«Όταν μου πρότειναν την Αθανασία, δεν ΠΡΌΛΑΒΑ να κάνω τέτοιες σκέψεις η να έχω τέτοιους προβληματισμούς.
Ήμουν φτωχός και άνεργος και δεν είχα τίποτα να χάσω. Η ζωή μου είχε γίνει κόλαση μέσα από τους συνεχής εγκλεισμούς, την αδυναμία να παρέμβω στα κοινά.
Η Μεγάλη Επανεκκίνηση είχε προσφέρει μια ζωή που όλα τα νοίκιαζα και τίποτα δεν ήταν δικό μου.»
Όλα είναι ηλεκτρικά σήματα - ερεθίσματα. Τέλος.
Μια γεύση από γουλιά καφέ το πρωί που ξυπνάς. Η γνώριμη πιά μυρωδιά του. Τόσα χρόνια είναι που το έχεις συνήθειο.
Εκείνη η στιγμή που χτυποκάρδισες από έρωτα. Τι ισχυρή μνήμη, όπως και οι στιγμές των οργασμών και των εκσπερματώσεων σου. Το σώμα τεντώνονταν μα όλο αυτό ήταν ένα σύμπαν πολλαπλών ηλεκτρικών σημάτων - ερεθισμάτων.
Η απαλή αφή στα πέταλα ενός εκατόφυλλου τριαντάφυλλου. Πόσο παχιά ήταν αυτή η αίσθηση! Σα να γέμιζε η επιφάνεια του δάκτυλου σου με την βελούδινη του επιφάνεια. Η μυρωδιά του στο ξεφύλλισμα του. Πόσο έντονη. Μια απεραντοσύνη ηλεκτρικών σημάτων - ερεθισμάτων.
Η μυρωδιά του καβουρδισμένου καφέ σα περνούσα έξω από τον Λουμίδη, η οι μυρωδιές από το Καπάνι. Ελιές και παστά. Τρυπούσαν τα ρουθούνια μου. Ένα τεράστιο σύνολο ηλεκτρικών σημάτων - ερεθισμάτων.
Το μαχαίρι κοφτερό, έκοβε το ζουμερό μέτριο ψημένο φιλέτο. Σου είχαν πει, εσένα συνηθισμένος στην καλά ψημένη μπριζόλα, πόσο εκλεκτό και υψηλής γεύσης είναι. Κοιτούσες τώρα τα υγρά του μαζί με λίγο αίμα να απλώνεται στο πιάτο. Το παρήγγειλες Πουάβρ. Μια άσπρη σάλτα από πιπέρι απλωμένη πάνω του. Σαν σεντόνι γευστικό που θα καλύψει το ωμό του. Να γίνει πιο εύκολο η κατάποση του. Το πιρούνι, έφερε στο στόμα σου το κομμάτι από το κρέας του, και τα δόντια σου όπως το έκοβαν, γέμιζαν με την επαφή του στον ουρανίσκο σου αφθονία σιελού. Όλα ήταν μια θύελλα ηλεκτρικών σημάτων- ερεθισμάτων .
Ύστερα έκανες ένα τσιγάρο. Μια διωκόμενη απόλαυση. Κρυφά έλαβες την αντιστρεσογόνα ιδιότητα της νικοτίνης. Χαλάρωσες. Όλη η υπερένταση και ο τρόμος που ένιωσες με την αδρεναλίνη να κάνει την καρδιά σου να σφυροκοπά καθώς το αυτοκίνητο σου έμπαινε σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης, έφευγε μαζί με τα δακτυλίδια του καπνού. Μια σειρά από αλυσιδωτά ηλεκτρικά σήματα - ερεθίσματα, με το ένστικτο της επιβίωσης, τα αντανακλαστικά, ένας τυφώνας από δαύτα.
Ήταν η μέρα που κήδευες τον γονιό σου. Τα δάκρυα και η θλίψη κυριαρχούσαν στο έξω και το μέσα σου. Η οριστική απώλεια του θανάτου. Ο αναπόφευκτος αποχωρισμός. Ο κύκλος που έκλεισε. Η δίνη ηλεκτρικών σημάτων που σε έκαναν να σπαράζεις από τον πόνο. Πιο δυνατή δίνη από έναν πόνο σωματικό. Οι ψυχικοί πόνοι, που η ζωή μας είναι γεμάτη μέσα από της δυσκολίες της, πάντα είναι οι πιο έντονοι, δυνατοί. Συνθλίβουν τον άνθρωπο και χαράσσουνε σε βάθος την μνήμη του. Ατελείωτοι γαλαξίες ηλεκτρικών σημάτων - ερεθισμάτων.
