Δεν είναι ο τύπος που παρουσιάζουν οι άνθρωποι που μιλούν για εκείνον. Μένουν απλά στην επιφάνεια και δεν βαδίζουν στα μονοπάτια της ζωής του. Δεν είναι ένας αγώνας ή απλά ένας παίκτης. Προσπαθεί να είναι ο εαυτός του, ο άνθρωπος εκείνος που όταν κάθεται στον καναπέ έχει δυο χέρια να τον περιμένουν και να τον αγκαλιάζουν.
Ο Νταβίντ Λουίζ έμαθε από μικρός να παλεύει για να έχει μια καθαρή φανέλα, σκαρφίστηκε ένα κόλπο για να αποκτήσει τα πρώτα του ακριβά ποδοσφαιρικά παπούτσια βάζοντας τη μαμά του σε μπελάδες, όμως, με το πέρασμα των χρόνων φρόντισε να αποδείξει την αξία του και ας άρχισε κάπως φάλτσα το ταξίδι του προκαλώντας πονοκέφαλο στον Φερνάντο Σάντος.
Οι δάσκαλοι γονείς, το πλυντήριο και τρία λεωφορεία
Περπατώντας στα περίχωρα της φτωχής του πόλης ή στα διάφορα γήπεδα ποδοσφαίρου, έζησε πράγματα που ήταν ξεχωριστά για εκείνον και ήρθε σε επαφή με ανθρώπους άλλοτε καλούς και άλλοτε με κακές προθέσεις. Όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος σε συνέντευξη του, ποτέ δεν επέτρεψε την καθημερινότητα του και την αρνητική συμπεριφορά κάποιων να λειτουργήσει ως εμπόδιο για εκείνον ή να παραμορφώσει τα όσα του είχαν διδάξει οι γονείς του. Πίστευε στον εαυτό του, γνώριζε καλά πόσο ικανός είναι και προχωρούσε με… κλειστά αυτιά.
Είναι γιος δυο Βραζιλιάνων δασκάλων. Και ναι, αυτό μπορεί να ακούγεται φυσιολογικό αλλά για εκείνον το επάγγελμα των γονιών του σημάδεψε τις αξίες, τις αρχές, τα όνειρα, τις ιδέες και γενικά τον τρόπο που ενεργούσε στη ζωή. Ένιωθε ευγνωμοσύνη που είχε το προνόμιο να έχει και… σχολείο στο σπίτι και να λάβει μια εκπαίδευση που για κάποια άλλα παιδιά ήταν ένα όνειρο.
Η εργασία των γονιών του τον βοήθησε να μάθει να συντηρεί τον εαυτό του από μικρή ηλικία. Η μαμά και ο μπαμπάς του έλειπαν από τις επτά το πρωί έως τις 11 το βράδυ καθώς έκαναν μάθημα σε σχολείο και αργότερα, ιδιαίτερα σε παιδιά που το είχαν ανάγκη. Δεν είχαν ιδιαίτερο χρόνο για να φροντίσουν για τις δουλειές του σπιτιού, κάτι που βοήθησε τον Νταβίντ να μάθει να βάζει πλυντήριο και μάλιστα, με τη σωστή ποσότητα απορρυπαντικού και μαλακτικού.
Μόνο όταν έπλενε τις ποδοσφαιρικές του φανέλες έριχνε παραπάνω μαλακτικό γιατί ήθελε να μυρίζουν ωραία. «Ξέρω ότι τα λευκά ρούχα πρέπει να είναι προεμποτισμένα πριν ανάψετε το πλυντήριο και ότι δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε πολύ μαλακτικό αλλά προς απογοήτευση της μητέρας μου, πάντα το παράκανα γιατί ήθελα οι ιδρωμένες ποδοσφαιρικές μου φανέλες να μυρίζουν ωραία».
Η φλόγα για τη στρογγυλή θεά έκαιγε μέσα του και για αυτό στα 11 του χρόνια αποφάσισε να παρακολουθήσει τα βραδινά μαθήματα στο σχολείο ώστε να μπορεί να προπονείται με τη Σάο Πάολο. Χρειαζόταν να παίρνει καθημερινά τρία λεωφορεία για να πάει στο προπονητικό κέντρο και άλλα τρία για να γυρίσει. Δεν παραπονέθηκε ποτέ. Ήξερε ότι έκανε κάτι που αγαπούσε και όταν ο πατέρας του τον ρωτούσε τι του προσφέρει το να κλωτσά την μπάλα, εκείνος απλά χαμογελούσε και ήξερε ότι κάποια στιγμή θα τον καταλάβαινε.
