Η παρουσία δύο ελληνικών ομάδων στην προημιτελική φάση του Conference League, μόνο απαρατήρητη δεν περνάει για όλους εκείνους οι οποίοι αγαπούν το ποδόσφαιρο και δεν το βλέπουν με οπαδικά γυαλιά.
Για εκείνους οι οποίοι θέλουν γήπεδα γεμάτα από τις οικογένειες, που απαιτούν η εικόνα στις κερκίδες να είναι ίδια όπως στα γήπεδα των Πρωταθλημάτων των χωρών που οι ομάδες επενδύουν στο ποδοσφαιρικό προϊόν. Γιατί χωρίς επένδυση, πρόοδος δεν υπάρχει. Όταν υπάρχει η απαίτηση από τον οπαδό να πληρώνει διαρκείας για μία ολόκληρη σεζόν, το οποίο του δίνει το δικαίωμα να παρακολουθεί αγώνες της Λίγκας, κατά μέσο όρο με την αξία περίπου ενός πακέτου τσιγάρων, δουλειά δε γίνεται.
Το ποδόσφαιρο μπορεί να είναι λαϊκό άθλημα, αλλά οι ομάδες είναι Ποδοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρείες που έχουν έξοδα. Αρα θα πρέπει να βελτιώνουν με κάθε τρόπο τα έσοδα τους. Ένα υποβαθμισμένο αθλητικό θέαμα, σ’ ένα Πρωτάθλημα χωρίς ανταγωνισμό και με τοξικότητα δεν θα είναι ελκυστικό για τους χορηγούς και την τηλεόραση. Ο εγχώριος ανταγωνισμός είναι αυτός που σπρώχνει τους ιδιοκτήτες να ανεβάσουν τα μπάτζετ, άρα και την αγωνιστική δυναμική της ομάδας τους. Κι όταν υπάρχουν δυνατές ομάδες στη Stoiximan Super League, τότε μπορούν να σταθούν αξιοπρεπώς και στην Ευρώπη. Εκεί όπου πολλές χρονιές οι ελληνικές ομάδες έγιναν σάκοι του μποξ για τους αντιπάλους.
Και επειδή στην UEFA καταναλώνουν πολλές εργατοώρες ώστε να γίνουν περισσότερο ανταγωνιστικές οι ευρωπαϊκές διοργανώσεις, προκειμένου το ποδοσφαιρικό προϊόν να συνεχίσει να είναι ελκυστικό, δημιούργησαν το Conference League. Διοργάνωση στην οποία οι οικονομικά μικρομεσαίες, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ομάδες να διεκδικούν μία διάκριση, να παίζουν ως την άνοιξη και να κερδίζουν περισσότερα χρήματα.
Η βελτίωση του ανταγωνισμού στο Πρωτάθλημα, η αύξηση του ενδιαφέροντος και των εσόδων θα έπρεπε να είναι ο στόχος και των εγχώριων παραγόντων. Σε μία τέτοια εξέλιξη και οι παράγοντες θα ξόδευαν λιγότερα λεφτά και οι ομάδες θα ήταν περισσότερο ανταγωνιστικές στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Στην Ελλάδα, παρότι έχουν αλλάξει κάποια πράγματα, εξακολουθούν να υπάρχουν κάποιες τάσεις αυτοκαταστροφής. Οι άγονες αντιπαραθέσεις και οι εριστικές δηλώσεις, συνεχίζουν να δημιουργούν συνθήκες τοξικότητας. Όχι στον βαθμό του πρόσφατου παρελθόντος, αλλά πού και πού κάνουν την εμφάνιση τους. Ανεπίτρεπτο σκηνικό για έναν χώρο που πρέπει να έχει επιχειρηματικά χαρακτηριστικά.
Μέχρι τώρα οι ελληνικές ομάδες έχουν βάλει από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις στο ταμείο τους, 41.715.000 ευρώ. Σ’ αυτό το ποσό θα πρέπει να προστεθεί και market pool που αναλογεί στην Ελλάδα και το οποίο υπολογίζεται περίπου 5-7 εκατομμύρια ευρώ και τα έσοδα που θα προκύψουν για ΠΑΟΚ και Ολυμπιακό στη συνέχεια του Conference League.
Aυτά είναι τα ποσά εσόδων κατά τη φετινή χρονιά που οι ελληνικές ομάδες επένδυσαν περισσότερα στο «χτίσιμο» του ρόστερ τους. Και επειδή οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες, πέρυσι μαζί με το market pool ΠΑΟΚ, ΑΕΚ, Ολυμπιακό και Παναθηναϊκός, μοιράστηκαν μόλις 13.353.000 ευρώ, ενώ την σεζόν 2021-22 το συνολικό ποσό από την Ευρώπη ήταν 25.949.993 ευρώ. Τελευταίος στη σχετική λίστα βρίσκεται ο Αρης, κι αυτό είναι ένα μήνυμα το οποίο θα πρέπει να αξιοποιηθεί από τη διοίκηση του. Φέτος οι «κίτρινοι» εισέπραξαν 750.00 ευρώ και τις δύο προηγούμενες χρονιές μόνο από 450.000 ευρώ.
Ακολουθούν οι σχετικοί πίνακες:
Ακολουθήστε τη σελίδα του metrosport.gr και στο google news