«Θωρακισμένα» εμφανίζονται η ελληνική αγορά ακινήτων και το τραπεζικό σύστημα απέναντι στην αλματώδη αύξηση των επιτοκίων. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται σε πανευρωπαϊκή ανάλυση της UBS, η Ελλάδα παρουσιάζει το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των νοικοκυριών που εμφανίζονται να επιβαρύνονται από την εξυπηρέτηση ενός στεγαστικού δανείου. Ειδικότερα, μόλις το 11,8% παρουσιάζεται εκτεθειμένο στο ρίσκο των υψηλότερων επιτοκίων, καθώς τα υπόλοιπα νοικοκυριά είτε είναι ενοικιαστές (26,7%), είτε είναι ιδιοκτήτες χωρίς στεγαστικό δάνειο.
Στον αντίποδα, στη Νορβηγία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 61,4%, ενώ έπεται η Ολλανδία με 60,4%. Στις χώρες αυτές ο κίνδυνος είναι σαφώς υψηλότερος, δεδομένου ότι προκύπτουν σημαντικές αυξήσεις των μηνιαίων δόσεων που καλούνται να εξυπηρετήσουν τα νοικοκυριά, λόγω της ανόδου των επιτοκίων. Ταυτόχρονα, ναι μεν οι τιμές πώλησης των κατοικιών συνεχίζουν να αυξάνονται, ωστόσο ο ρυθμός της ανόδου έχει αρχίσει να επιβραδύνεται. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Νορβηγίας η ετήσια αύξηση των τιμών διαμορφώθηκε σε 6,3%, έναντι 9,4% στην Ελλάδα.
Ασφαλώς, η χαμηλή έκθεση των ελληνικών νοικοκυριών στην αγορά της στεγαστικής πίστης οφείλεται σε μια σειρά από λόγους, οι οποίοι απορρέουν από τη μεσολάβηση της οικονομικής κρίσης. Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ετών πραγματοποιήθηκε μια ευρεία διαδικασία εκκαθάρισης των κόκκινων στεγαστικών δανείων, το ύψος των οποίων υπολογίζεται ότι έφτασε τα 45 δισ. ευρώ. Ταυτόχρονα, από το 2010 και μετά, η ζήτηση για νέες χορηγήσεις στεγαστικών δανείων κατέρρευσε, ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, ενώ και το ίδιο το τραπεζικό σύστημα δεν ήταν σε θέση να επεκταθεί περαιτέρω στην αγορά στεγαστικής πίστης, ακριβώς λόγω του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων που έπρεπε να διευθετήσει.
Σημειωτέον δε ότι η αυστηροποίηση των κριτηρίων πιστοληπτικής ικανότητας και η επιδείνωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, είχαν ως αποτέλεσμα την αδυναμία πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισμό για τη μεγάλη πλειονότητα των νοικοκυριών. Η διαδικασία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να αντιστραφεί πλήρως η κατάσταση στην αγορά ακινήτων, σε σχέση με την περίοδο πριν από την οικονομική κρίση. Συγκεκριμένα, σήμερα, υπολογίζεται ότι το 75% του όγκου των αγορών ακινήτων πραγματοποιείται με μετρητά, χωρίς τη μεσολάβηση του τραπεζικού συστήματος. Αντιθέτως, πριν από το 2010, η εικόνα ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη, καθώς το 75% των συναλλαγών ολοκληρωνόταν με τη συνδρομή τραπεζικού δανεισμού και μόνο το υπόλοιπο 25% με μετρητά.
Στην ανάλυσή της η UBS αναφέρει ότι πιο ευάλωτες στον επιτοκιακό κίνδυνο εμφανίζονται χώρες, όπως η Σουηδία, η Νορβηγία, η Δανία, η Ολλανδία, η Μεγ. Βρετανία, η Φινλανδία και οι χώρες της Βαλτικής, ενώ σε καλύτερη θέση βρίσκονται οι μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας. Οπως σημειώνεται στην ανάλυση, κατά τη διάρκεια της περιόδου 2019-2022 οι τιμές των κατοικιών στην Ευρωζώνη αυξήθηκαν κατά 20% κατά μέσον όρο. Πρόκειται για τον ταχύτερο ρυθμό αύξησης από την περίοδο των τελών της δεκαετίας του 1990, με το αποκορύφωμα να καταγράφεται κατά το πρώτο τρίμηνο του 2022 με 9,8% αύξηση σε ετήσια βάση. Κατά το ίδιο διάστημα, το απόθεμα των στεγαστικών δανείων στην Ευρωζώνη ενισχύθηκε κατά 13%, αυξάνοντας το επίπεδο του δανεισμού στο υψηλότερο σημείο από το 2008. Στο πλαίσιο αυτό, η UBS σημειώνει ότι τα νοικοκυριά σε χώρες όπως η Φινλανδία, η Σουηδία, η Βουλγαρία και τα κράτη της Βαλτικής, βρίσκονται ίσως στην πιο δυσχερή θέση, καθώς εκεί τα στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό του συνόλου.