Κάθε ομάδα ορίζει το αγωνιστικό προφίλ της με βάση τους παίκτες που διαθέτει, τα χαρακτηριστικά και το στυλ τους. Ο ΠΑΟΚ δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση αυτού του κανόνα και η αλήθεια είναι ότι πέρυσι ο Δικέφαλος έχει αρχίσει να αλλάζει σε αξιοσημείωτο βαθμό το προφίλ του σε σχέση με την πρώτη σεζόν του Λουτσέσκου στην δεύτερη θητεία του, το 2021-2022.
Την τελευταία διετία και ειδικά από τον περασμένο χειμώνα όταν ήρθες στην ομάδα ο Τάισον, ο ΠΑΟΚ έχει αρχίσει να παίζει με μεγαλύτερη ταχύτητα, πιο άμεσα, ψάχνοντας το γρήγορο τρανζίσιον από την άμυνα στην επίθεση και φάσεις σαν κι αυτή του δεύτερου γκολ κόντρα στον Βόλο. Αρκεί μόνο να αναφέρουμε μερικούς αριθμούς για να φανεί η διαφορά και θα πάρουμε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα, τους αγώνες της κανονικής διάρκειας του Πρωταθλήματος. Την περίοδο 2021-2022, ο ΠΑΟΚ είχε στα 26 παιχνίδια του 1756 πάσες που αν διαιρεθούν με τον αριθμό 26, όσες και οι αγώνες, δίνουν έναν μέσο όρο 67,5 πάσες ανά παιχνίδι.
Από πέρυσι, αυτός ο μέσος όρος έχει αλλάξει σημαντικά. Στους 26 αγώνες της κανονικής περιόδου πέρυσι, ο Δικέφαλος μέτρησε 1498 πάσες συνολικά, δηλαδή έναν μέσο όρο 57, 6 πασών ανά παιχνίδι, σχεδόν δέκα πάσες λιγότερες σε κάθε ματς. Στα ίδια επίπεδα με πέρυσι φτάνει και η έως τώρα επίδοση στο Πρωτάθλημα που «τρέχει». Ο ΠΑΟΚ μετρά 348 πάσες σε έξι αγωνιστικές, επίδοση που αν την επιμερίσουμε σε μέρο όρο ανά παιχνίδι, φτάνει τις 58 πάσες ανά ματς. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι ο ΠΑΟΚ του Τάισον, του Κωνσταντέλια, του Αντρίγια, του Μπάμπα, του Μπράντον και του Κουλιεράκη με την μακρινή πάσα ακριβείας είναι πολύ πιο γρήγορος και άμεσος στην εκδήλωση επίθεσης από εκείνον του Μπίσεσβαρ, του Κούρτιτς, του Ελ Καντουρί κ.α.