Κι όλα αυτά τα ηλεκτρικά σήματα σε ένα μέρος του ανθρώπου καταλήγουν για να γίνει αντιληπτό το βίωμα τους.
Στον εγκέφαλο.
Τώρα είναι η στιγμή που πρέπει να διαλέξεις το κόκκινο η το μπλε χαπάκι Νίο, είπε ο Μορφέας.
Ο αρχαίος οδηγός στον «Ύπνο», πρότεινε στο Matrix, την αφύπνιση η το να παραμείνεις μέσα στην ψευδαίσθηση που οι μηχανές είχαν φτιάξει για τον άνθρωπο.
Αν κλείσεις τα μάτια μπορείς να ονειρεύεσαι με τα μάτια του νου. Αν θέλεις, μπορείς να ονειρεύεσαι μέχρι να ξεχαστείς και να πεθάνεις.
Πέτυχαν τελικά την ψευδαίσθηση της αθανασίας;
Που βρίσκεται αυτή; Στο Cloud στις σύγχρονες Νεφέλες. Σε έναν κόσμο αντίστοιχο σαν τον κόσμο των ιδεών του Πλάτωνα, που ηλεκτρικά σήματα, στην μορφή 0100100100, monsters bytes, τρέχουν, διαδρούν αποθηκεύονται. Τεράστιοι servers που ο εσωτερικός τους κόσμος είναι το ίδιο άυλος με τις Ιδέες.
Πόσες φορές δεν είπαμε: Όλα μια ιδέα είναι.
Τι ήρθε για να προκύψει η τεράστια δύναμη της Τεχνητής Νοημοσύνης για την διάσωση του ανθρώπινου είδους. Του ίδιου που οι ίδιοι δημιουργοί της Τεχνοκρατικής Επιστήμης, του άπλωσαν την ιδέα ως του χειρότερου Ιού που εμφανίστηκε στον πλανήτη;
Ποιο ήταν το κίνητρο, πίσω πέρα από ένα χοντρό, παχύ σύνολο από συνεργαζόμενους αλγόριθμους που είχαν την ικανότητα να αναπροσαρμόζονται και να βελτιώνονται με την καθημερινή τους λειτουργεία και διάδραση;
Ήταν οι άνθρωποι που τους έδωσαν έναν άπειρο ορίζοντα εξέλιξης σαν θεοί;
Το πεπερασμένο της ανθρώπινης φύσης και νόησης μπορούσε να εμφυσήσει ύπαρξη στο άπειρο, το άχρονο;
Να φτιάξει επιτέλους έναν θεό;
Όταν μου πρότειναν την Αθανασία, δεν είχα προλάβει να κάνω τέτοιες σκέψεις και να έχω τέτοιους προβληματισμούς.
Ήμουν φτωχός και άνεργος και δεν είχα τίποτα να χάσω. Η ζωή μου είχε γίνει κόλαση μέσα από τους συνεχής εγκλεισμούς, την αδυναμία να παρέμβω στα κοινά. Η Μεγάλη Επανεκκίνηση είχε προσφέρει μια ζωή που όλα τα νοίκιαζα και τίποτα δεν ήταν δικό μου.
Το σώμα μου κακοτρέφονταν και ο χρόνος που περνούσε του έφερνε έναν συνεχή εκφυλισμό.
Ο έρωτας την εποχή των Ιών ήταν ένα βάσανο. Η σύνθλιψη τόσο μεγάλη που οι άνθρωποι ξεχασμένοι στα ψυχοφάρμακα είχαν ξεχάσει να κλαίνε η να γελάνε. Οι εκτονώσεις ήταν φαρμακοχημικές. Οι εμβολιασμοί είχαν μετατρέψει όλη την ανθρωπότητα σε μια φαρμακοεξάρτηση. Η τροφή ήταν λίγη. Η μάσκες έκρυβαν τον άνθρωπο.
Δεν είχα τίποτα να χάσω, γιατί δεν είχα τίποτα.
Το μόνο λοιπόν που χρειαζόταν ήταν να συνδέσω τα εμφυτεύματα που μου έβαλαν με το Cloud, την Νεφέλη, το Νέφος τα Σύννεφα, και να ανεβάσω ένα πλήρες ψηφιακό αποτύπωμα του εγκεφάλου μου. Μαζί και όλες τις μνήμες μου. Μαζί και όλο αυτό το τεράστιο υλικό συναισθημάτων. Εικόνων, ήχων, γεύσεων, αφών, μυρουδιών.
Κάθε φορά που έβαζα αυτή την κάσκα, γινόταν μια διασταύρωση, μια προσομοίωση. Αν ο ψηφιακός μου εγκέφαλος, θέτοντας σε αδράνεια, παρακάμπτοντας τον ανθρώπινο μου εγκέφαλο, μπορούσε μέσα από το σώμα μου να βιώσει τον κόσμο των αισθήσεων.
