Τον πρώτο κρατικό προϋπολογισμό μετά από 80 χρόνια που ενσωματώνει τις βαριές συνέπειες ενός πολέμου στην Ευρώπη, καταθέτει ο υπουργός Οικονομικών σήμερα το μεσημέρι στη Βουλή. Στον προϋπολογισμό αυτόν δεν θα υπάρχει σενάριο ειρήνευσης. Αντιθέτως θα υπάρχει και δυσμενές σενάριο για την οικονομία, σε περίπτωση που η Ευρώπη βυθιστεί στην ύφεση και «μολύνει» την ελληνική οικονομία.
Σε αντίθεση με 5-10 χρόνια πριν, η Ελλάδα είναι αυτή που κινδυνεύει (και όχι αυτή που απειλεί άλλες χώρες) αν μεταδοθεί η ύφεση. Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμα και στο κακό σενάριο, για τη χώρα μας προβλέπεται επιβράδυνση και όχι ύφεση. Έτσι ο πληθωρισμός θα ανεβαίνει, αλλά η χώρα θα παίρνει «ανάσες» ανάπτυξης, για να τα φέρνει κάπως βόλτα με την ακρίβεια -μέχρι να φτάσει κάποτε και η ειρήνευση.
Ο νέος προϋπολογισμός βάζει μεγάλα στοιχήματα:
1. αν μετά από ένα βαρύ χειμώνα ανεργίας ύφεσης και ακρίβειας στην Ευρώοη, θα έρθουν το ερχόμενο καλοκαίρι τουρίστες στη χώρα μας, ή αν έλαβε πια τέλος το «ράλι» αφίξεων και συναλλάγματος από το εξωτερικό
2. αν και πώς θα τιθασευτεί η διεθνής ενεργειακή κρίση μέσα το 2023 –καθώς τα όποια μέτρα υποκατάστασης του φυσικού αερίου από άλλες πηγές ενέργειας δεν αναμένεται να φέρουν θεαματικά αποτελέσματα πριν το 2024
3. και κυρίως, αν τυχόν μπορεί να επέλθει ειρήνη το συντομότερο δυνατόν στις αρχές ή ως τα μέσα 2023, οπότε τότε ο προϋπολογισμός τότε «γράφεται από την αρχή», επί νέας βάσεως και με πολύ καλύτερες παραδοχές και προοπτικές από ό,τι σήμερα.
Στο πλαίσιο αυτό, στην Εισηγητική Έκθεση θα λάβει την τελική μορφή του, προκειμένου να κατατεθεί και να συζητηθεί στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων τη Δευτέρα και θα περιγράφεται η εξής εικόνα για το τι πρόκειται να συμβεί στην ελληνική οικονομία:
· Πληθωρισμός: θα κυμανθεί σε πολύ υψηλότερα επίπεδα σε σχέση από αυτά που προβλέπονταν αρχές Οκτωβρίου, στο προσχέδιο του προϋπολογισμού. Για φέτος, ο τιμάριθμος θα διαμορφωθεί κοντά στο 10% έναντι αντί 8,8% που ήταν η αρχική πρόβλεψη. Για το 2023 αναθεωρείται επίσης σε περίπου 5% αντί 3% που ήταν η αρχική πρόβλεψη. Προβλέπεται δηλαδή μικρότερη αύξηση μεν, αλλά οι τιμές θα παραμείνουν στα πολύ υψηλά επίπεδα που τις οδήγησε η κρίση το 2022.
· Ανάπτυξη: όλοι εκτιμούν ότι θα ξεπεράσει τελικά το 6%, αλλά στο υπουργείο Οικονομικών είναι πιο «κουμπωμένοι» (υπό το φόβο και τυχόν αναθεώρησης από την ΕΛΣΤΑΤ προηγούμενων εκτιμήσεων για το ΑΕΠ τον Μάρτιο). Για φέτος ο προϋπολογισμός θα γράψει πως θα κινηθεί υψηλότερα από το 5,3% που προέβλεπε το Προσχέδιο, πλησιάζοντας το 6%. Για το 2023, στην Ελλάδα εκτιμάται ότι θα διατηρηθούν θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης, πολύ υψηλότεροι από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο αλλά πολύ χαμηλότερα σε σχέση με το 2022, κάτω ακόμα και από το 2,1% που προβλέπονταν πριν 1 μήνα στο προσχέδιο του προϋπολογισμού. Ο λόγος είναι κυρίως το πλήγμα στον ελληνικό τουρισμό από τη διεθνή ύφεση, αλλά και η «αιμορραγία» για εισαγόμενα καύσιμα και ενέργεια. Είναι ενδεικτικό ότι 3,5% του ΑΕΠ έφυγε μέχρι τον Σεπτέμβριο φέτος για εισαγωγές από τη Ρωσία, καθώς από τη χώρα έφυγε συνάλλαγμα 7 δισ. ευρώ -δηλαδή σχεδόν όσα είχε δώσει αθροιστικά και στα 3 προηγούμενα χρόνια, το 2019, 2020 και 2021 μαζί!
Ο λόγος που θα κρατά ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες «ζωντανή» την ελληνική οικονομία, θα είναι η μεγάλη αύξηση των επενδύσεων, που πάνε και εφέτος για νέο ρεκόρ, προσθέτοντας δουλειές και νέα δυναμική, σε μια περίοδο καθίζησης της επιχειρηματικότητας διεθνώς. Ισχυρή αναμένεται να διατηρηθεί επίσης και η ιδιωτική κατανάλωση –σε αντίθεση με τις δημόσιες δαπάνες που κόβονται «μαχαίρι» το 2023.
· Πρωτογενές αποτέλεσμα: στο υπουργείο οικονομικών θέλουν να διαφυλάξουν «ως κόρην οφθαλμού» την πρόβλεψη για πρωτογενές έλλειμμα μόλις 1,7% εφέτος. Αυτό θα είναι το «διαβατήριο» για να πείσει επενδυτές και οίκους αξιολόγησης ότι παρά την κρίση, τηρεί με συνέπεια τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις της ακόμα και στο προεκλογικό έτος 2023 το οποίο ξεκινά, βάζοντας στόχο μάλιστα να επιστρέψει –έστω και συμβολικά μετά από μια 3ετία- και πάλι σε πρωτογενή πλεονάσματα, γύρω στο 0,7% του ΑΕΠ.
Κλειδί για την επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα, εκτός από την καλή πορεία των εσόδων, θα είναι η μείωση των δαπανών για μέτρα στήριξης κατά της ενεργειακής κρίσης. Οι δαπάνες αυτές αναμένεται για φέτος τα 6 δισ. ευρώ (μαζί με τα μέτρα κατά του covid -19 που υλοποιούνται και φέτος) και πρέπει να μειωθούν κατά περίπου 4 δισ. ευρώ, για να είναι εφικτός ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Η συζήτηση και επεξεργασία του σχεδίου προϋπολογισμού στην αρμόδια Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων θα διεξαχθεί 23 έως τις 25 Νοεμβρίου. Στην Ολομέλεια η συζήτηση θα ξεκινήσει στις 13 Δεκεμβρίου και θα ολοκληρωθεί με τη ψήφισή του, το βράδυ του Σαββάτου 17 Δεκεμβρίου.