Τη Θεία Λειτουργία στην Παναγία Σουμελά της Τραπεζούντας τέλεσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.
Είναι η πρώτη φορά, έπειτα από έξι χρόνια αναγκαστικής σιγής, λόγω των εργασιών αναστήλωσης της μονής που η δέηση, «…εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλειπες Θεοτόκε», αναπέμφθηκε και πάλι από τα χείλη του προκαθήμενου της Ορθοδοξίας κ.κ. Βαρθολομαίου.
Ελάχιστα άτομα, με βάση τα πρωτόκολλα, πέρασαν στον αυλόγυρο της ανακαινισμένης μονής για να παρακολουθήσουν τη δοξολογία.
Για τους Έλληνες του Πόντου η Παναγία Σουμελά είναι κάτι παραπάνω από τόπος προσευχής και κατάνυξης. Κατέφευγαν εκεί για να προστατευθούν στους διωγμούς, μια και η μονή απολάμβανε κάποιων, όχι ιδιαίτερα σημαντικών, προνομίων των σουλτάνων.
Παναγία Σουμελά - Το σύμβολο του ποντιακού ελληνισμού
Στην «καρδιά» του ποντιακού Ελληνισμού, την Παναγία Σουμελά στην Τραπεζούντα, βρέθηκε και η κάμερα του τηλεοπτικού σταθμού «OPEN», ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο.
Η Παναγία Σουμελά, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε στην πλαγιά του όρους Μελά τον 4ο αιώνα (386 μ.Χ.) από τους Αθηναίους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο για να στεγαστεί εκεί η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας, φιλοτεχνηθείσα από τον Ευαγγελιστή Λουκά. Βρέθηκε στο απόγειο της δόξας της την περίοδο της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας (1204-1461).
Το 1922 με την ανταλλαγή των πληθυσμών το μοναστήρι εγκαταλείφθηκε από τους μοναχούς, λεηλατήθηκε και παραδόθηκε στη φθορά του χρόνου. Οι μοναχοί πριν από την αναγκαστική έξοδο το 1923 έκρυψαν μέσα στο παρεκκλήσι της Αγίας Bαρβάρας τη θαυματουργή εικόνα, το Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου και τον σταυρό του Εμμανουήλ Κομνηνού.
Το προσκύνημα στην Παναγία Σουμελά είναι ο κορυφαίος πνευματικός θεσμός, με μια ιστορία που σεβάστηκαν ακόμη και οι Οθωμανοί σουλτάνοι. Οπως λέει και ο ιστορικός του Πόντου, ο Περικλής Τριανταφυλλίδης, όπου υπήρχαν μοναστήρια στον Πόντο εκεί ο Ελληνισμός διατηρήθηκε ζωντανός, ζωηρός και ακμαίος, ενώ όπου δεν υπήρχαν ο τόπος ριζοτομήθηκε από το Ισλάμ.
O ξεριζωμός
Στις 19 Μαΐου 1919, με την απόβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα, αργότερα γνωστού ως Ατατούρκ, άρχισε η δεύτερη και σκληρότερη φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας. Οι ξεριζωθέντες εγκατέλειψαν την πατρώα γη και όλα τα υπάρχοντά τους, φτάνοντας στην Ελλάδα. Πήραν μαζί τους ιερά κειμήλια και λίγο χώμα από τη γη του Πόντου, αλλά άφησαν πίσω τους χιλιάδες νεκρούς και το μοναστήρι, την προστάτιδα και παρηγορήτριά τους, την Παναγία Σουμελά.
Λίγα χρόνια μετά, ο μητροπολίτης Δράμας Λαυρέντιος έχτισε ένα μικρό εκκλησάκι και τοποθέτησε μέσα σ’ αυτό ένα αντίγραφο της εικόνας, που το ονόμασε Νέα Σουμελά και εκεί εγκαταβίωσαν δυο εκ των τελευταίων μοναχών της μονής, ο ηγούμενος Ανθιμος Μασμανίδης και ο ιερομόναχος Πολύκαρπος Αδάκτυλος. Το 1931, με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Ξάνθης Πολύκαρπου Ψωμιάδη, ο οποίος πολιτικά ανήκε στη βενιζελική παράταξη, ζητήθηκε από τον πρωθυπουργό της Ελλάδας, Ελευθέριο Βενιζέλο, να ενεργήσει για τη μεταφορά της εικόνας της Παναγίας Σουμελά στην Ελλάδα. Με δικές του λοιπόν ενέργειες και στο πλαίσιο της προωθούμενης τότε ελληνοτουρκικής φιλίας ο Τούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού επισκέφτηκε την Αθήνα, δέχτηκε μια αντιπροσωπεία να πάει στον Πόντο και να παραλάβει τα σύμβολα της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού.
Σε ένα από τα επίσημα δείπνα που παρέθεσε η ελληνική πλευρά, ο Βενιζέλος έβαλε τον τότε συνεργάτη του υπουργό Προνοίας και Βορείου Ελλάδος μετέπειτα, Λεωνίδα Ιασωνίδη, και προσφώνησε τον Τούρκο προσκεκλημένο «τουρκιστί». Εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από τα τουρκικά του Ιασωνίδη ο Ινονού και τον ρώτησε πώς γνωρίζει την τουρκική και τότε πληροφορήθηκε ότι ήταν απόφοιτος του πανεπιστημίου της Κωνσταντινουπόλεως και υπότροφος του τουρκικού κράτους, κατ’ αρχάς στο Παρίσι. Μετά τη συγκατάθεση του Ινονού επιστρατεύθηκε ο εκ των επιζώντων ιερομονάχων της μονής, ο Αμβρόσιος Σουμελιώτης, ο οποίος τον Οκτώβριο του 1931 πήγε στον Πόντο, πραγματοποίησε την ανασκαφή, βρήκε την εικόνα και τα άλλα δύο κειμήλια και τα έφερε στην Αθήνα. Ο τότε μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος, εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Εκκλησία της Ελλάδος, τα τοποθέτησε στο Βυζαντινό Μουσείο, όπου έμειναν για 20 χρόνια, από το ’31 έως το ’51.
Ο ιατρός Φίλων Κτενίδης συνέλαβε την ιδέα της ανιστόρησης της Παναγίας Σουμελά, συνήγειρε όλο τον ποντιακό κόσμο και επιλέχθηκε το Βέρμιο ως η καταλληλότερη τοποθεσία, γιατί ομοίαζε κάπως με το τοπίο του Πόντου γενικότερα, αλλά και επειδή ήταν πάνω στον δρόμο που τότε συνέδεε τη Μακεδονία με την Αθήνα.
Έτσι λοιπόν ανιστορήθηκε το Προσκύνημα της Παναγίας Σουμελά στο χωριό Καστανιά του όρους Βερμίου, σε μια έκταση 500 στρεμμάτων που δώρισαν οι κάτοικοι που κατάγονται από τη Σάντα του Πόντου, όπου εκεί οι Πόντιοι κατέθεσαν όλη τους την ευλάβεια για την Παναγία, αλλά και ήταν ένας τόπος που θεραπευόταν η νοσταλγία για τους τόπους που έχασαν.