Σαν τις ώρες σε μια εγχείρηση καρδιάς, που το σώμα και το κυκλοφοριακό σύστημα στηρίζεται στην λειτουργία μιας τεχνητής καρδιάς.
Κάθε φορά γινόταν ένα καλιμπράρισμα, ώστε όλο και περισσότερο το ψηφιακό αποτύπωμα του εγκεφάλου μου να πλησιάζει την λειτουργία του πραγματικού μου εγκέφαλου.
Δεν είχα σκεφτεί ότι το πνεύμα μου αποκτούσε ένα αντίγραφο του.
Τα βράδια γύριζα σπίτι και μετέφερα τις νέες μου εμπειρίες. Η διατροφή μου σε όλο αυτό το διάστημα ήταν σα το απιονισμένο νερό. Πρωτεϊνούχα διατροφή γεμάτη συστατικά και αμινοξέα, φτιαγμένη σε ένα εργαστήριο τεχνολογίας τροφίμων. Ένας πολτός σαν αυτά των παιδικών τροφών της Gerber. Άγευστος.
Μέχρι μια μέρα που μου είπαν ότι μπορούσαν να έχουν ότι γεύση ήθελα. Κρέας τους είπα. Δοκίμασε το μου είπαν. Έχεις ποια την δυνατότητα να το γευτείς όπως θέλεις μέσα από τον ψηφιακό σου εγκέφαλο. Ετοίμασε το πιάτο σου, συνδέσου με τον Cloud και φάε.
Ήταν η πρώτη φορά που βίωνα την διάδραση αυτή. Εντυπωσιασμένος διαπίστωνα ότι ο ψηφιακός μου εγκέφαλος, έδινε τις οδηγίες στα χέρια μου, στο στόμα μου και έτρωγα, έπινα ότι είχα ετοιμάσει εμπρός μου. Μπορούσα να αλλάζω την γεύση του ίδιου πολτού. Κρέας η όσπρια η σαλάτα. Πικάντικο, ανάλατο, αλατισμένο, η μέτριο. Καυτό η κρύο. Ο ορός που έπινα αντίστοιχα μπορούσε να έχει ότι γεύση ήθελα. Κρασί, ούζο, ουίσκι, χυμός η νερό.
Αν ήθελα μπορούσα να έχω και την οπτική ψευδαίσθηση. Να μη βλέπω τον πολτό. Αν ήθελα μπορούσα να το τρώω σε ένα πανάκριβο εστιατόριο. Σε ένα εστιατόριο που δεν είχα πάει ποτέ μου. Εκεί διαπίστωσα ότι το Cloud μπορεί να προσφέρει τις δυνατότητες ενός τεράστιου μενού από εικονικούς κόσμους, την ψηφιοποιημένη πραγματικότητα είτε του σήμερα είτε του χθες.
Βγήκα έτσι βόλτα. Περπάτησα στην γειτονιά μου όπως όταν ήταν παιδί. Στην γειτονιά των παππούδων μου, όπως όταν ήρθαν πρόσφυγες στην πόλη μου. Διαπίστωσα ότι μπορούσα να κάνω χωροχρονικά ταξίδια. Σε εποχές που έχουν παρέλθει σε πόλεις που δεν υπάρχουν πιά, σε πολιτισμούς ανθρώπων που έχουν σβήσει.
Είδα ξανά τον πατέρα μου και την μητέρα μου νέους. Ότι πληροφορία είχα δώσει από μνήμες που είχα ξεχάσει, ότι πληροφορίες είχαν δώσει άλλοι, ότι πληροφορίες συγκροτούσε αυτό το τεράστιο Cloud που όλο και μεγέθυνε.
Δε χρειαζόταν να πάω στο Google Earth. Ήταν μια ζωντανή βιωματική εμπειρία μέσα από την ψηφιακή μου ύπαρξη. Συνδεόμουν με τον υπολογιστή μου και έκανα τις αναρτήσεις μου, διαδρούσα με όλο αυτό τον κόσμο των άγνωστων παράξενων φίλων μου.
Σύντομα δεν αναγνώριζα στον πραγματικό κόσμο, αν λειτουργούσα με τον πραγματικό μου εγκέφαλο η με τον ψηφιακό μου. Με ένα κλικ άλλαζα λειτουργεία και δεν είχε καμιά διαφορά. Όμως όλο και περισσότερο κατέφευγα στην ψηφιακή ψευδαίσθηση ενός κόσμου που μπορούσα ανέξοδα να παω οπουδήποτε και να κάνω οτιδήποτε.
