Ο Άρης προηγήθηκε και στα τρία πρώτα παιχνίδια του Πρωταθλήματος αλλά μόλις στο ένα διαφύλαξε το προβάδισμά του κι αυτό είναι πρόβλημα μαζί με την προκλητική αντιμετώπιση που έχει από τις διαιτητικές αρχές με τελευταίο πειστήριο τον αγώνα με τον Αστέρα Τρίπολης.
Στον… θαυμαστό κόσμο του ελληνικού ποδοσφαίρου ο οποίος διαφυλάσσεται σαν κόρη οφθαλμού από τους προύχοντες, με τελευταίο πειστήριο το δικαίωμα μιας ομάδας ανθρώπων στον χαρακτηρισμό μιας προφορικής ή γραπτής τοποθέτησης σε τοξική ή μη, ο Άρης ξέρει ότι δεν διαθέτει τη δυναμική των υπολοίπων. Φάνηκε από την ψηφοφορία αλλαγής του συστήματος διεξαγωγής του Πρωταθλήματος η οποία έδειξε φωτογραφική και βγάζει μάτι στις πρώτες τρεις αγωνιστικές καθώς η διαφορά κριτηρίων στα σφυρίγματα είναι εκκωφαντική. Αναδείχθηκε και χθες, απέναντι στον Αστέρα Τρίπολης. Από την ευκολία καταλογισμού του πέναλτι στο 9ο λεπτό όπου εκτέθηκε ο διαιτητής ή στις οριακές φάσεις που κόπηκαν ακόμη και με παραβίαση κανονισμών έως το πάτημα στον Λορέν Μορόν στην περιοχή όπου γι’ άλλες ομάδες αποτελεί τον… ορισμό του πέναλτι που είχε πει και ο Γιάννης Ζουγανέλης.
Αποκορύφωμα το ακυρωθέν γκολ με τον ισχυρισμό ότι η μπάλα χτύπησε στο χέρι του Άλβαρο Ζαμόρα. Όλοι ήθελαν να βεβαιωθούν για το τί συνέβη εκτός του διαιτητή Παπαδόπουλου ο οποίος δεν θέλησε να το δει με στοπ καρέ. Ακόμη κι αν του το υπέδειξε ο Ευαγγέλου από το VAR, η απλούστερη κίνηση για την απόδοση δικαιοσύνης θα ήταν αυτή, αλλά την απέφυγε όπως ο διάβολος το λιβάνι.
Η επιχείρηση διαφύλαξης του εαυτού του μοιάζει με mission impossible για τους «κίτρινους». Ήδη έχει κοστίσει βαθμούς και πολύ φοβάμαι ότι στο άμεσο μέλλον αυτοί θα είναι περισσότεροι. Αυτό μεγαλώνει την ανάγκη διαφύλαξης του σκορ, μέσω της αποβολής της ποδοσφαιρικής αφέλειας που τον χαρακτήρισε στον αγώνα με τον Αστέρα Τρίπολης. Σε 90λεπτο δεν κατάφερε να βρει τρόπο ελέγχου των επικίνδυνων αντεπιθέσεων του αντιπάλου και μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις έφτασε στο σημείο να εξαρτηθεί από την αποτελεσματικότητα των άλλων. Γενικά, ήταν ευάλωτος αμυντικά και το πρόβλημα δεν διορθώθηκε ούτε μετά τις αλλαγές. Κανονικά, μία από αυτές θα έπρεπε να ήταν ο Ζαν Ζουλ για την ενίσχυση της μεσοαμυντικής γραμμής και ειδικά από τη στιγμή των αλλαγών του Αστέρα μέσα από τις οποίες δόθηκε γήπεδο στον εξαιρετικό Παλάσιος μεγεθύνοντας το πρόβλημα.
Συνολικά ο Άρης δεν έκανε πολλά από αυτά που οφείλει να πράττει. Από την ταχύτητα και την ένταση στο παιχνίδι του έως τη δημιουργία προϋποθέσεων. Η στατιστική του αγώνα κατέγραψε περισσότερες από 520 πάσες αλλά στο πρώτο ημίχρονο δεν μέτρησε περισσότερα από τρία σουτ του Μάνου Γκαρθία κι ένα του Μόντσου. Αντιθέτως, τα μη πετυχημένα γεμίσματα ήταν πολλά. Καθώς υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ του όρου «κυκλοφορία μπάλας» με αυτόν της «δημιουργικής ικανότητας», ο Άρης σκόνταψε στο δεύτερο. Γιατί ο άξονας δεν ήταν δραστήριος, η δε αριστερή πλευρά ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και η αντίστοιχη δεξιά είχε μεν δράση αλλά και αδυναμία στην άμυνα πράγμα το οποίο φάνηκε από τα ανεβάσματα του Χουχούμη.
Παρά τις συνθήκες, ο Λορέν Μορόν βρήκε το παρθενικό γκολ του στο Πρωτάθλημα αλλά στα λεπτά που ακολούθησαν οι «κίτρινοι» διαχειρίστηκαν το παιχνίδι με αφέλεια και όχι με εξυπνάδα. Δεν είναι τόσο ο χώρος που έδωσαν στον αντίπαλο όσο τα εύκολα λάθη, οι κακές αλληλοκαλύψεις και το γεγονός ότι δύο φορές ο Αστέρας βγήκε με υπεραριθμία στην επίθεση ασχέτως του ότι δεν αξιοποίησε καμία από αυτές. Δηλαδή, οι «κίτρινοι» εξαρτήθηκαν από την ευστοχία του αντιπάλου και όχι από τη δική τους ικανότητα στην αναχαίτιση των επιθέσεων. Εν τέλει, όταν στα δύο από τα τρία πρώτα παιχνίδια δεν καταφέρνεις να διαφυλάξεις το υπέρ σου σκορ, τότε έχεις πρόβλημα. Ασχέτως του τρόπου καθώς στο Περιστέρι (με τον Ατρόμητο) το επιθετικό φάουλ βαφτίστηκε πέναλτι. Όπως πρόβλημα είναι η αδυναμία να τα τελειώσεις. Αυτό έγινε και χθες…