Συμπληρώνονται ογδόντα χρόνια από τη μέρα που ο περήφανος και αδούλωτος λαός μας, βροντοφώναξε το ΟΧΙ στους φασίστες Ιταλούς εισβολείς, δημιουργώντας το έπος των αλβανικών βουνών και στέλνοντας σε όλη την ανθρωπότητα το μήνυμα της υπερηφάνειας, της αξιοπρέπειας, της τιμής και της ελευθερίας.
Ηταν 3 τα μεσάνυχτα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, όταν ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Ελλάδα κόμης Γκράτσι, επέδωσε στον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά το ιταμό τελεσίγραφο για την άνευ όρων παράδοση της χώρας μας.
Η απάντηση ήταν η αναμενόμενη, από έναν λαό που έμαθε πάντα να αγωνίζεται για την εθνική του ανεξαρτησία.
Λίγο αργότερα, στις 6 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940, οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ενώ τα ανακοινωθέντα από το ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών ανέφεραν: "Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5.30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα ... Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους".
Οι εφημερίδες ξεσήκωναν τον κόσμο "’Ελληνες εις τα όπλα!" και οι πολίτες της χώρας, άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, μαθητές, εργάτες, διανοούμενοι και καταστηματάρχες, πανηγύριζαν στους δρόμους. Αυτό ήταν το ιστορικό "ΟΧΙ" που γεμάτη υπερηφάνεια και φιλότιμο φώναξε η μικρή και φτωχή χώρα μας απέναντι στην ισχυρή φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι.
Είναι χαρακτηριστικό αυτό που έγραψαν στις 19 Απριλίου του 1941 οι αγγλικές εφημερίδες: «Στο εξής δεν θα λέγεται ότι οι ’Ελληνες επολέμησαν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες επολέμησαν σαν ’Ελληνες». Ήταν η αναγνώριση του αγώνα που έδωσε ο ελληνισμός με πενιχρά μέσα απέναντι σε μια πάνοπλη στρατιά. Και η νίκη ήρθε γιατί οι στρατιώτες μας πολέμησαν με φρόνημα και λεβεντιά, με ελληνική ψυχή.
Το θαύμα της ελληνικής αντίστασης
Όταν άρχισε η επίθεση, το κυρίαρχο κλίμα στην ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία ήταν βαθύτατα ηττοπαθές. Η Ιταλία ήταν μια μεγάλη δύναμη και φαινόταν ότι θα νικούσε την Ελλάδα με ευκολία.
Στην πραγματικότητα όμως, οι δύο αντίπαλοι στο Αλβανικό Μέτωπο ήταν ισοδύναμοι. Αυτό που συνέβη στη συνέχεια έμοιαζε με θαύμα.
Ο ελληνικός λαός ήταν αυτός που πολέμησε και αντιμετώπισε αποτελεσματικά τον εχθρό, περισσότερο απ΄ ό,τι ο τακτικός στρατός. Η αποφασιστικότητα του λαού ανάγκασε τον στρατό να μπει δυναμικά στη μάχη.
Η ζωή στη Θεσσαλονίκη κυλούσε κανονικά
Με την κήρυξη του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940, τα σινεμά της Θεσσαλονίκης δεν σταμάτησαν να λειτουργούν. Απλώς έκαναν μόνο δύο απογευματινές προβολές. Τους πρώτους μήνες του 1941, παρά τους συχνούς βομβαρδισμούς της πόλης από τα ιταλικά αεροπλάνα, τα κεντρικά σινεμά εξακολουθούσαν να λειτουργούν και να προβάλουν ταινίες γαλλικές και αμερικανικές.
Η ζωή στη Θεσσαλονίκη τις πρώτες μέρες του πολέμου κυλούσε κανονικά. Οι εκκλησίες γέμιζαν από πιστούς που προσεύχονταν για την απόκρουση της φασιστικής επίθεσης κατά της Ελλάδος αλλά και την υγεία των δικών τους που πολεμούσαν στα αλβανικά βουνά. Οι ειδήσεις από το μέτωπο, με τις συνεχείς επιτυχίες των στρατευμένων μας, ενθουσίαζαν τους πολίτες.
