Πέρσι τέτοιο καιρό, το είχαμε πάρει απόφαση ότι ο ΠΑΟΚ δεν είναι ικανός να διεκδικήσει το Πρωτάθλημα. Ξέραμε ότι θα κυλήσει μια σεζόν μεταβατική, παρηγορηθήκαμε με την προσμονή της ανάδειξης κάποιων πιτσιρικάδων και στο τέλος μείναμε ικανοποιημένοι με την καθιέρωση του Κωνσταντέλια, του Κουλιεράκη και του Κοτάρσκι, του οποίου η μεταγραφή αποδείχτηκε η μοναδική πετυχημένη από τις πολλές που είχαν γίνει.
Φέτος αποκτήθηκαν μόνο έμπειροι παίκτες, με στόχο τη δημιουργία μιας ομάδας που θα “χτυπήσει” τίτλο. Εκόνγκ, Μπάμπα, Μειτέ, Οζντόεφ, Μάρκος Αντόνιο, Σαμάτα και Ντεσπόντοφ γι’΄αυτόν τον λόγο ήρθαν. Για να αποτελέσουν τον βασικό κορμό ενός επίδοξου πρωταθλητή ΠΑΟΚ, μαζί με Ζίβκοβιτς, Τάισον, Κωνσταντέλια, Μπράντον, Σβαμπ, Κεντζιόρα, Νάσμπεργκ, Λύρατζη, Μιχαηλίδη, Σάστρε, Ράφα Σοάρες, Τσιγγάρα, Μουργκ, Φιλίπε Σοάρες και Βιειρίνια. Αυτοί είναι οι 22 παίκτες που θα βλέπουμε όλη τη χρονιά να μετέχουν στο ροτέισον και μακάρι να γίνουν 23, γιατί αυτό θα σημαίνει ότι σιγά-σιγά αναδεικνύεται και ο Τζίμας.
Το ερώτημα, ωστόσο, τίθεται και πάλι πολύ νωρίς, από την 4η κιόλας αγωνιστική: Μπορεί ο ΠΑΟΚ; Μπορεί να γίνει πρωταθλητής, όταν έχει χάσει ήδη πέντε βαθμούς στο εύκολο πρόγραμμα που του έφερε στο ξεκίνημα η κλήρωση, με τρία από τα τέσσερα ματς στην έδρα του; Μπορεί να θεωρηθεί συνδιεκδικητής του τίτλου όταν έχει χάσει από τον ΟΦΗ και έχει μείνει στο “Χ” κόντρα σε έναν Αρη που “ψάχνεται” να γίνει ομάδα με 20 νεοφερμένους παίκτες στο ρόστερ του;
Φοβάμαι ότι η απάντηση είναι ένα πελώριο “όχι”. Φοβάμαι ότι οι τρεις της Αθήνας είναι είτε πιο ποιοτικοί, είτε πιο πλήρεις, είτε πιο καλά “δουλεμένοι” από πέρσι. Φοβάμαι ότι ούτε οι παίκτες που αποκτήθηκαν από τον ΠΑΟΚ μπορούν να κάνουν τη διαφορά και να αποδειχθούν ανώτεροι από αυτούς που απέκτησαν οι τρεις της Αθήνας, ούτε οι υπόλοιποι είναι πιο ποιοτικοί από τους υπόλοιπους των τριών. Φοβάμαι, κοντολογίς, ότι Ολυμπιακός, ΑΕΚ και Παναθηναικός διαθέτουν πάλι πιο “γεμάτα” και πιο αξιόλογα ρόστερ.
Από τους παλιούς του ΠΑΟΚ βλέπω μόνο τέσσερις παίκτες επιπέδου πρωταθλήτριας ομάδας. Τον Ζίβκοβιτς, τον Τάισον, τον Κωνσταντέλια και τον Κουλιεράκη. Αλλά κι αυτοί πρέπει να σταθεροποιηθούν σε υψηλά στάνταρ απόδοσης και μέχρι στιγμής δεν το έχουν κάνει. Από τους νέους έχει προκύψει μέχρι τώρα μόνο ο Μπάμπα. Για τον Μάρκος Αντόνιο και τον Ντεσπόντοφ πρέπει προφανώς να περιμένουμε, αλλά για τους Εκόνγκ, Μεϊτέ, Οζντόεφ και Σαμάτα έχουμε εικόνα και δεν είναι ενθαρρθυντική. Αλήθεια, είναι ο Εκόνγκ ο βράχος της άμυνας, σε στιλ Ινγκασον, για να μην πάω στον Βαρέλα στα καλά του; Είναι ο Σαμάτα ο γκολτζής που έψαχνε ο ΠΑΟΚ για να ξεχάσει την παταγώδη αποτυχία που λεγόταν Ολιβέιρα; Είναι ο Μεϊτέ και ο Οζντόεφ οι... ταχείς χαφ που θα μπορέσουν να προσφέρουν και ανασταλτικά και δημιουργικά;
Η ελπίδα για να δούμε έναν ανώτερο ΠΑΟΚ στη συνέχεια είναι μία: Να δημιουργηθεί σύντομα από τον Λουτσέσκου ένα ομοιογενές, σφιχτοδεμένο σύνολο, που θα είναι αποτελεσματικό, ξεπερνώντας τις ατομικές αδυναμίες κάθε παίκτη και, γενικά, του ρόστερ. Ενός ρόστερ, που και πάλι δείχνει να έχει αρκετές “τρύπες”, σε σχέση πάντοτε με τα ρόστερ των ανταγωνιστών. Να γίνει, δηλαδή, μια ομάδα, με όλη τη σημασία της λέξης, όταν θα έχουν ενσωματωθεί για τα καλά όλοι οι (καθυστερημένα) νεοφερμένοι παίκτες. Σίγουρα χρειάζεται κι άλλη πίστωση χρόνου. Πόσος χρόνος, όμως, υπάρχει όταν λείπουν ήδη πέντε βαθμοί από τον αυτονόητο προυπολογισμό για τους τέσσερις πρώτους αγώνες;
ΥΓ. Σε κάθε περίπτωση, ο ΠΑΟΚ πρέπει να λύσει ένα κομβικό πρόβλημα: Την αδυναμία να δημιουργήσει ευκαιρίες και να σκοράρει απέναντι σε πολυπρόσωπες, “κλειστές” άμυνες. Πρέπει να πάψει να είναι τόσο φλύαρος με κατοχή μπάλας και τόσο μονότονος και προβλέψιμος στην ανάπτυξή του. Και, το κυριότερο, να βρει τις σωστές αποφάσεις στην τελική ενέργεια. 180 λεπτά, με ΟΦΗ και Αρη, χωρίς ούτε μία κλασική ευκαιρία είναι πάρα πολλά για μια ομάδα που θέλει να λέει ότι “πάει” για Πρωτάθλημα. Ετσι δεν είναι;