Με το Νότη Τσίντογλου, όπως και με όλους εκείνους τους λεβέντες της πρώτης χρυσής εποχής του ΠΑΟΚ, οι σχέσεις μου δεν ήταν διαφορετικές από εκείνες που μπορούσε να έχει ένας πιτσιρικάς, ο οποίος ξημερωβραδιαζότανε στο Συντριβάνι και βοηθούσε το Νικηφόρο Τσαρπανά, να προετοιμάζει τις προπονήσεις αλλά και τους αγώνες της Κυριακής.
Ήμουν «ενταγμένος» στα τσικό και προνομιούχο ball boy να μαζεύω τις μπάλες στις προπονήσεις των τερματοφυλάκων, από τη στιγμή που τις καθημερινές δεν υπήρχαν δίχτυα στις εστίες. Ξέχωρα βέβαια και ότι ένιωθα πολύ υπερήφανος, γιατί βρισκόμουν στη σκιά παικτών που τους θεωρούσα και τους είχα ινδάλματα. Όλους αυτούς τους σπουδαίους εκείνης της μεγάλης ομάδας λοιπόν, τους πρωτογνώρισα με αυτές τις προοπτικές και με τις ανάλογες εκείνης της εποχής συνθήκες.
Στο πέρασμα του χρόνου βέβαια, η μοίρα και οι συγκυρίες έστησαν το δικό τους σενάριο που ήθελε να μην απομακρυνθώ από αυτή την ποδοσφαιρική προσφυγική λεβεντιά του 50΄, με συνέπεια να διατηρήσω σχέσεις και να αναπτύξω φιλίες με τους περισσότερους από εκείνους που θαύμαζα σε μικρότερη ηλικία.
Η ενασχόληση μου με τη δημοσιογραφία – και πιο συγκεκριμένα αποκλειστικά με την αθλητικογραφία – μου έδινε πολλές φορές τις αφορμές να ανταμώνω μαζί τους και να τα λέμε ακόμη και όταν είχαν αποσυρθεί από την ενεργό δράση, είτε συνεχίζοντας σαν προπονητές και παράγοντες, είτε να βρίσκονται και να υπηρετούν τον χώρο.
Μερικές φορές επιδίωκα να βρίσκομαι σε εκδηλώσεις των βετεράνων, προσδοκώντας να συναντήσω κάποιους από αυτούς. Αν θυμάμαι καλά τακτικά έβλεπα τον Λάμπη Κουρουκίδη και τον Λάκη Πρόγιο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχα ξεχάσει τους υπόλοιπους. Όπως τον Χασιώτη, τον Κεμανίδη, τον Πετρίδη, τον Κιουρτζή, τον Καλογιάννη, τον Γεντζή, τον Παπαδάκη, τον Χουρμπουλιάδη και άλλους που αυτή τη στιγμή δεν θυμάμαι.
Στο τελευταίο κάλεσμα των βετεράνων, δέχθηκα την πρόσκληση και ήμουν έτοιμος να ανταποκριθώ. Ωστόσο η πληροφορία που μου έδωσε ο κομιστής της πρόσκλησης, συμπαθέστατος Σάκης Παντελίδης, ότι εκείνος που δεν ήταν καλά αυτή τη στιγμή και περνούσε τα δύσκολα ήταν ο Νότης Τσίντογλου, με πάγωσε και μου έκοψε την διάθεση να παραβρεθώ στη συγκεκριμένη εκδήλωση. Ταράχτηκα είναι η αλήθεια παρόλο που γνώριζα ότι ο αξιαγάπητος Νότης είχε πέσει πολύ ψυχολογικά και βρισκόταν σε κρίσιμη καμπή. Αυτό το είχα διαπιστώσει και από την τελευταία προσπάθεια που είχα κάνει για να έρθω σε επαφή – έστω και τηλεφωνική – μαζί του.
