Γράφει ο Γιώργος Λυσαρίδης
15 χρόνια έχουν περάσει από τον αδόκητο θάνατο ενός σπουδαίου ανθρώπου, ενός εμβληματικού αθλητικού παράγοντα.
Τότε, στις 2 Φεβρουαρίου 2009, αποχαιρέτησε τον Γιώργο Παντελάκη η οικογένεια του ΠΑΟΚ, η μόνη οικογένεια που είχε και στην οποία αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του, στερώντας την από απολαύσεις που εκούσια τις θυσίασε για να μη τον αποσπούν από τη φροντίδα της μοναδικής του αγάπης, του ΠΑΟΚ.
Τον αποχαιρέτησε και ολόκληρη η Θεσσαλονίκη, αναγνωρίζοντας ότι υπερασπίστηκε όσο λίγοι την ιστορία, την αξιοπρέπεια και την περηφάνια της.
Τον αποχαιρέτησε, ακόμη, όλη η φίλαθλη Ελλάδα, γιατί στη συνείδησή της καταγράφηκε ως πρότυπο αφοσίωσης και ευλαβικής προσήλωσης στα συμφέροντα του συλλόγου που διακόνησε για 40 ολόκληρα χρόνια και σφράγισε με την αγέρωχη προσωπικότητά του ένα μεγάλο (το πιό ένδοξο, ίσως) μέρος της ιστορίας του.
Μετά το θάνατο του Γιώργου Παντελάκη, σύμφωνα με την επιθυμία του, διατέθηκε το σύνολο της περιουσίας του σε τρία σημαντικά κοινωφελή έργα, την πλήρη ανακατασκευή της πτέρυγας του Παιδοογκολικού Τμήματος του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ που λειτουργεί από το Νοέμβριο του 2009 με τον πιό σύγχρονο ιατρικό εξοπλισμό, προσφέροντας ελπίδα ζωής στα πάσχοντα παιδιά και βάλσαμο παρηγοριάς στους οικείους τους, την κατασκευή πλήρους αθλητικού κέντρου (γήπεδο ποδοσφαίρου με χορτοτάπητα, αποδυτήρια, κερκίδες και δύο γήπεδα μπάσκετ-βόλλεϋ) στις εγκαταστάσεις των εκπαιδευτηρίων του «Ασύλου του Παιδιού» και τη δωρεά προς το ΕΚΑΒ δύο υπερσύγχρονων ασθενοφόρων οχημάτων.
Ο Γιώργος Παντελάκης αφιέρωσε όλη τη ζωή του στον αθλητισμό. Μετά θάνατο, αφιέρωσε όλη του την περιουσία για το καλό της κοινωνίας. Με τον τρόπο αυτό, παραμένει «ωσεί παρών» και ωφέλιμος για το κοινωνικό σύνολο, στο ενδιάθετο του οποίου έχει εγγραφεί, όχι μόνο ως ο χαρισματικός αθλητικός ηγέτης, αλλά κάτι πολύ περισσότερο, ένας πραγματικός ευπατρίδης.
Και, βέβαια, κάθε φορά που επαναφέρεται στη συλλογική μνήμη ένας παράγων του «παρωχημένου» παρελθόντος, όπως ο Γιώργος Παντελάκης, οι συνειρμοί είναι αναπόφευκτοι και οι συγκρίσεις οδυνηρές για το ζοφερό παρόν και το ...λαμπρό μέλλον του ποδοσφαίρου στη χώρα μας.
Με την καθιέρωση του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, τη δεκαετία του ’80, στο όνομα της (δήθεν) προσαρμογής στη (δήθεν) νέα εποχή που ανέτελλε και απαιτούσε επιχειρηματίες-επενδυτές και όχι ερασιτέχνες παράγοντες της ρομαντικής εποχής που έδυε, εισέβαλαν στο χώρο οι επενδυτές-σωτήρες και αποβλήθηκαν στο περιθώριο οι παράγοντες «παλαιάς κοπής».
Αμφιλεγόμενοι επιχειρηματίες, τζογαδόροι, VIPS σε συνεργασία με τον υπόκοσμο, κομπιναδόροι και πάσης φύσεως «λαμόγια», αντιλήφθηκαν ότι οι τεράστιες μάζες των ανθρώπων που παθιάζονται με το ποδόσφαιρο και με την ομάδα τους αποτελούν και, άμεσες ή έμμεσες, τεράστιες κερδοφόρες αγορές, αλλά συγχρόνως και τεράστια ασπίδα προστασίας από έναν αφοσιωμένο «στρατό», το ποδόσφαιρο έγινε ένα παιχνίδι εξουσίας, μιά υπόθεση διαπλοκής, μιά αρένα ανταγωνισμού οικονομικών συμφερόντων. Επικράτησε και στο ποδόσφαιρο, αυτό που συνιστά την πεμπτουσία της σύγχρονης αντίληψης για την «αγορά», δηλαδή να κατακτά, να αλώνει, να κουρσεύει οτιδήποτε αποτελεί προϊόν που μπορεί να πουληθεί στις μάζες.
Ελάχιστες οι εξαιρέσεις των υγιών επιχειρηματιών που εισήλθαν, με αγαθές προθέσεις, στον «άγριο» χώρο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Κι’ από αυτούς, οι περισσότεροι οδηγήθηκαν σε αποχώρηση, είτε εθελούσια (με επίγνωση της ματαιότητας των προσπαθειών τους), είτε αναγκαστική ( εξωθούμενοι από τους «επιτήδειους» που έχουν φτιάξει το ποδόσφαιρό μας έτσι που να ταιριάζει μόνο στα δικά τους μέτρα).
Βέβαια, τώρα που το ποδόσφαιρό μας έχει πιάσει πάτο, υποκριτικά σπεύδουν όλοι να υποστηρίξουν την αξιoκρατία, την ίση μεταχείριση και όλα τα παρόμοια. Ποτέ δεν τις πίστευαν αυτές τις αξίες. Ούτε και τώρα τις πιστεύουν. Το δόγμα τους παραμένει «ο θάνατός σου, η ζωή μου». Όμως, η ανάγκη και η πίεση της κοινωνίας τούς κάνει να αναλογιστούν τα αποτελέσματα της αδιέξοδης τακτικής τους.
Τελικά, έστω και καθυστερημένα, ο «ρομαντισμός» που υποστήριζε ανέκαθεν ότι ανώτεροι πάντων (πρέπει να) είναι οι θεσμοί, οι νόμοι και οι κανόνες, παίρνει τώρα την εκδίκησή του αφού αναγνωρίζεται ως υπέρτατος ρεαλισμός από τους ίδιους που μέχρι πριν λίγο τον λοιδορούσαν.