Η εκπαίδευση δεν σταματούσε μόνο στις βραδινές βάρδιες στο σχολείο καθώς το Σαββατοκύριακο ο πατέρας του τον έβαζε να διαβάζει εφημερίδες και έπειτα, του έκανε ερωτήσεις κατανόησης του κειμένου, έγραφε ορθογραφία τις άγνωστες λέξεις και πολλές φορές έκανε και την περίληψη ενώ παράλληλα, του γινόταν και χρηστικές ερωτήσεις για το πώς μπορεί να εφαρμόσει αυτό που διάβαζε στη ζωή του.
Ο Νταβίντ Λουίζ μέχρι και σήμερα θεωρεί τον εαυτό του ευγνώμων που μεγάλωσε σε ένα σπίτι με δυο γονείς και μια αδερφή που του έδειχναν αγάπη, ενδιαφέρον και του έδιναν την ευκαιρία να ακολουθήσει το όνειρο του.
Η κορνίζα με τα ασημένια παπούτσια
Θεωρεί το ποδόσφαιρο έναν ιδιαίτερο δεσμό που συνδέει τους ανθρώπους μεταξύ τους με έναν ανατρεπτικό τρόπο. «Ένα σπίτι έχει μια τιμή, ένα αυτοκίνητο έχει μια τιμή, μια ιδιωτική σχολή έχει μια τιμή. Το ποδόσφαιρο; Το ποδόσφαιρο παρέχει μια σύνδεση μεταξύ των ανθρώπων που μπορεί να ανατρέψει τις αντιλήψεις μιας ζωής» παραδέχεται. Και δεν έχει και τόσο άδικο, αν αναλογιστεί κανείς ότι καθώς η μπάλα κυλά στο χορτάρι, έχεις την ευκαιρία να γνωρίσεις καλύτερα όχι μόνο τον συμπαίκτη σου αλλά και τον τρόπο που σκέφτονται οι οπαδοί.
Συμμετέχεις και εσύ στη γιορτή των φιλάθλων όταν η ομάδα κερδίζει αλλά παράλληλα, είσαι εκείνος που ακούει τα παράπονα τους όταν έρχεται μια ήττα. Το σημαντικότερο για έναν ποδοσφαιριστή είναι να δείξει στους πιστούς ακολούθους της ομάδας ότι το κακό αποτέλεσμα έγινε μάθημα για εκείνον και τον βοήθησε να δει κάποια σημαντικά πράγματα. Με αυτόν τον τρόπο διδάσκεις στον κάθε οπαδό να μάθει να παίρνει τον καρπό από κάθε ήττα στη ζωή του.
Γιατί η αλήθεια είναι ότι ο ηττημένος οπαδός δεν είναι απογοητευμένος για την ομάδα του ή για τον αγαπημένο του παίκτη που δεν τα πήγε καλά. Η απογοήτευση του είναι ήδη κομμάτι της ζωής του και απλά στο γήπεδο εκτονώνεται. Η κερκίδα είναι μια βαλβίδα διαφυγής για όλη την απογοήτευση που αναγκάζεται πιθανότητα να βιώνει καθώς αναζητά λύσεις στα εκατοντάδες προβλήματα που συναντά στην καθημερινότητα του.
Ποιος δεν έχει προβλήματα; Ποιος δεν έχει κάνει λάθη; Ακόμη και ο Νταβίντ Λουίζ ως έφηβος έκανε τις απερισκεψίες του. Μάλιστα, σε πρόσφατη συνέντευξη του είχε παραδεχθεί ότι λίγο μετά την ένταξη του στη Σάο Πάολο πήρε ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα του.
«Έφτασα στο Σάο Πάολο με τα παπούτσια που είχα αγοράσει από έναν πλανόδιο πωλητή, ενώ όλα τα άλλα παιδιά φορούσαν Nike, Adidas και άλλες μάρκες. Ένα Σαββατοκύριακο, επρόκειτο να κοιμηθώ στο σπίτι ενός συμπαίκτη μου και η μητέρα του μας πήγε να ψωνίσουμε. Υπήρχαν τα χάλκινα που φορούσαν ο Ροναλντίνιο και ο Ντενίλσον και τα ασημένια. Ήθελε τα ασημένια. Κάπου εξακόσιες λίρες, σε σημερινά λεφτά. Συνέχισα να τους κοιτάζω επίμονα.