Μια επαφή που τελικά δεν έγινε γιατί μας πρόλαβε το κακό. Έτσι ναυάγησε ένα ραντεβού που είχαμε για να τα πούμε και για να μου επιβεβαιώσει όπως μου το είχε βέβαια υποσχεθεί ότι θα μου έδινε το περιβόητο «τετράδιο» - όπως το αποκαλούσε – μέσα στο οποίο ήταν καταγεγραμμένες άπειρες βιωματικές γνώσεις και μεγάλες εμπειρίες, από μια ζωή που ήταν άρρηκτα δεμένη με το μεγάλο πάθος του, τον αγαπημένο του ΠΑΟΚ. Μια αδιάκοπη εξιστόρηση πολλών δεκαετιών. Ένας πραγματικός θησαυρός ασπρόμαυρων αναμνήσεων με ανέκδοτες ιστορίες και περιγραφές σημαντικών γεγονότων από μια σκοπιά ολότελα και ολοκάθαρα ΠΑΟΚτσήδικη.
Η συζήτηση είχε ξεκινήσει από ένα δικό μου τηλεφώνημα με το οποίο τον πληροφορούσα ότι είχα αποφασίσει να γράψω την ιστορία του ΠΑΟΚ – συγκεκριμένα των τριών χρυσών εποχών του συλλόγου – και ότι βρισκόμουν στο τέλος του εγχειρήματος μου. Γνώριζα βέβαια από παλαιότερη συζήτηση που είχαμε, ότι διατηρούσε αυτό το περιβόητο «τετράδιο» (αλήθεια πόσων σελίδων;) με όλα όσα ανεκτίμητα φύλαγε με θρησκευτική ευλάβεια ο ανεπανάληπτος Νότης. Στην τελευταία λοιπόν επικοινωνία που είχαμε και αφού με ρώτησε αν τελείωσε το βιβλίο, όταν του απάντησα ότι βρίσκεται προς το τέλος, γελώντας μου ζήτησε να μάθει ποια θα ήταν τα ποσοστά του. Του απάντησα ότι πραγματικά θα μπορούσε να τα διεκδικήσει, για να κλείσει τη συζήτηση λέγοντας μου με αυτό το γνωστό διακριτικό του χιούμορ, ότι δεν θα τα διεκδικήσει ποτέ, από τη στιγμή που πιστεύει πως για αυτόν είναι τιμητικό να φιλοξενηθούν σε ένα τέτοιο βιβλίο και δικές του απόψεις. Με το Τσίντογλου ανταμώναμε τακτικά (αλλά και συμπτωματικά) γιατί είχε το κατάστημα του σύνορο σχεδόν με το αντίστοιχο του Μήτσου Καραγιώργη, του παλιού προέδρου της ΜΕΝΤ, φίλου μου και γείτονα μου.
Στο μαγαζί του πολλές φορές συνάντησα το Δημήτρη Καλογιάννη (Τσατάλα), τον Αγγελίδη (Τάκαρο) και το Νίκο Γκολέμα. Στις συναντήσεις μας απολάμβανα την οξυδέρκεια του, το σκωπτικό αλλά και διακριτικό του χιούμορ, αλλά πάνω από όλα το πάθος του για τον ΠΑΟΚ. Στο «τετράδιο » του σίγουρα θα φιλοξενεί τις απίθανες εκείνες ιστορίες με πρωταγωνιστές τον Μήτσο Καλογιάννη, τον Μπέμπη του Ολυμπιακού, τον Μουφίτ Καλιοτζί, τον Αλκέτα Παναγούλια και τον Λέοντα Γιώργο Χασιώτη.
Θέλω να πιστεύω ότι κάποια στιγμή κάποιος θα μπορέσει να ξεφυλλίσει αυτό το «τετράδιο» και να φέρει στο φως όλον αυτό τον θησαυρό των ασπρόμαυρων αναμνήσεων. Θα ήταν ευχή, τιμή και τύχη για εμένα να ήμουν αυτός που θα το έκανε. Άλλωστε το τελευταίο μας ραντεβού με τον χαρισματικό Νότη Τσίντογλου έμεινε σε «εκκρεμότητα». Να είσαι καλά εκεί που βρίσκεσαι φίλε.