Ιδιαίτερη
χαρακτηρίζουν την περίπτωση της
αμερικάνικης SVB, τραπεζικές πηγές στην
Ελλάδα, καθησυχάζοντας για το ενδεχόμενο
δημιουργίας ντόμινου επιπτώσεων στην
χώρα μας. Την άποψη αυτή τονίζει ο
διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας
ο οποίος με δήλωσή του στην «Κ» χαρακτηρίζει
την SVB ως μια «ιδιάζουσα περίπτωση» το
μοντέλο λειτουργίας της οποίας δεν
συναντάται στην Ευρώπη. «Δεν βλέπουμε
επιπτώσεις από την SVB στις τράπεζες της
ευρωζώνης και φυσικά τις ελληνικές»,
υπογραμμίζει στην δήλωσή του ο κ.
Στουρνάρας, σημειώνοντας παράλληλα ότι
η αντίδραση των αμερικανικών αρχών
υπήρξε «ταχύτατη και αποτελεσματική
προκειμένου να εκμηδενίσουν την όποια
πιθανότητα δημιουργίας πανικού».
«Εξαιρετικά
χαμηλές» είναι οι πιθανότητες να συμβεί
ένα παρόμοιο φαινόμενο στην Ευρώπη
επισημαίνει και από την πλευρά του ο
διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου Eurobank
Φωκίων Καραβίας. Η εκτίμηση αυτή όπως
σημειώνει βασίζεται σε μια σειρά από
λόγους που έχουν να κάνουν με το γεγονός
ότι το μοντέλο λειτουργίας των ευρωπαϊκών
και φυσικά και των ελληνικών τραπεζών
είναι τελείως διαφορετικό από άποψη
δομικών χαρακτηριστικών, ενώ σημαντικές
είναι και οι διαφορές στο εποπτικό και
το θεσμικό πλαίσιο.
Πρώτος λόγος
είναι το γεγονός ότι η SVB ήταν μια
εξειδικευμένη τράπεζα που είχε
συγκεκριμένες τραπεζικές εργασίες
συνδεδεμένες με τα venture capital και άρα είχε
πολύ εστιασμένους κινδύνους στον
ισολογισμό της, σε αντίθεση με τις
ελληνικές τράπεζες που όπως σημειώνει
ο κ. Καραβίας «έχουν διαφοροποιημένη
δραστηριότητα σε πολλούς κλάδους της
τραπεζικής, όπως η λιανική και η
επιχειρηματική πίστη προς μεγάλες,
μικρομεσαίες ή μικρές επιχειρήσεις».
Ο δεύτερος
λόγος έχει να κάνει με το γεγονός ότι
οι εμπορικές συστημικές τράπεζες στην
Ευρώπη οφείλουν να ακολουθούν πολύ
συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές
ενώ υποβάλλονται σε τακτικά stress tests γύρω
από τη δομή του ισολογισμού τους όσον
αφορά τις εκροές ρευστότητας και
καταθέσεων, τον κίνδυνο επιτοκίου και
τα εποπτικά κεφάλαια. Έχουν, επίσης,
σημαντικά διαφορετική καταθετική βάση
και σύνθεση περιουσιακών στοιχείων.
Ειδικά οι
ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν
μια ισχυρή διαφοροποιημένη καταθετική
βάση λιανικής, με τη συντριπτική
πλειοψηφία των καταθέσεων να είναι
εντός των ορίων εγγύησης, που διαμορφώνεται
στις 100.000 ευρώ ανά καταθέτη και ανά
πιστωτικό ίδρυμα ανεξάρτητα από τον
αριθμό των λογαριασμών. Ο δείκτης δανείων
προς καταθέσεις των ελληνικών τραπεζών
είναι σχετικά χαμηλός και σύμφωνα με
στοιχεία της ΕΚΤ, διαμορφώνεται κοντά
στο 61% και αποτελεί έναν από τους πιο
υγιείς δείκτες στην Ε.Ε..
Την ίδια
στιγμή τα χαρτοφυλάκια δανείων των
ελληνικών τραπεζών είναι κυρίως σε
κυμαινόμενο επιτόκιο, ενώ αντίστοιχα
σε κυμαινόμενο επιτόκιο υπόκεινται και
οι καταθέσεις, τα επιτόκια των οποίων
αναπροσαρμόζονται ανάλογα με την
πολιτική της ΕΚΤ. Με τον τρόπο αυτό ο
δομικός τους ισολογισμός είναι πολύ
πιο ισορροπημένος σε σχέση με αυτόν της
SVB που είχε καταθέσεις με κυμαινόμενο
επιτόκιο από την μία και στοιχεία
σταθερού εισοδήματος (fixed assets) από την
άλλη. Έτσι από την πλευρά του ενεργητικού
της, η SVB κατείχε σημαντικό όγκο επενδύσεων
με χαρακτηριστικά που δεν ταίριαζαν με
το προφίλ ρευστότητας και επιτοκίου
των καταθετών τους.
Ο τρίτος
λόγος έχει να κάνει με το ότι το ποσοστό
ομολόγων σε σχέση με τις καταθέσεις της
που έχει μια ελληνική τράπεζα είναι
γύρω στο 15% σε σχέση με το 80% που ήταν το
αντίστοιχο ποσοστό της SVB. Εκτός από την
συντηρητική έκθεση σε κρατικούς τίτλους
που έχουν οι ελληνικές τράπεζες, ο
ισολογισμός τους προστατεύεται μέσω
κανόνων αντιστάθμισης κινδύνου (hedging)
που εφαρμόζουν στο χαρτοφυλάκιο ομολόγων.
Πρόκειται για μια δυνατότητα που δίνουν
τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής
Πληροφόρησης (IFRS) που εφαρμόζονται από
τις ευρωπαϊκές τράπεζες σε αντίθεση με
τα αμερικανικά λογιστικά πρότυπα (GAAP),
τα οποία δεν επιτρέπουν την εφαρμογή
κανόνων αντιστάθμισης για το χαρτοφυλάκιο
των ομολόγων που διακρατούνται έως την
λήξη τους (held to maturity) σε μη συστημικές
τράπεζες. Να σημειωθεί ότι ως μη συστημική
τράπεζα, η SVB εξαιρούνταν από συγκεκριμένους
ρυθμιστικούς περιορισμούς αναφορικά
με τη ρευστότητα, τον επιτοκιακό κίνδυνο
και τα κεφάλαια.
Τέταρτος και
εξίσου σημαντικός παράγοντας είναι το
γεγονός ότι η ΕΚΤ έχει ήδη δοκιμασμένους
θεσμούς για να παρέχει ρευστότητα στο
τραπεζικό σύστημα. Πρόκειται για τον
μηχανισμό ELA (Emergency Liquidity Assistance), χάρη
στον οποίο, όπως επισημαίνει ο επικεφαλής
της Eurobank «οι ελληνικές τράπεζες διατήρησαν
την ρευστότητά τους παρά την μαζική
φυγή καταθέσεων την περίοδο της κρίσης».
Ως αποτέλεσμα, το ευρωπαϊκό τραπεζικό
σύστημα μπορεί να αντιμετωπίσει ακόμα
και ακραίες συνθήκες από πλευράς σεναρίων
ρευστότητας.
Πηγή:
moneyreview.gr