανέναν.
Θα αναρρώσω από ένα μυϊκό πρόβλημα, μετά θα έστριβα τον αστράγαλό μου και θα έπαιζα. Ήταν πρησμένο σαν μπάλα, αλλά δεν ήθελα να απογοητεύσω την ομάδα. Ήθελα να ευχαριστήσω τους πάντες. Αυτό ήταν ένα από τα ελαττώματά μου. Ο κόσμος περίμενε από εμένα να σκοράρω 30 γκολ τη σεζόν, αλλά δεν μπορούσα καν να μπω στο γήπεδο».
Τα πράγματα άρχισαν να χειροτερεύουν για εκείνον. Ένιωθε μόνος και δεν είχε κάποιον άνθρωπο να τον βοηθήσει. Η κριτική και η αμφισβήτηση ήταν έντονες. Εκείνος δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Άκουγε τις συμβουλές του γιατρού αλλά ήξερε ότι δεν ήταν ο μόνος που είχε πρόβλημα:
«Σήμερα κάθε παίκτης έχει μια ομάδα γύρω του. Γιατρός, φυσιοθεραπευτής, προπονητής φυσικής κατάστασης. Τότε μόνο ο Ρονάλντο το είχε αυτό. Δεν είχα συγγενείς κοντά μου. Η οικογένειά μου ήταν ακόμα στη Βραζιλία. Είχα έναν ατζέντη, αλλά δεν τα φρόντιζε όλα όπως συμβαίνει τώρα. Σίγουρα, η Μίλαν είχε γιατρούς και προσωπικό, αλλά έπρεπε να φροντίσει 25, 30 παίκτες. Δεν μπορούσαν να είναι μαζί μου όλη την ώρα».
Προσπάθησε πολύ για να επανέλθει. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο. Πήρε πολλές και διαφορετικές ιατρικές γνώμες. «Ένας τύπος στην Ατλάντα με έβαλε να στέκομαι ανάποδα και στριφογύριζε για να κάνει διάγνωση, η οποία έλεγε ότι τα αντανακλαστικά μου δεν ήταν ευθυγραμμισμένα με τους μύες μου. Στη Γερμανία ένας γιατρός μου έκανε ένεση σε όλη την πλάτη και την επόμενη ημέρα περπατούσα σκυφτός. Ένας άλλος μου έβαζε 20 βελόνες κάθε πρωί και βράδυ», είχε διηγηθεί παλαιότερα. Έκλαψε πολύ και φοβήθηκε ότι δεν θα πατήσει ξανά το χορτάρι.
Τον Ιανουάριο του 2013 πήγε στην Κορίνθιανς. Εκεί ήρθε σε επαφή με τον φυσιοθεραπευτή του Ρονάλντο, τον Μπρούνο Ματζιότι. Του αφαίρεσαν ένα κομμάτι από το χέρι του για να κάνουν βιοψία. Έτρεμε από τον πόνο. Τα αποτελέσματα βγήκαν μετά από 20 ημέρες και έδειξαν ότι κάποιοι μύες του είχαν κοντύνει λόγω των πολλών τραυματισμών. Είχε περισσότερους στο μπροστινό μέρος των ποδιών του σε σύγκριση με το πίσω. Έτσι, όλο του το σώμα ήταν εκτός ισορροπίας. Ο Ματζιότι τον ανέλαβε και κατάφερε να τον βοηθήσει.
Ώρα για restart
Το ταξίδι του στην Ισπανία για λογαριασμό της Βιγιαρεάλ λειτούργησε ως έναυσμα για εκείνον ώστε να βρει τον εαυτό του και να καταλάβει τι θέλει από τη ζωή του. Όπως έχει παραδεχθεί και εκείνος, μέχρι τα 27 του χρόνια περιφερόταν ως το παιδί που είχε έρθει από την Ιντερνασιονάλ. Αυτό έπρεπε να αλλάξει. Έπρεπε να πάρει τα ηνία της ζωής του.
«Άρχισα να επικεντρώνομαι στην ψυχική υγεία και τις σχέσεις. Είδα έναν θεραπευτή. Έμαθα πώς να βρίσκω την ευτυχία στη σκληρή δουλειά. Εξακολουθούσα να διασκεδάζω, αλλά αντιμετώπιζα το ποδόσφαιρο ως δουλειά.
Ανέλαβα την ευθύνη για κάθε πτυχή της καριέρας μου. Στο Μιλάνο είχα πάει τον πρώτο χρόνο χωρίς να μιλούσα ιταλικά. Στην Κίνα έμαθα για το φαγητό και τον πολιτισμό αμέσως. Έτρωγα ακόμη και ρύζι και ζυμαρικά στο διαμέρισμά μου. Το παιδί ωρίμασε. Έπαιζα καλά. Κατάλαβα ότι το ποδόσφαιρο έχει πολύ περισσότερα από όσα συμβαίνουν στον αγωνιστικό χώρο, και ένιωθα ικανοποιημένος.
Θα μπορούσε η καριέρα μου να είχε πάει διαφορετικά; Σίγουρα. Αλλά είναι εύκολο να κοιτάξω πίσω και να πω τι έπρεπε να είχα κάνει. Όταν είσαι εκεί, δεν βλέπεις τη μεγάλη εικόνα. Δεν μετανιώνω λοιπόν. Κοίτα τη φωτεινή πλευρά, φίλε. Είμαι σε φόρμα. Η ψυχική μου υγεία είναι εξαιρετική. Είμαι ακόμα ερωτευμένος με το ποδόσφαιρο».
Το κλικ είχε γίνει στη ζωή του. Εκείνη άρχισε να αλλάζει και όταν ήρθε στο πλευρό του και η Ρεμπέκα, έμοιαζε να ολοκληρώνεται. Δημιούργησε μια υπέροχη οικογένεια, έμαθε να απολαμβάνει την κάθε στιγμή και μπορεί να μην έκανε την καριέρα που οι άλλοι ονειρευόταν για εκείνον αλλά, πλέον, γνωρίζει ποιος είναι και τι θέλει.