Μετά ρώτησα τη μητέρα του αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνό της, έφυγα από το κατάστημα, προσποιήθηκα μια κλήση στο σπίτι και επέστρεψα: «Υπέροχο, κυρία! Η μητέρα μου το επέτρεψε. Είπε ότι μπορείς να αγοράσεις ένα ζευγάρι και όταν φτάσει ο λογαριασμός της πιστωτικής σου κάρτας θα σε πληρώσει». Ήταν ψέμα, η μαμά μου δεν είχε ποτέ τόσα λεφτά για να αγοράσει τα παπούτσια μου και δεν ξέρω αν όταν το έμαθε ήταν απογοητευμένη από για το ψέμα που είχα πει ή ότι είχα γλιστρήσει όταν με έβαζαν σε δοκιμασία. Γιατί ήξερα ότι ένα ζευγάρι παπούτσια ακριβά δεν θα με έκανε να παίξω καλύτερα ή χειρότερα.
Και ήξερα επίσης ότι η οικογένειά μου δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά ένα κόστος αυτού του μεγέθους. Αλλά εκείνη τη στιγμή, συμπεριφέρθηκα όπως περίμενε η κοινωνία και εξακολουθεί να περιμένει από όλους μας. Η μητέρα μου έπρεπε να κάνει πολλές υπερωρίες για να πληρώσει αυτές τις μπότες. Λίγο αργότερα, δείτε πώς τα φέρνει η ζωή, η Nike αποφάσισε να με χορηγήσει. Πήρα ένα ζευγάρι ασημένια παπούτσια και τα πήγα στη μαμά μου, η οποία τα κρέμασε στον τοίχο στην κρεβατοκάμαρα της. Τα ασημένια ποδοσφαιρικά παπούτσια σε κορνίζα είναι μια υπενθύμιση και ένας τρόπος να τιμήσουμε το ταξίδι της οικογένειάς μας».
«Μήπως θέλεις να σε βγάλω;»
Μια μέρα είδε το όνομα του στη λίστα των παικτών που θα ταξίδευαν στο Παρίσι για το παιχνίδι της Μπενφίκα με την Παρί Σεν Ζερμέν. Ήταν η πρώτη φορά που θα φορούσε κοστούμι και απλά προσευχόταν να αγωνισθεί ακόμη και για πέντε λεπτά. Στο 35ο λεπτό της αναμέτρησης ο Λουιζάο ένιωσε ενοχλήσεις έγινε αναγκαστική αλλαγή. Όταν είδε τον Φερνάντο Σάντος να του δίνει εντολή να μπει στο παιχνίδι, πέταξε από τη χαρά του. Ήξερε ότι ο προπονητής του δεν είχε άλλες επιλογές και ήθελε να τον δικαιώσει.
Τα πράγματα δεν πήγαν, όμως, όπως τα σχεδίαζε. Στην πρώτη του κίνηση, έβαλε το πόδι του και η μπάλα χτύπησε στο έδαφος και κατέληξε στα δίχτυα της ομάδας του επιτρέποντας στους Γάλλους να ισοφαρίσουν. Δύο λεπτά αργότερα και χωρίς να έχει προλάβει να συνέλθει από το σοκ, οι αντίπαλοι τον πέρασαν και το 2-1 ήταν γεγονός. Έπεσε στο έδαφος και σκεφτόταν ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα έπαιζε. Είχε πεισθεί ότι θα του έλυναν το συμβόλαιο. Είχε κάνει δυο τραγικά λάθη που στοίχισαν στην ομάδα και δεν ήξερε πως θα μπορούσε να τα διορθώσει.
Μάλιστα, στο ημίχρονο ο Σάντος τον πλησίασε και τον ρώτησε αν ήθελε να τον κάνει αλλαγή. Σκέφτηκε να του ζητήσει να τον βγάλει αφού ένιωθε νεκρός αλλά κάτι μέσα του φώναζε όχι και αποφάσισε να το ακολουθήσει. Δεν μπήκε στα αποδυτήρια, πήγε στην τουαλέτα και έκανε μια προσευχή για να ηρεμήσει το μυαλό του. Ήξερε ότι μπορούσε ανταπεξέλθει σε κάθε αντιξοότητα. Επέστρεψε στο παιχνίδι και μεταμορφώθηκε. Η Μπενφίκα μπορεί να ηττήθηκε αλλά ο ίδιος είχε ψηφιστεί ως ο καλύτερος παίκτης. Έναν τίτλο που κέρδισε και στο επόμενο παιχνίδι με τη Λεϊρία. Είχε καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των οπαδών, του προπονητή και των συμπαικτών του και είχε πια μια μόνιμη θέση δίπλα στον Λουιζάο.