Το θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, ώρα την ώρα. Κάθε βράδυ στο ναό του Αγίου Δημητρίου, με το φως των κεριών, γινόταν κατανυκτικές παρακλήσεις που γέμιζαν τις ψυχές των πιστών με θάρρος και ελπίδα. Το όνομα της Παναγίας βρισκόταν σε κάθε στόμα. Οι πιο πιστοί μιλούσαν καθημερινά για θαύματα. Έβλεπαν το όραμα της Μεγαλόχαρης σε πόρτες και παράθυρα. Και ήταν πολλοί που πίστευαν στην παρουσία του Αγίου Δημητρίου να στέκει ορθός πάνω στα τείχη της Θεσσαλονίκης.
Τα νέα από το μέτωπο έφθαναν γρήγορα, ο κόσμος παραληρούσε από ενθουσιασμό. Τα θέατρα, οι εφημερίδες, με χιούμορ διακωμωδούσαν κάθε μέρα το φαντασμένο Μουσολίνι και τους φρατέλους του με τα φτερά. Τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο μέρα – νύχτα εμψύχωναν τους στρατιώτες μας, ήταν η ψυχή των πολεμιστών μας.
Ενθουσιασμός και εθνική έξαψη
Τις πρώτες μέρες του πολέμου, ο ενθουσιασμός και η εθνική έξαψη ήταν διάχυτα σε κάθε εκδήλωση των Θεσσαλονικέων, στους δρόμους και στις πλατείες, στις συζητήσεις στις αγορές Καπάνι και Μοδιάνο, στις γειτονιές, παντού.
Γρήγορα όμως, μαζί με τα καλά νέα, που οι νίκες του στρατού μας στα αλβανικά βουνά, έρχονται και τα κακά. Είναι οι πρώτοι τραυματίες, που αρχίζουν να καταφθάνουν από το μέτωπο στο Σιδηροδρομικό Σταθμό, οι πρώτοι νεκροί.
Στις εφημερίδες της εποχής, οι στήλες με τον τίτλο «τετιμημένοι νεκροί», αρχίζουν και πυκνώνουν, όπως πυκνώνουν και οι κατάλογοι με τα ονόματα των τραυματιών που νοσηλεύονται στα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης αλλά και των γειτονικών πόλεων της Μακεδονίας.
Οι Θεσσαλονικείς δημοσιογράφοι Β. Βεντούρα, Κ. Δημάδης, Τ. Οικονομίδης, Ι. Ταχογιάννης κ.α., που βρίσκονται στην «πρώτη γραμμή του πυρός», με αποκλειστικές ανταποκρίσεις τους από το μέτωπο, μετέδιδαν στις εφημερίδες της πόλης τις ειδήσεις του πολέμου. Φυσικά οι εφημερίδες αυτές γινόταν ανάρπαστες...
Ο θρίαμβος της παλικαρίσιας αρετής
Την προσφορά των Ελλήνων και τον θαυμασμό για την αντίσταση κατά του ιταλικού φασισμού του Μπενίτο Μουσολίνι και το Έπος του ‘40, εξέφρασε με λιτό και παραστατικό λόγο ο σπουδαίος Γάλλος συγγραφέας, τιμημένος με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, Αντρέ Ζιντ, σε επιστολή του προς τον Κ. Θ. Δημαρά, σημαντικό έλληνα κριτικό και συγγραφέα.
Την καταγράφει ο ιστορικός και ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Σβολόπουλος στον πρόλογο της έκδοσης άρθρων του πρέσβη Εμανουέλε Γκράτσι, που επιμελήθηκε η διευθύντρια του ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών Φωτεινή Τομαή.
Αξίζει η επανάληψή της, ως έκφραση ευγνωμοσύνης και τιμής σε όσους αγωνίστηκαν και έγραψαν το Έπος του ’40: «Αντιπροσωπεύετε για μας τον θρίαμβο της παλικαρίσιας αρετής και της πραγματικής αξίας εκείνης των ολιγάριθμων. Και τι ευγνωμοσύνη αισθάνονται για σας, γιατί ξαναδώσατε σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα εμπιστοσύνη, θαυμασμό, αγάπη και ελπίδα στον άνθρωπο».