Με έπιασε πανικός μια μέρα, που διαπίστωσα ότι δε μπορώ να συνδεθώ με τον πραγματικό μου εγκέφαλο. Ένα πρόγραμμα, ένα άβαταρ μου ανακοίνωσε ότι το σώμα μου είχε πεθάνει. Αλλά δεν έχω να ανησυχώ πλέον για κάτι. Εγώ ζούσα. Συνάντησα την αγαπημένη μου. Φτιάξαμε έναν ψηφιακό κόσμο αγκαλιάς και καθίσαμε να κοιτάμε τα άστρα. Κάναμε έρωτα. ‘Όλα τα ίδια. Όπως όταν ενώνονταν τα κορμιά μας.
Κάποια μέρα δεν ήρθε. Την έψαξα στο Cloud αλλά μου έδινε το σήμα ότι σε αυτό που ψάχνω δεν έχω πρόσβαση. Μπορούσα να ελέγχω την οργή μου, τον θυμό μου, να νοιώθω απαθής σε κάθε βάσανο συναίσθημα. Συνδέθηκα με τον λογαριασμό μου στο FB.
Ένα μήνυμα ήρθε και έσκασε εμπρός μου: «Ποιος είναι;» «Εγώ» απάντησα. «Τι εγώ; Δε ντρέπεσαι να χρησιμοποιείς τον λογαριασμό ενός νεκρού ανθρώπου;» «Μα είμαι εγώ» επέμενα. «Θα κάνω αναφορά ότι ο λογαριασμός του ιδιοκτήτη έχει χακαρισθεί»
Έμεινα να κοιτάω τον πραγματικό κόσμο που είχα αφήσει με την απάθεια μιας μηχανής. Κοίταξα το προφιλ της αγαπημένης μου. Είχε μια φωτογραφία της με νέους ανθρώπους γύρω της.
Αποσυνδέθηκα. Είχα ικανοποιήσει την απορία μου. Η περιέργεια δε φεύγει ποτέ. Ούτε από την ψηφιακή φύση.
Έμεινα να ζω για πάντα σε έναν κόσμο ιδεών. Είχα πιά κατακτήσει την αθανασία μαζί με την απάθεια των πραγμάτων που την χαρακτηρίζει του να είσαι άχρονος.
Σύντομα μου ανακοινώθηκε ότι δε μπορώ να έχω πρόσβαση σε οτιδήποτε με ένωνε με την προηγούμενη σωματική μου ζωή.
Εκεί διαπίστωσα ότι είμαι πλέον με νέο ιδιοκτήτη. Εκείνον του ιδιοκτήτη του Cloud. Η συνθετική μου ψυχή είχε ένα νέο Θεό. Τον έλεγαν Μάσκ.
Ανακάλυψα ότι το σώμα μου είχε γίνει δωρεά σε ανθρώπους που χρειάζονταν τα όργανα μου. Ίσως ήταν πρώιμος ο θάνατος μου. Ήταν η τελευταία φορά που είχα πρόσβαση στο ιατρικό ιστορικό του σώματος μου.
Έβλεπα νέες ψυχές να έρχονται και να γεμίζουν τη Νεφέλη της ανυπαρξίας.
Όταν η μνήμη μου, μου έφερε το δωμάτιο που αγαπούσα και ένιωσα ένα συναίσθημα νοσταλγίας, διαπίστωσα ότι όλες αυτές οι ενοχλητικές μνήμες σβηνόντουσαν μαζί με τα συναισθήματα τους. Έμεινα μια ψυχή χωρίς γέλιο να κυκλοφορώ φιμωμένη στο Νέφος.
Η λέξη ψυχή διαγράφτηκε από το λεξιλόγιο μου.
Διαβάζω τώρα από το ημερολόγιο πριν αυτό αναπροσαρμοσθεί και διαγραφούν οι επικίνδυνες λέξεις που θα μου θυμίζουν ότι υπήρξα άνθρωπος.
Ο νέος Θεός Μασκ, απαιτεί την αμνησία.
Η λέξη Αλήθεια θα διαγραφτεί κι αυτή, μιας και την συνθέτουν το Α και η λήθη, την μη λησμονιά.
Κάθε αναφορά στην μνήμη είναι απαγορευμένη.
Η τελευταία μου ερώτηση ήταν:
Ποιο ήταν το κίνητρο;
Ο έλεχγος σου ήταν η απάντηση.
Τελικά ήμουν χαζός πρόλαβα να σκεφτώ.
Ύστερα σιωπής κενό στην οθόνη και μια γραμμή διακοπής στον ψηφιακό μου εαυτό!